![]() |
ΟΔΟΣ 4.7.2024 | 1232 |
Αυτό το πρωινό δεν είναι σαν το χθεσινό. Ούτε το σήμερα σαν το εχθές για τον Αλέξανδρο. Ύστερα από δέκα οκτώ μήνες στρατιωτικής θητείας στην Προεδρική Φρουρά, κάτω από τις αυστηρές συνθήκες πειθαρχημένης ζωής να τον έχει μετατρέψει σε ένα καλό κουρδισμένο πιόνι υποταγμένο στις υπηρεσιακές υποχρεώσεις της καθημερινότητας, αυτό το σημερινό πρωινό με το απολυτήριο του Στρατού στα χέρια του δεν μπορεί να είναι σαν το χθεσινό και το προχθεσινό.
Αφού αποχαιρέτησε όλους αυτούς με τους οποίους μοιράστηκε την στρατιωτική ζωή τούς δέκα οκτώ αυτούς μήνες, το απολυτήριο στα χέρια έγινε το κλειδί που ξεκλείδωσε πόρτες που κρατούσαν σε υποχρεωτική καταστολή τα όνειρα ενός δικού του κόσμου, ολόγιομο από συναισθήματα για ελευθερία και σεβασμό προς τον συνάνθρωπο.
Με έντονη μέσα του την νοσταλγία να επιστρέψει όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο χωριό του, το Σιδηροχώρι Καστοριάς που αποτελεί δημοτικό διαμέρισμα του δήμου της πόλης. Ένα χωριό με τους ογδόντα περίπου κατοίκους και τα λίγα σπίτια που είναι κτισμένο στις μαγευτικές πλαγιές του όρους Βέρνο ( Μπίκοβικ) με τα ολοπράσινα λιβάδια και τις πανύψηλες βελανιδιές και άντικρυ και κάτω από τα πόδια του μια πανέμορφη λίμνη με όλες τις συμπεριφορές της. Ένα χωριό που δεινοπάθησε αφάνταστα στον εμφύλιο, τώρα να ζει και να υπάρχει εκεί γαντζωμένο στο βουνό ήρεμα και δημιουργικά.
Διάλεξε το βραδινό δρομολόγιο του ΚΤΕΛ και έφθασε την ώρα που αργοξυπνούσε η πόλη. Με ταξί ανηφόρησε για το χωριό με μια ολιγόλεπτη στάση στο έβδομο χιλιόμετρο από τα εννιά, εκεί που αδέσποτη σφαίρα του εμφυλίου σε μια απρόσμενη επιχείρηση αφαίρεσε την ζωή της μητέρας του. Τον πατέρα του, τον κύριο Χαράλαμπο, που ζούσε στην σκληρή μοναξιά του μόνος και έρημος, τον βρήκε να κάθεται στο πεζούλι της πετρόστρωτης αυλής του σπιτιού, δίπλα στο αγροτικό αυτοκίνητο, να προετοιμάζει τα κηπευτικά προϊόντα για τον μπάγκο της λαϊκής αγοράς της επόμενης μέρας. Στον παραλίμνιο κάμπο δίπλα στο κτήμα τους με τις μηλιές, καλλιεργούσε σε μισό στρέμμα γης όλα τα είδη των κηπευτικών προϊόντων που πουλούσε στην λαϊκή αγορά κάθε Τετάρτη.
Καμιά πένα συγγραφέα δεν θα μπορούσε να περιγράψει με ακρίβεια την σκηνή αυτή της συνάντησης. Το σφιχταγκάλιασμά τους δεν μπορούσε να μην προκαλέσει μια ανείπωτη συγκίνηση ώστε να κυλήσουν στις ρυτίδες του προσώπου του Γεροχαράλαμπου δύο καυτά δάκρυα αγίασμα καλωσορίσματος στο πρόσωπο του Αλέξανδρου, που ήταν ενωμένο για ώρα με αυτό του πατέρα του. Για την γιορτή της επιστροφής του Αλέξανδρου ο Γεροχαράλαμπος έσφαξε τον μεγαλύτερο κόκορα από το κοτέτσι και άνοιξε ένα μπουκάλι με το πεντάχρονο κρασί.
