14.8.09

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Στο πάρκο της ελληνικής φλόγας

Το άρθρο αυτό ίσως και να μην το έγραφα, αν δεν ερέθιζε τα αυτιά μου μια ιδιαίτερη μουσική σε μιαν εντελώς ιδιαίτερη στιγμή. Ήταν η γνωστή, κλασική πια και πολύ οικεία σε μας τους Καστοριανούς, μουσική του Μπρέγκοβιτς, που έβγαινε από την ανοιχτή πόρτα ενός από τα μαγαζιά του εμπορικού μας κέντρου και την άκουσα ακριβώς την ώρα που κατευθυνόμουν στο πάρκο της Ολυμπιακής φλόγας με σκοπό πολύ συγκεκριμένο: να δω τα παιδιά της Παμμακεδονικής από την Αυστραλία να χορεύουν. Και τα είδα κι εγώ μαζί με πολλούς άλλους θεατές. Και δεν κατάφερα να συγκρατήσω δυνατά συναισθήματα που γεννήθηκαν μέσα μου εξαιτίας τους.
Ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη, γιατί ένα φεστιβάλ φιλοξενούνταν στο πάρκο το βράδυ της Τετάρτης, ένα φεστιβάλ ωραίων ελληνικών χορών με ωραίους χορευτές που μας χάρισαν ωραίες στιγμές. Όμως, η συγκίνηση που ένιωσα εξαιτίας των παιδιών από τη μακρινή Αυστραλία ήταν εντελώς ιδιαίτερη και μεγάλη, για πολλούς λόγους. Δεν είναι ότι κάνω διακρίσεις ή ότι αγνοώ κάποιους. Πρόκειται, όμως, για μια ξεχωριστή παρουσία με έναν εντελώς ιδιαίτερο συμβολισμό.

Σπάνια σ’ εμάς εδώ στην Ελλάδα δίνεται η ευκαιρία να χαρούμε τέτοιους χορευτές∙ Ελληνόπουλα δεύτερης και τρίτης ακόμα γενιάς σπαρμένα σε διάφορες γωνιές του απέραντου κόσμου να έρχονται πίσω και να μας δηλώνουν την παρουσία τους και την ύπαρξή τους μ’ έναν τόσο δυναμικό τρόπο∙ να μας λένε το πιο βροντόφωνο παρών χωρίς ν’ ακουστεί η φωνή τους∙ να μας το λένε χορεύοντας.
Τα Ελληνόπουλα της Παμμακεδονικής της Αυστραλίας με ονόματα τόσο χαρακτηριστικά και τόσο ελληνικά ταυτόχρονα: Φίλιππος, Παρθένα -αυτό ολότελα ποντιακό-, Ιωσήφ –αυτό εβραϊκό, αλλά πολύ συνηθισμένο στους Πόντιους, γιατί έτσι καθώς οι Πόντιοι ήταν (και είναι) τόσο γλεντζέδες, με εβραϊκά ονόματα βάφτιζε τα Ποντιόπουλα ο άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, για να γιορτάζουν μες στη Σαρακοστή και να μην μπορούν να γλεντήσουν…Όμορφα ονόματα, όμορφες ιστορίες που έχουν να πουν πολλά σε όσους νοιάζονται να τις ανακαλύψουν… Και όμορφα παιδιά απ’ όλη την Ελλάδα που χόρεψαν με πολλή περηφάνια και πολλή ζωντάνια τους χορούς της Μακεδονίας∙ «της μίας και μοναδικής Μακεδονίας που υπάρχει και είναι ελληνική», όπως τόνισε ο άλλος ωραίος Έλληνας από τον Καναδά στη γυναίκα την προερχόμενη από μια γειτονική χώρα που διεκδικεί ένα όνομα που δεν της ανήκει, όπως και αν το δει κανείς το θέμα…

