[…] Παράλληλα, κατά την χρονική περίοδο 1261-1274 καλλιεργείται επίσημα ήπιο φιλενωτικό κλίμα στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς βέβαια να απουσιάζει η διαμόρφωση και ανθενωτικού κινήματος σε αντιδιαστολή του. Σε αυτό το πλαίσιο, για να αποκτήσει βαθύτερο και ουσιαστικότερο νόημα η αυτοκρατορική ενωτική πολιτική, εντός της παλαιολόγειας φιλολογικής αναγέννησης, ο αυτοκράτορας αναζήτησε άριστους γνώστες της λατινικής γλώσσας και μεταφραστές, προκειμένου να εμπλουτίσει την ελληνόφωνη γραμματεία με σημαντικά λατινικά έργα θεολογικού και κοσμικού περιεχομένου.
Η μεταφραστική αναγκαιότητα λατινικών πατερικών συγγραμμάτων στα ελληνικά καρποφόρησε κυρίως στα χρόνια του ενωτικού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου και ιδιαίτερα κατά το τελευταίο τέταρτο του 13ου αιώνα, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την ανάθεση της μετάφρασης του De Trinitate έργου του Αυγουστίνου στον λατινομαθή Μανουήλ (μετέπειτα μοναχό Μάξιμο) Πλανούδη (1260-1305), ο οποίος γεννήθηκε στη Νικομήδεια και ως υιός στελέχους της αυτοκρατορικής αυλής συνδεόταν με το αυτοκρατορικό παλάτι.
Κατά την χρονική περίοδο του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου (1259-1282) και παράλληλα με το μεταφραστικό κίνημα, ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ανάπτυξη νέων αγιοτριαδικών εικονογραφικών προτύπων στη μνημειακή ζωγραφική, ιδιαίτερα ασυνήθιστων και σπάνιων παραστάσεων μέχρι και τον 11ο αιώνα.
Ενδεικτικά παραδείγματα εντοπίζονται στην ευρύτερη περιοχή της αρχιεπισκοπής Αχριδών, που βρισκόταν στο μεταίχμιο ∆ύσης και Ανατολής [1]. Στην επαρχία της Καστοριάς, η οποία αποτέλεσε πρωτόθρονη επισκοπή της, μοναδικές τυγχάνουν οι ανθρωπόμορφες παραστάσεις της Αγίας Τριάδας, αφενός μεν του Αγίου Γεωργίου Ομορφοκκλησιάς, που ανάγεται στο β΄ μισό του 13ου αιώνα [2], αφετέρου δε της Παναγίας Κουμπελίδικης στη βυζαντινή ακρόπολη της Καστοριάς, αναγόμενη μεταξύ των ετών 1260-1280 [3].
Αξίζει εκ των προτέρων να σημειωθεί ότι, αμφότερες συνιστούν σαφείς απεικονίσεις της οικονομικής και όχι της αΐδιας Αγίας Τριάδας, η οποία ιστορείται όπως αποκαλύφθηκε στην ιστορία της Θείας Οικονομίας. ∆ηλαδή ο Πατήρ ως Παλαιός των Ημερών, ο Υιός και Λόγος του Θεού ως Σαρκωμένος και το Άγιο Πνεύμα εν είδει περιστεράς, παραπέμποντας θεολογικά στη μοναρχία του Πατρός, ο οποίος γεννά αχρόνως τον ομοούσιο Υιό και εκπορεύει αϊδίως το Άγιο Πνεύμα.
Η περίπτωση μάλιστα της Παναγίας Κουμπελίδικης ευδιάκριτα παραπέμπει σε εισήγηση ενός “ορθόδοξου filioque”, δηλαδή της οικονομικής προόδου του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού, το οποίο σύμφωνα με την φράση του Παλαμά προχεῖται ἐκ τοῦ πατρὸς διὰ τοῦ ὑιοῦ, εἰ δὲ βούλει καὶ ἐκ τοῦ υἱοῦ, στο πλαίσιο της διττής κίνησης και προόδου του Αγίου Πνεύματος . Μολονότι η άποψη αυτή, αποτελεί προφανώς απάντηση του Παλαμά στη μεσαιωνική και σχολαστική διδασκαλία του filioque, που αναπαρήχθη από τους λατινόφιλους της Ανατολής, μέσω μίας ερμηνευτικής προσέγγισης του “αυγουστίνειου filioque”, όπως αυτή διατυπώθηκε στο De Trinitate.