Μετά το γεύμα του καλωσορίσματος όλο το απόγευμα ο Αλέξανδρος ασχολήθηκε με το μηχανάκι με το οποίο κυκλοφορούσε πριν από την στράτευσή του. Ο βραδινός ύπνος στο κρεβάτι με τα χωριάτικα στρωσίδια ήταν πολύ πιο αλλιώτικος . Ούτε σάλπιγγα τον ξύπνησε για το πρωινό προσκλητήριο, ούτε ο θαλαμοφύλακας τον ξύπνησε στα άγρια μεσάνυχτα για την βάρδια στον Άγνωστο Στρατιώτη. Μόνο που τον ξύπνησε το κελάηδημα του δεύτερου κόκορα μαζί με τους άλλους της γειτονιάς που καλωσόριζε το ξημέρωμα της καινούργιας μέρας. Για να βρεθεί αυτό το πρωινό με τον πατέρα του στην λαϊκή αγορά και να τον βοηθήσει στο στρώσιμο του μπάγκου. Κατά τα άλλα όμως δεν είχε καιρό για χάσιμο. Έπρεπε να δουλέψει. Νάτος λοιπόν και βρέθηκε στο γουναράδικο που δούλευε πριν στρατευτεί, τότε που η πόλη ζούσε την χρυσή εποχή της γούνας με πακτωλό το χρήμα να κυκλοφορεί στα γουναράδικα, τι και αν ο εμφύλιος βρισκόταν στην κορύφωσή του και κρατούσε μόνιμα τον Αλέξανδρο στην πόλη, για να μην βρεθεί όπως πολλοί άλλοι σε κάποια Τασκένδη της Ρωσίας.
Δευτέρα λοιπόν πρωί-πρωί ο Αλέξανδρος βρέθηκε στο γουναράδικο να κάθεται στον ίδιο μπάγκο (τεζιάκι) και να κάνει την ίδια δουλειά που την ήξερε καλά, την επιλογή των αποκομμάτων σε χρώματα. Όπου για μια στιγμή ξαφνιάστηκε από ένα χαρακτηριστικό άρωμα κολόνιας, που έγινε και η αιτία για το αντάμωμα της ματιάς του με την ματιά μιας πανέμορφης γυναικείας ύπαρξης που ετοιμάζονταν να καθίσει στην ραπτομηχανή. Όπως δε άκουσε τον διπλανό, το όνομά της ήταν Αφροδίτη όπου αυθόρμητα ψιθύρισε, τύφλα να έχει η Αφροδίτη της Μήλου μπροστά της. Με αναμφισβήτητο το γεγονός ότι τόσο απρόσμενα κάτι πρωτόγνωρο ένιωσε μέσα του όταν αντάμωσε το βλέμμα του με το δικό της. Ήταν το καλωσόρισμα του έρωτα που μέρα με την μέρα όλο και δυνάμωνε. Με τις διαισθήσεις τους να συναντώνται στην ίδια διαπίστωση. Να είναι ομόπλαστες οι επιθυμίες τους που τις εξουσίαζε το ερωτικό πάθος του ενός για τον άλλον. Με τις προσδοκίες τους να είναι ανυπόμονες να αναζητούν τρόπους να πραγματοποιηθούν χωρίς αυτό να είναι τόσο εύκολο.
Ο Αλέξανδρος δεν ήταν καθόλου δειλός για να εκφράσει άφοβα αυτό που ένοιωθε. Το περιβάλλον όμως του μαγαζιού δεν θεωρούσε ότι ήταν κατάλληλο για να τολμήσει κάτι πάρα πάνω από του να περιοριστεί να συνομιλεί μαζί της με τα μάτια του. Άλλωστε τα ερωτικά αισθήματα έχουν τον τρόπο τους να εκφράζονται μέσα από τα μάτια και να γίνονται σαφή και κατανοητά από εκεί που απευθύνονται. Αισθήματα που πλέον τα έχει τοποθετήσει στα απόβαθα της καρδιάς του χωρίς να μπορεί καμία δύναμη να τα ξεριζώσει.
Το πρόβλημα όμως το μεγάλο που προέκυψε ήταν η εξέλιξη των γεγονότων για την τύχη της γούνας. Οι πληροφορίες που έφθαναν από όλον τον επιχειρηματικό κόσμο της γούνας ήταν πως η ακμάζουσα ως τώρα ζήτηση των γουναρικών είχε αρρωστήσει βαριά από το γεγονός της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, το εμπάρκο που κήρυξε η Δύση στην Ρωσία, αλλά και το άγριο κυνηγητό των καρτέλ του πλαστικού ενδύματος με βασικό εργαλείο τους φιλόζωους. Όλη αυτή η σοβαρή εξέλιξη δεν μπορούσε να μην επηρεάσει και την βιοτεχνία της Καστοριάς. Εργαστήρια άρχισαν να κλείνουν όπως και αυτό που εργαζόταν ο Αλέξανδρος και η Αφροδίτη, όπου από εκεί και πέρα δεν θα ήταν μαζί. Η Αφροδίτη θα έμενε πια στην Αγία Άννα από όπου κατάγονταν και αν το ήθελε θα μπορούσε να βλέπει τον Αλέξανδρο κάθε Τετάρτη στην λαϊκή αγορά.