Έβλεπα, λοιπόν, τα παιδιά αυτά που μας επισκέφτηκαν από την τόσο μακρινή χώρα τους –ναι, για μας η Αυστραλία είναι πολύ μακριά, για κείνους όμως η Ελλάδα τόσο κοντά, αφού δε διστάζουν να ταξιδέψουν τόσες πολλές ώρες για να βρεθούν στην αγκαλιά της και αφού την κουβαλούν - όπου κι αν βρίσκονται- μέσα τους και είναι αυτή η παντοτινή τους πατρίδα… Και πώς θα μπορούσε να μην είναι, σκέφτομαι και αποφασίζω κάθε φορά που θυμάμαι τον Έλληνα και Ελληνολάτρη πατέρα που έλεγε και ξανάλεγε στα δυο παιδιά που μεγάλωνε εκεί, όταν τ’ άκουγε να μιλάνε αγγλικά: «Ελληνικά, σας είπα. Στο σπίτι μόνο ελληνικά. Αφού τ’ Αγγλικά τα μιλάτε στο Σχολείο», απλώς γιατί τα σωθικά του τα ‘καιγε διαρκώς η ιδέα της μάνας Ελλάδας…

Το ίδιο πάντα μπέρδεμα, αυτό με τις δύο πατρίδες, με τις δύο γλώσσες. Ο ίδιος πάντα διχασμός της μιας ψυχής, που ξέρει πού θα προτιμούσε να χτυπάει, αλλά δεν μπορεί. Κι ο ίδιος πάντα σπαραγμός την ώρα του αποχαιρετισμού∙ άραγε πότε θα ξαναϊδωθούμε; Θα ξαναϊδωθούμε; Κι οι εκμυστηρεύσεις πως, κάθε φορά που γεννιέται η σκέψη για εκείνο το ομηρικό «νόστιμον ήμαρ», την όποια χαρά για τις επικείμενες συναντήσεις σκιάζει το βάσανο του αποχωρισμού, ο φόβος πως τη μάνα και τον πατέρα που αφήνεις πίσω ίσως και να μην καταφέρεις να τους ξαναδείς…Πράγματα που μπορεί να αφορούν την κάθε ξενιτιά, την Αυστραλία, όμως, πολύ περισσότερο απ’ όλες τις ξενιτιές των απανταχού Ελλήνων…
Αλλά να ‘ταν μονάχα αυτές οι αγωνίες των ξενιτεμένων μας…Άραγε πόσοι από μας καταλαβαίνουν την αγωνία και τον αγώνα τους εκεί στα ξένα να μην αφομοιωθούν, πράγμα που μπορεί πολύ εύκολα να συμβεί, αν λίγο ξεχαστούν; Χοάνη η ξένη γη, τεράστιο χωνευτήρι, κι ο αγώνας για τη διατήρηση της ταυτότητας του μετανάστη συνεχής κι επίπονος. Τα περιγράφει πολύ ωραία και ουσιαστικά ο συγγραφέας Χρήστος Γιανναράς στο βιβλίο του «Αόριστη Ελλάδα». Εκεί μιλάει για τη μόνιμη αγωνία του Έλληνα όπου και αν τον συναντούσε: «Τι θα κάνουμε τώρα που τα παιδιά μας άρχισαν να παντρεύονται ξένους και ξένες;» Η απάντηση στέρεη και καταλυτική, αληθινός μονόδρομος: «Ο δυνατότερος θα επικρατήσει. Αφού σας νοιάζει, λοιπόν, πολύ, φτιάξτε τα παιδιά σας δυνατούς Έλληνες, να τα καταφέρουν να μην απομακρυνθούν από τη ρίζα τους». Αυτό. Τίποτ’ άλλο. Κι ο δυνατός Έλληνας, το καταλαβαίνουμε όλοι, είναι αυτός με την εθνική αυτογνωσία. Αυτός και κανείς άλλος…