Αν και δεν είναι δυνατή έως σήμερα η απόδειξη της ύπαρξης ανάλογων εικονογραφικών προτύπων στην Κωνσταντινούπολη, από όπου πιθανώς το πρότυπο αυτό εκπορεύονταν, με αφορμή την κυκλοφορία του Περὶ Τριάδος το 1282, στο πλαίσιο της ασκηθείσας ενωτικής θρησκευτικής πολιτικής του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου. ∆εδομένου ότι, εν προκειμένω η ζωγραφική θεολογεί και η Καστοριά συνδέθηκε βαθύτατα με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο, πιστεύουμε πως δύναται να συνδεθεί χρονολογικά με την άσκηση της ενωτικής θρησκευτικής πολιτικής του, με αφετηρία την ανάθεση της ελληνικής μετάφρασης του αυγουστίνειου De Trinitate στον λατινομαθή Πλανούδη, από την οποία σαφέστατα εμπνέεται η θεματολογία της εν λόγω παράστασης. Σκοπός της μετάφρασης άλλωστε ήταν να λειτουργήσει ως διαλογική βάση, για την θεολογική συνάντηση μεταξύ ∆ύσης και Ανατολής αναφορικά με το επίμαχο ζήτημα της δογματικής διδασκαλίας του filioque. Ωστόσο η ανωτέρω άποψη συνιστά μία απλή, αλλά ωστόσο βάσιμη υπόθεση.
Με την ελληνική μετάφραση του De Trinitate ο Πλανούδης έγινε ο γεφυροποιός ενός χάσματος ανάμεσα στον καίριο ρόλο του Αυγουστίνου στη ∆ύση και στην άγνοια που υπήρχε για τον ίδιο και το σημαντικό συγγραφικό του έργο στην Ανατολή. Ως άριστος κάτοχος της ελληνικής γλώσσας και καλός γνώστης της λατινικής, γίνεται συνεργός στην θρησκευτική πολιτικής του ενωτικού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου μεταφράζοντας το De Trinitate του Αυγουστίνου, υπό τον τίτλο “Τοῦ μακαριωτάτου Αὐγουστίνου ἐπισκόπου Ἱππῶνος, περί Τριάδος βιβλία πέντε πρὸς τοῖς δὲκα, ἅπερ ἐκ τῆς Λατίνων διαλέκτου εἰς τὴν Ἑλλάδα μετήνεγκεν ὁ σοφώτατος καί τιμιώτατος μοναχῶν κύριος Μάξιμος ὁ Πλανούδης” [4].
Η ανάθεση του μεταφραστικού αυτού έργου στον λόγιο και υψηλού διαμετρήματος λατινομαθή Πλανούδη, από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο ήταν συνέπεια του κεντρικού ρόλου που το σύγγραμμα αυτό διαδραμάτισε στην θεολογική διαμόρφωση και θεμελίωση της σχολαστικής και μεσαιωνικής διδασκαλίας του filioque, όπως αυτή κυρίως εκφράσθηκε στη Σύνοδο της Λυών (1272-1274) [5]. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε να διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο στον διάλογο μεταξύ Ανατολής και ∆ύσης επί του τριαδολογικού ζητήματος. Στο πλαίσιο αυτό ο αυτοκράτορας προέβη στην ανάθεση μεταφράσεων σημαντικών θεολογικών και κοσμικών λατινικών έργων σε αττικίζουσα ελληνική, με σκοπό τον εμπλουτισμό της ελληνόφωνης γραμματείας [...]
[1] Γνωστό τυγχάνει άλλωστε το εγχείρημα της Εκκλησίας της Ρώμης να επεκτείνει την δικαιοδοσία της 127 στην Βαλκανική, παρά την τελική υπαγωγή του Ιλλυρικού στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, δεδομένου ότι, από το 1208 έως το 1432 καταγράφεται δραστηριότητα Λατίνων επισκόπων στην Καστοριά, αναλυτικότερα βλ. G. FEDALTO, La Chiesa latina in Oriente, vol. II: Hierarchia latina Orientis (SR 3), Verona 1976, σσ. 70-71.
