10.6.11

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: «Μοναδική μας πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια». Αλλά όμως…

Ήταν στη διάρκεια αυτής της πρώτης μετά το λαμπρό πάντοτε Πάσχα όπου επιστρέφουμε στο σχολείο πάντα με μιαν άλλη διάθεση. Ακόμα και εν μέσω κρίσεως. Και δε θα μπορούσε να ‘ναι αλλιώς, αφού μόλις ξαναζήσαμε για μιαν ακόμη φορά τη συντριβή του θανάτου και τη νίκη της ζωής και του φωτός. Γι’ αυτό και μου φάνηκε πάρα πολύ βαρύ, όταν…
    …όταν εντελώς μες στο πνεύμα των αγίων ημερών που προηγήθηκαν και καθώς ένα παιδί της τάξης έθεσε γεμάτο ανυπομονησία ένα υπέροχο «αίτημα», πως «δεν είναι ανάγκη να περιμένουμε πολλά χρόνια για ν’ απολαύσουμε τον παράδεισο, αλλά πως μπορούμε κι εδώ να ζήσουμε σε παράδεισο», απ’ αυτήν την παιδική αλλά μεγαλειώδη φράση πιάστηκα κι έλεγα πως, ναι, μπορούμε να φτιάξουμε παραδεισένια τη ζωή μας απλώς επιμηκύνοντας όχι κάποιο άλλο χρέος, αλλά το χρέος της αγάπης, δίνοντας μεγαλύτερη διάρκεια στο αναστάσιμο φιλί της αγάπης κι επεκτείνοντας το πνεύμα της συμφιλίωσης σε περισσότερες μέρες κι όχι μονάχα αυτές τις πρώτες μέρες του Πάσχα…
    Αυτά συζητούσαμε όταν άκουσα για δεύτερη φορά από το ίδιο παιδικό στόμα λόγια που μόνο με παιδικά χείλη δεν ταιριάζουν. Και βρεθήκαμε οι δυο μας σε μια φοβερή αντίθεση: εγώ, που μόλις έκλεισα μισόν αιώνα ζωής, όπως λέει χαρακτηριστικά ο μαθητής μου ο Ηλίας, εγώ που έχω δει κι έχω ζήσει αρκετά και όχι εύκολα πράγματα, να πιστεύω πως μπορεί ο κόσμος μας να γίνει παράδεισος αν το θελήσουμε κι αν προσέξουμε περισσότερο, κι από την άλλη η σχεδόν εννιάχρονη μικρούλα, που θα ‘πρεπε να ‘ναι η προσωποποίηση της χαράς, να λέει πως «εδώ είναι η κόλαση» και να το λέει υπογραμμισμένα, δηλώνοντας πως το πιστεύει απόλυτα.
    Αναστατώθηκα. Γι’ αυτό και παραμέρισα πάλι το μάθημα γυρεύοντας να μάθω το τι και το γιατί αυτής της πεποίθησης. Και πήρα τις απαντήσεις μου…

    Η πρώτη λέξη που βγήκε από τα χείλη της ήταν η γνωστή και άκρως επίκαιρη εδώ και πολύ καιρό «κρίση». «Γιατί στο σπίτι συνεχώς γι’ αυτήν συζητάνε, αλλά και η τηλεόραση όλο γι’ αυτήν λέει. Γι’ αυτό και οι γονείς μου λείπουν όλη μέρα στη δουλειά για να μην μας λείψουν τ’ απαραίτητα και τις πιο πολλές φορές λείπουν κι απ’ το τραπέζι και γω κάθομαι και τρώω μόνη μου», είπε το παιδί και μαζί της συμφώνησαν κι αρκετά από τ’ άλλα παιδιά. Όπως…
    Όπως η άλλη μικρή που έσπευσε να πει: «Εγώ έχω αδυναμία στον μπαμπά μου. Όταν έχω πυρετό του ζητάω να με πάρει αγκαλιά κι αμέσως ο πυρετός μου πέφτει.» Μην αντέχοντας στον πειρασμό, τη ρώτησα αν γίνεται το ίδιο με τη μαμά της και… «Και με τη μαμά γίνεται αυτό μερικές φορές, αλλά με τον μπαμπά πετυχαίνει πάντα». Κι αμέσως, ξεχνώντας τον πυρετό που δε συμβαίνει συχνά, συμπλήρωσε με ορμή: «Εγώ τον παρακαλάω τον μπαμπά μου να μη δουλεύει τόσο πολύ, για να τον έχουμε περισσότερο κοντά μας, γιατί δεν τον βλέπουμε σχεδόν καθόλου, αλλά αυτός λείπει ακόμα και το Σαββατοκύριακο»….