Έβλεπα, λοιπόν, τα παιδιά αυτά να χορεύουν και τον ιδρώτα να μουσκεύει τα πρόσωπά τους, να τα περιλούζει, κι αναρωτιόμουν αν ήταν η κύρια πηγή αυτού του ιδρώτα το περίφημο ελληνικό καλοκαίρι ή το βάρος της φορεσιάς που φορούσαν∙ το βάρος το κυριολεκτικό, αλλά και το μεταφορικό, αυτό το ειδικό βάρος που κουβαλάει πάντα μια τέτοια στολή, που μάλλον αυτό φταίει που φαίνονται τα παιδιά μας, όταν είναι έτσι ντυμένα, τόσο πολύ όμορφα... Σαν να τα κάνει τόσο όμορφα η ευθύνη που ξαφνικά επωμίζονται∙ η τεράστια ευθύνη να συνεχίσουν το δρόμο της φυλής μας αντάξια των προηγούμενων Ελλήνων. Κι είναι όλο αυτό μια δύσκολη αποστολή, αφού και ο δρόμος αυτός δύσκολος είναι. Και τα παιδιά ξέρουν πως είναι έτσι τα πράγματα και το ‘χουν αποφασίσει. Έχουν διαλέξει…

Λοιπόν, το άρθρο αυτό ίσως και να μην είχε γραφτεί ποτέ, αν δεν είχα ακούσει τη μουσική του Μπρέγκοβιτς πηγαίνοντας για το πάρκο που φιλοξενούσε τη διοργάνωση του Δήμου. Γιατί αυτό που άκουσα μου θύμισε για μια φορά ακόμη εκείνο το τρελό νερό που πίνει ο Έλληνας της Ελλάδας, το νερό της ξενομανίας (Φώτης Κόντογλου),το νερό που πίνει και μεθάει και ξαφνικά περιφρονεί τα δικά του τα αληθινά σπουδαία –αληθινά σπουδαία και γιατί είναι δικά του, αλλά και γιατί είναι σπουδαία-κι αρχίζει να νομίζει και να περνάει τα άλλα για σπουδαία. Ενώ, φτάνοντας στο πάρκο της ελληνικής φλόγας και βλέποντας όλους τους χορευτές, βλέπεις προπαντός τους Έλληνες χορευτές που ζουν στα ξένα ανάμεσα σε ξένους να κρατούν με θρησκευτική ευλάβεια τα δικά τους κι ας τρέχουν καταρράχτες με τρελό νερό δίπλα τους, αυτό δεν τους αφορά, αυτό τους κάνει ακόμα πιο αφοσιωμένους στα δικά τους, αυτό είναι που δυναμώνει περισσότερπο τη φλόγα μέσα τους, μ’ αυτήν τη φλόγα σβήνουν τη δίψα τους.

Κι ίσως να γίνεται η Ελλάδα μέσα τους μια Σειρήνα που τους τραγουδάει:
Μην πιεις νερό και με ξεχάσεις
μην πιεις νερό της λησμονιάς
και να μην εννοεί τίποτ’ άλλο παρά το τρελό νερό της ξενομανίας, το αγαπημένο ποτό των εντός των τειχών της πατρίδας Ελλήνων.
Γιατί φοβάμαι ότι είναι αλήθεια πως η έξω Ελλάδα είναι αυτή που αντιστέκεται κι αυτή που επιμένει, ενώ η εδώ Ελλάδα είναι αυτή που έχει παραδοθεί αμαχητί και άνευ όρων σ’ ένα τρόπο σκέψης και ζωής που δε μας ταιριάζει, γιατί απλώς δεν είναι δικός μας…
Στα απανταχού Ελληνόπουλα που αγωνίζονται να παραμείνουν Ελληνόπουλα.
Στη νεαρή Ελληνοπούλα δασκάλα που διδάσκει σε Αυστραλεζάκια και κάπου κάπου τους μαθαίνει και κάτι ελληνικό.
Στο νεαρό Έλληνα γιατρό από τον Καναδά που γνωρίζει την ιστορία της Ελλάδας όσο ελάχιστοι συμπατριώτες του, γενικώς, και όσο ελάχιστοι ιστορικοί, ειδικώς…

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 23.7.2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