[2] Ομορφοκκλησιάς, όπου ο καθήμενος σε παλαιολόγειο θρόνο Πατήρ ως Παλαιός των Ημερών ευλογεί με τα δύο χέρια, φέροντας λευκό χιτώνα και λευκό ιμάτιο, ευρισκόμενος μέσα σε κυκλική δόξα διαβαθμισμένης φωτεινότητας, ενώ από την δεξιά αυχενική περιοχή φύεται η κεφαλή του Εμμανουήλ και από την αριστερή της περιστεράς, περιβεβλημένο το τρικέφαλο από ένα τρίλοβο φωτοστέφανο και συνοδευόμενο από την επιγραφή IC/XC. Αν και σημειώθηκε από την Μ. Παϊσίδου ο πιθανός συσχετισμός της παράστασης με κάποιο αγνοούμενο εικονογραφικό πρότυπο χειρογράφου, τονίστηκε η βυζαντινή καταγωγή του προτύπου και αποδόθηκε στην κατά τον 13ο αιώνα θεολογική αλληλεπίδραση μεταξύ Ανατολής και ∆ύσης, όπως για παράδειγμα η Σύνοδος της Λυών (1272-1274), δυστυχώς όμως ουδέποτε συσχετίστηκε και με την κυκλοφορία της ελληνικής μετάφρασης του De Trinitate έργου του Αυγουστίνου που εκπόνησε ο Πλανούδης, αλλά αντίθετα θεωρήθηκε πιθανή η επιλογή του εικονογραφικού τύπου ως ιδεολογικό μανιφέστο εναντίον των λατινόφιλων ανάμεσα στα 1270-1280, αναλυτικότερα βλ. Μ. ΠΑΪΣΙ∆ΟΥ, “Η ανθρωπόμορφη Αγία Τριάδα στον Άγιο Γεώργιο της Ομορφοκκλησιάς Καστοριάς”, Αφιέρωμα στη μνήμη του Σωτήρη Κίσσα, επιμ. Κ. Καλαμαρτζή - Κατσάρου - Σ. Ταμπάκη, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 373 κ.ε., 390-392; Ι. ΣΙΣΙΟΥ, “Ο Παλαιός των Ημερών ως ξεχωριστή εικονογραφική σύλληψη του ζωγράφου Ονουφρίου στην Καστοριά”, RTIÉB 44 (2007), σ. 544 (στο εξής: Ι. ΣΙΣΙΟΥ, “Ο Παλαιός των Ημερών ως ξεχωριστή εικονογραφική σύλληψη του ζωγράφου Ονουφρίου στην Καστοριά”)· “Μία άγνωστη σύνθεση στον Άγιο Νικόλαο Τζώτζα Καστοριάς, συνένωση δύο σημαντικών θεμάτων της Βασιλικής ∆έησης και της Αγίας Τριάδας”, Αφιέρωμα στη μνήμη του Σωτήρη Κίσσα, επιμ. Κ. Καλαμαρτζή - Κατσάρου - Σ. Ταμπάκη, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 528 (στο εξής: Ι. ΣΙΣΙΟΥ, “Μία άγνωστη σύνθεση στον Άγιο Νικόλαο Τζώτζα Καστοριάς, συνένωση δύο σημαντικών θεμάτων της Βασιλικής ∆έησης και της Αγίας Τριάδας”). Βλ. σ. 529 εικ. α.
[3] Στον θόλο του εσωνάρθηκα ο Πατήρ αναπαριστάται περιβεβλημένος το φωτοστέφανο ως Παλαιός 129 των Ημερών καθήμενος σε ερυθρόχρωμο τόξο μέσα σε ωοειδή πρασινωπή δόξα (mandorla), φέροντας λευκό χιτώνα και ιώδες ιμάτιο, συνοδευόμενος από την επιγραφή Ο ΠΑΤΗΡ ΥΙΟΣ, κρατάει από τους ώμους στην αγκαλιά του τον Ιησού Χριστό, ο οποίος έχει μακριά καστανά μαλλιά και γένια, περιβάλλεται από φωτοστέφανο, ενώ φέρει λευκό χιτώνα και μπλέ ιμάτιο, συνοδευόμενος από την επιγραφή IC XC Ο ΘC ΗΜΩΝ, βαστάζοντας σε σειρά προόδου ένα φωτεινό μετάλλιο μέσα στο οποίο αναπαριστάται το Άγιο Πνεύμα ως περιστερά, συνοδευόμενο από την επιγραφή ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟ ΑΓΙΟΝ, αναλυτικότερα βλ. Χ. ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥΤΣΙΟΥΜΗ, Οι τοιχογραφίες του 13ου αι. στην Κουμπελίδικη της Καστοριάς, εκδ. Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη 1973, σσ. 114-117; S. PELEKANIDIS - M. CHATZIDAKIS, Kastoria, Athènes 1985, σσ. 85-89. Πρβλ. Ι. ΣΙΣΙΟΥ, “Ο Παλαιός των Ημερών ως ξεχωριστή εικονογραφική σύλληψη του ζωγράφου Ονουφρίου στην Καστοριά”, σ. 544· “Μία άγνωστη σύνθεση στον Άγιο Νικόλαο Τζώτζα Καστοριάς, συνένωση δύο σημαντικών θεμάτων της Βασιλικής ∆έησης και της Αγίας Τριάδας”, σ. 528. Βλ. σ. 530 εικ. β.