    Ας όψονται οι ανάγκες της οικογένειας. Και τ’ απαραίτητα προς το ζην. Αυτά είναι που κρατάνε τα πιο αγαπημένα πρόσωπα των παιδιών μας μακριά τους. Ενώ αυτά είναι απαραίτητα για τα παιδιά∙η παρουσία των γονιών στη ζωή των παιδιών τους, η εκφρασμένη τους αγάπη, η αγκαλιά τους. Και μήπως δεν είναι τυχαίο που, κάθε φορά που τα ρωτάμε μήπως ζητώντας συνεχώς διάφορα πράγματα, μήπως επαναλαμβάνοντας ολοένα τη λέξη «θέλω» είναι τα ίδια τα παιδιά που αναγκάζουν τους γονείς, προκειμένου ν’ ανταποκριθούν στις απαιτήσεις τους, να δουλεύουν τόσο, η απάντηση είναι ένα κοφτό και κατηγορηματικό «όχι»; Μήπως, τελικά και πράγματι τα παιδιά έχουν δίκιο σ’ αυτό που λένε; Ας αναρωτηθούμε αν είναι πραγματικά ανάγκες των παιδιών ή των γονιών τους όλα εκείνα που εμείς θεωρούμε απαραίτητα γι’ αυτά, ενώ δεν είναι και ας αναρωτηθούμε ακόμη αν ιεραρχούμε σωστά τις ανάγκες τους, αφού –αποδεδειγμένα- δεν αντιμετωπίζουμε τόσο σοβαρά όσο πρέπει την πρώτη και μεγαλύτερή τους ανάγκη να ‘μαστε δίπλα τους όσο γίνεται περισσότερο. Και, τέλος, αν η περίφημη κρίση που βιώνουμε, που αναμφισβήτητα είναι κυρίως κρίση αξιών, δεν καταφέρει να μας πείσει να προχωρήσουμε επιτέλους σε σωστή θεώρηση την αληθινών αξιών, τότε ας μην αμφιβάλλουμε καθόλου πως θα χάσουμε και την τελευταία μας ευκαιρία να βγούμε κερδισμένοι από το αδιέξοδο όπου μόνοι μας οδηγηθήκαμε.
    Αυτό, λοιπόν, το σχετικό με την πολλή μοναξιά των παιδιών μας θέμα –ένα θέμα που έρχεται κι επανέρχεται συχνά, με την ίδια πάντα ένταση και έμφαση- φάνηκε και από τη συγκεκριμένη συζήτηση πως είναι ίσως το πιο μεγάλο πρόβλημά τους σήμερα. Κι ακολούθησε ένα δεύτερο, το θέμα του φόβου που βιώνουν τα παιδιά μας σήμερα. Γιατί, ναι, τα παιδιά μας είναι πολύ φοβισμένα, καθώς μεγαλώνουν με την για τα καλά εγκαταστημένη στη ζωή τους τηλεόραση, τη συσκευή που διαθέτει το «χάρισμα» να ανάγει το ειδικό σε γενικό, να γενικεύει επικίνδυνα. Αυτή εγκαθιστά το φόβο στην καρδιά του παιδιού, που ακούει και πολλαπλασιάζει,, και αυτή πάλι «αναγκάζει» τους γονείς, στην προσπάθειά τους να προφυλάξουν τα παιδιά τους, να φυτεύουν μες στα κεφάλια και στις καρδιές τους φόβους υπερβολικά και βασανιστικά διογκωμένους και πολλαπλασιασμένους. Έτσι είναι πολύ συνηθισμένο το φαινόμενο οι γονείς (που βεβαίως δικαιολογούνται ως ένα βαθμό), αντί να κάνουν τα παιδιά τους καλά υποψιασμένα, να τα κάνουν τελείως καχύποπτα, οδηγώντας τα μ’ αυτόν τον τρόπο στο άλλο άκρο, που είναι επίσης βλαπτικό για τα ίδια. Γιατί από τη μια δεν πρέπει ν’ αφήνουμε τα αθώα παιδιά μας να πιστεύουν πως όλοι οι άνθρωποι γύρω τους είναι άγγελοι, αλλ’ από την άλλη δε γίνεται και να τους καλλιεργούμε το φόβο πως καθένας που τα πλησιάζει είναι εχθρός τους ή θέλει το κακό τους.