Όμως, η φονική επιδρομή του κορωνοϊού και σε αυτόν τον νομό, που θέριζε ζωές χωρίς καμιά εξαίρεση, έγραψε το δραματικό τέλος σε αυτή την αγνή και άδολη σαιξπηρική ερωτική ιστορία. Μόλυνε ο ιός και τον Αλέξανδρο και τον έριξε βαριά άρρωστο με μεγάλο πυρετό για να καταλήξει στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) στον Θάλαμο Αριθμός 5 του Νοσοκομείου. Η εντατική προσπάθεια των γιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού του Νοσοκομείου έφερε καλά αποτελέσματα από την Τρίτη μέρα της νοσηλείας. Δεν πρόλαβε να αδειάσει όμως το διπλανό κρεβάτι στον Θάλαμο Αριθμός 5 και έφεραν καινούργιο ασθενή. Έναν ασθενή που ξάφνιασε τον Αλέξανδρο στο άκουσμα του ονόματος που ήταν της Αφροδίτης. Όπως επίσης άκουσε από τους γιατρούς που την παρακολουθούσαν πως ήταν μια από τις βαριές περιπτώσεις που έπρεπε να αποφασίσουν αν έπρεπε να την κρατήσουν στο Νοσοκομείο η να την μεταφέρουν με το ΕΚΑΒ σε Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης.
Δεν πρόλαβαν... Τα μεσάνυχτα της δεύτερης μέρας ξύπνησε τον Αλέξανδρο ο θόρυβος που αποδείχτηκε πως ήταν ο επιθανάτιος ρόγχος της Αφροδίτης . Πανικοβλημένος στο έπακρο ο Αλέξανδρος βρέθηκε δίπλα της την στιγμή της τελευταίας της αναπνοής. Προσπάθησε να την επαναφέρει με αγωνιώδη προσπάθεια και το φιλί της ζωής όπου την ώρα που το έδινε στα νεκρά της χείλη καρδιακό επεισόδιο τελείωσε και τον ίδιο. Η νοσοκόμα που κατέφθασε από το κουδούνι που πρόλαβε να πατήσει ο Αλέξανδρος έμεινε άναυδη από την εικόνα που αντίκρισε. Η μοίρα τους ήταν να μην προλάβουν να ζευγαρώσουν ζωντανοί, αλλά να πορευτούν την μακαρία οδό αντάμα.
Με τις δύο ερωτευμένες ψυχές τους στα φτερά θεού Αγγέλου, ύστερα από σαράντα μέρες περιπλάνησης, ταξίδεψαν στο αχανές υπερπέραν, πίσω από τον ήλιο της ζωής και τα ετερόφωτα αστέρια της ψεύτικης ελπίδας, για να φθάσουν στον φανταστικό και πάντα σιωπηλό Παράδεισο· εκεί που αναπαύονται οι ανθρώπινες ψυχές κάτω από την προστασία θεϊκών αγγέλων.
Θλιβερό απομεινάρι αυτής της ερωτικής ιστορίας, ο κοινός τάφος των δύο ερωτευμένων στο κοιμητήρι του χωριού, που τους ένωσε ο θάνατος και όχι η ζωή. Με τα όνειρά τους μαυροφορεμένα πουλιά να φτεροκοπάνε πάνω από τον τάφο και το κελάηδημά τους να είναι θρήνος για το απροσδόκητο τέλος ενός αγνού έρωτα. Για να μας θυμίζει η επιγραφή στο μάρμαρο σε όλους εμάς τους ζωντανούς πως ό,τι έχει αρχή έχει και το δικό του τέλος.
Με καθημερινό επισκέπτη αυτού του τάφου ο χαροκαμένος Γέρο Χαράλαμπος πάντα με δύο λουλούδια της κάθε εποχής.
Στην Ελένη και Δημοσθένη Παπανικολάου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.