[4] Βλ. Μ. ΠΑΠΑΘΩΜΟΠΟΥΛΟΥ – Ι. ΤΣΑΒΑΡΗ – G. RIGOTTI, Αὐγουστίνου Περί Τριάδος βιβλία πεντεκαίδεκα ἅπερ ἐκ τῆς Λατίνων διαλέκτου εἰς τήν Ἑλλάδα μετήνεγκε Μάξιμος ὁ Πλανούδης, Εἰσαγωγή, ἑλληνικό καί λατινικό κείμενο, γλωσσάριο, Editio princeps, ἐκδ. Κέντρου ἐκδόσεως ἔργων Ἑλλήνων συγγραφέων, Ἀθῆναι 1995 (στο εξής: Μ. ΠΑΠΑΘΩΜΟΠΟΥΛΟΥ – Ι. ΤΣΑΒΑΡΗ – G. RIGOTTI, Αὐγουστίνου Περί Τριάδος βιβλία πεντεκαίδεκα ἅπερ ἐκ τῆς Λατίνων διαλέκτου εἰς τήν Ἑλλάδα μετήνεγκε Μάξιμος ὁ Πλανούδης). Ο Μάξιμος Πλανούδης μετέφρασε στα ελληνικά ακόμη ένα έργο που φερόταν στο όνομα του ιερού Αυγουστίνου. Πρόκειται για την πραγματεία De duodecim abusionum gradibus. Στην πραγματικότητα το έργο αυτό δεν το έγραψε ο Αυγουστίνος, αλλά κάποιος άγνωστος συγγραφέας στην Ιρλανδία το 2ο μισό του 7ου αιώνα μ. Χ. Αιώνα. Τίτλοςτης βυζαντινής μετάφρασης: Τοῦ μακαρίου Αὐγουστίνου Περί των δώδεκα βαθμῶν τῆς παραχρήσεως. Μετεγλωττίσθη δὲ ἐκ τῆς Λατίνων διαλέκτου εἰς τὴν ἑλληνίδα παρὰ τοῦ σοφωτάτου ἐν μοναχοῖς κυροῦ Μαξίμου τοῦ Πλανούδη, βλ. Ν. ΓΙΑΝΝΑΚΗ, “Μάξιμου Πλανούδη μετάφραση τοῦ «Περὶ τῶν δώδεκα βαθμῶν τῆς παραχρήσεως» τοῦ Ψευδο-Αὐγουστίνου”, ∆ωδώνη 3 (1974), σσ. 219 υπ. 1. και 227-243
[5] Ο θεολογικός και εκκλησιαστικός-πολιτικός διάλογος Ανατολής και ∆ύσης από τους πρώτους αιώνες μέχρι και τις τελευταίες απόπειρες προσέγγισης πριν την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453), διεξήχθη κυρίως μέσω των μεταφράσεων, αναλυτικότερα βλ. N. WILSON, Scholars of Byzantium, London 1990, σ. 230; Α. ΚΟΛΤΣΙΟΥ-ΝΙΚΗΤΑ, “Ο ρόλος της μετάφρασης και των ερμηνειών στο θεολογικό διάλογο ελληνόφωνης Ανατολής και λατινόφωνης ∆ύσης”, Φιλία και Κοινωνία. Τιμητικός τόμος στον καθηγητή Γρηγόριο ∆. Ζιάκα, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 301-323· “Ελληνικές μεταφράσεις έργων του Ιερού Αυγουστίνου. Κίνητρα και σκοποί”, σ. 251.
Φωτογραφίες: Η Παναγία Κουμπελίδικη (9-11ος αι.) στην ακρόπολη του βυζαντινού κάστρου της Καστοριάς. ΙΑΑ - ΥΠΟΠΑΙΘ - ΕΦΑ Καστοριάς
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 7 Νοεμβρίου 2024, αρ. φύλλου 1247.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.