    Τελειώνοντας, τα παιδιά με την πάντοτε καθαρή ματιά και την ξεκάθαρη σκέψη δεν παύουν να δηλώνουν συνεχώς τα τελευταία χρόνια πως είναι και οι τσακωμοί στο χώρο του σχολείου που τα προβληματίζουν εντονότατα –το διαρκώς αυξανόμενο πρόβλημα της σχολικής βίας και του εκφοβισμού, όπως επιστημονικά λέγεται-, και σπεύδουν κιόλας και μάλιστα χωρίς καμία διάθεση μετακίνησης ευθυνών, αλλά λειτουργώντας τα ίδια θαυμαστά, σαν ψυχολόγοι, να αναρωτηθούν φωναχτά πώς είναι δυνατόν οι γονείς να ζητάνε από αυτά να μην τσα-κώνονται, αφού και οι ίδιοι έτσι, με τσακωμούς συνεννοούνται μεταξύ τους και πώς γίνεται να μην επηρεάζονται από την ένταση που βιώνουν στα σπίτια και τις οικογένειές τους…
    Έτσι κύλησαν τα πράγματα σήμερα στο σχολείο και αυτά ακριβώς ειπώθηκαν, αναστατώνοντάς με φοβερά για τη σκοτεινιά που απέπνεαν και για την απαισιοδοξία την τελείως αταίριαστη με την ηλικία τους, την αταίριαστη με την παιδικότητα, που πηγαίνει πάντα με την ανεμελιά και τη χαρά. Κι ένιωσα βαρύτατη επάνω μου την ευθύνη των ενηλίκων, τη δική μας ευθύνη, που όσο κι αν προσπαθούμε να κρύψουμε δεν τα καταφέρνουμε, αφού μας έχουν πάρει χαμπάρι και τα ίδια τα παιδιά μας, πως εμείς που δεν παύουμε να δηλώνουμε πόσο πολύ τ’ αγαπάμε, εμείς εξαφανίζουμε από τη ζωή τους το φως και το χαμόγελο. Κι ας το λέει τόσο όμορφα ο μεγάλος Ντοστογιέφσκι πως «Οι τρεις θησαυροί που μας μένουν από τον χαμένο Παράδεισο είναι τα γέλια των παιδιών, τα χρώματα των λουλουδιών και το κελάηδημα των πουλιών».
    Γι’ αυτό οφείλουμε να δώσουμε στα παιδιά μας το γέλιο τους πίσω∙ γιατί αυτό δίνει γεύση και άρωμα από παράδεισο στην ταλαιπωρημένη από τα προβλήματα γη μας και αυτό ομορφαίνει τα παιδικά χρόνια του κάθε ανθρώπου και τον δυναμώνει αργότερα, καθώς σ’ αυτά τα χρόνια ξαναγυρίζει για να μπορέσει ν’ αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που του τυχαίνουν. Και αυτά τα χρόνια, τα χρόνια της παιδικότητας είναι η τεράστια ελπίδα ολόκληρης της προβληματισμένης και προβληματικής ανθρωπότητας, που γι’ αυτόν το λόγο θα ‘πρεπε να ‘ναι και το μόνο κέντρο της προσοχής της…
 Επιστρέφοντας μετά το Πάσχα στο Σχολείο…

Αφιερωμένο στον Παντελή Ζάττα, τον πρώτο μου εκδότη, για όλα όσα πρόσφερε σε όλους μας και για την αγκαλιά του την πάντα ανοιχτή προς όλους μας…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