16.5.24

Δάσκαλοι της λαογραφίας - Το δοξαστικό της φωτιάς του Νέστορα Μάτσα


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς


Επιμέλεια: Σόνια Ευθυμιάδου-Παπασταύρου

Ευλογημένος λέγω ο τόπος μας. Οι παλιοί λέγαν:
-Έχει ήλιο και φως!
Η ταπεινότητά μου άλλη μαρτυρία δίνει!
-Έχει δασκάλους.
Σε τούτη τη λέξη απλώνω όλη τη σημασία της! Όλο το απλό και για τούτο βαθύ νόημά της.
Δάσκαλος για την αφεντιά μου είναι ο Προμηθέας όλων των εποχών όπου τούτος κι αν βρίσκεται. Σε κάποιο σκοτάδι υψώνει τη φλόγα του και τη δίνει στον συνάνθρωπο. Κι είναι αληθινά συγκινητικό τούτο που άκουσα από έναν αγαθό Χιώτη σαν με πήγε πρόθυμα να μου δείξει την πέτρα του κυρ-Όμηρου που το νησί της μαστίχας τον θέλει δικό της.
-Σε τούτη δα την πέτρα ο Όμηρος έλεγε τις ραψωδίες του. Και γύρω του συνάζονταν ανθρώποι απλοί και ταπεινοί κι άκουγαν τα ηρωικά κατορθώματα του Αχιλλέα και τις πανουργίες του Οδυσσέα. Ξέρεις πώς τη λένε τούτη την πέτρα; Δασκαλόπετρα.
-δάσκαλος, λοιπόν, ο κυρ-Όμηρος, που πολλές πόλεις τον ερίζουν, μα η Χίος πεισματικά τον θεωρεί δικό της καμάρι και δικό της φως. Κι όσοι σε τούτον τον τόπο άνοιξαν δρόμους στη σκέψη και στην καρδιά δάσκαλοι ήταν σπουδαίοι και φημισμένοι αλλά και ταπεινοί κι άσημοι που κανένας δεν έμαθε άλλος τ’ όνομά τους εξόν από κείνους που δέχτηκαν την ευλογία της αγάπης και της γνώσης τους.
Μούλεγε ένας από τους νεότερους δασκάλους του Γένους, που είχα την τύχη καλά να τον γνωρίσω και πολλά ν’ ακούσω από τη χάρη του, Φώτης Κόντογλου τ’ όνομά του.

Μούλεγε, λοιπόν, ο αείμνηστος Φώτης Κόντογλου:
-Αν δε χάθηκε τούτος ο τόπος, στους δασκάλους το χρωστά. Σ’ όλες τις δύσκολες στιγμές της πονεμένης Ρωμιοσύνης, αυτοί στάθηκαν τ’ αγκωνάρια που πάνω τους στηρίχτηκε η Ιδέα του Γένους.
Το δοξαστικό του δάσκαλου κανένας δεν τόγραψε και κανένας δεν τόπε ακόμη. Μα το τραγουδά ο ίδιος ο λαός μας. Και στη λέξη δάσκαλος δίνει όλο το φως της το άσβεστο.
Η Λαογραφία μας, στον τομέα της έρευνας που τη φωτίζει η ιδέα της αγάπης και του ιερού πάθους, στάθηκε πολύ τυχερή. Είχε τους μύστες της. Ήταν κάτι περισσότερο από μελετητές κι ερευνητές του Λαϊκού μας Πολιτισμού. Ήταν απόστολοι! Η αναζήτηση στις πηγές που το δροσερό νερό ανάβρυζε απ’ τα βάθη της αιωνιότητας και κρατούσε θαλερό, παρ’ όλες τις αντίξοες περιστάσεις, τον κορμό της Φυλής, ήταν γι’ αυτούς σκοπός ζωής. 

Ο Σπύρος Μελάς, γράφοντας για τον πρόδρομο της Λαογραφίας Νικόλαο Πολίτη, δίνει έναν τέλειο χαρακτηρισμό:
«Ο Νικόλαος Πολίτης προχώρησε στο λαογραφικό του έργο με την αρματωσιά ενός μεγάλου φιλολόγου, ενός μύστη βαθύτατου της συγκριτικής φιλολογίας. Όμως, ζέστανε το κρύο φως της επιστήμης με τη φλόγα της αγάπης. Μ’ αυτή τη φλόγα θέλουμε να σκύψουν πάνω στο μνημείο της δημοτικής δημιουργίας τα σύγχρονα νιάτα. Όχι για να μιμηθούν παρά για να τους αποσπάσουν τα μυστικά της ελληνικής ψυχής. Ας έχουν απόλυτη πεποίθηση ότι η συντηρητικότητα του λαού δεν είναι καθυστέρηση αλλά υπεροχή. Αυτός δεν ξέρει από υστερικές ανησυχίες. Μαστορεύει το τραγούδι, το μοιρολόι, την παραλοή, την επωδό, την παροιμία, το παραμύθι, τελειοποιώντας τις παραδομένες μορφές, σαν το αέναο κύμα, που μαστορεύει το χαλίκι στο περιγιάλι, ώσπου να μοιάσει συντεφένιο».
Αυτή η ζεστασιά της επιστήμης και της έρευνας απ’ τη φλόγα της αγάπης χαρακτηρίζει λίγο ή πολύ και τους περισσότερους μύστες του λαϊκού μας πολιτισμού. Απ’ τους πιο σημαντικούς, που έκαναν τη λαογραφική έρευνα σκοπό και αποστολή ζωής, ως τους πιο απλούς ερευνητές, που έσκυψαν με καθαρή καρδιά στη γενέθλια γη και σαν τους ραβδοσκόπους άκουσαν τη μακρινή φωνή του νερού.

Γνώρισα αρκετούς από δαύτους στις περιπλανήσεις μου σε πολιτείες και χωριά. Δάσκαλοι οι περσότεροι, γέμιζαν τη στερημένη ζωή τους με το πάθος της λαογραφικής έρευνας. Σημάδευαν ένα θέμα που τους συγκινούσε κι αφιέρωναν στη μελέτη του όλες τις λεύτερες ώρες τους. Στα στερνά του βίου τους, σαν τους πέρσευαν λίγα χρήματα απ’ την πενιχρή σύνταξη, έβγαζαν ένα φυλλαδάκι, που σίγουρα θα περνούσε απαρατήρητο κι ας έκλεινε στις λιγοστές κακοτυπωμένες σελίδες του το μεράκι μιας ολάκερης ζωής.
Πολλά από αυτά τα βιβλιαράκια ή τις φυλλάδες που η μικρή ζωή τους άρχισε και τέλειωνε σε κάποια επαρχία κλείνουν μες στην απλότητά τους λαογραφικούς θησαυρούς που ήταν αποτέλεσμα πολύχρονου μόχθου κι επίμονης έρευνας.

Θυμάμαι ένα γέρο συμβολαιογράφο που συνάντησα στην Κόνιτσα. Τριγυρνούσε μ’ όλα τα βαθιά γεράματά του στα χωριά της Ηπείρου για να μαζεύει στοιχεία για τους Ηπειρώτες ταγιαδόρους (ξυλογλύπτες). 
Χρόνια μελετούσε παλιά βιβλία και σπάνια χειρόγραφα, χρονικά ταξιδιωτών και λογής έντυπα, για να βρει ό,τι θα μπορούσε να τον ενδιαφέρει για το θέμα του.
Κουβέντιασα κάμποσο μαζί του στην Πλατεία της Κόνιτσας και μου έκανε βαθιά εντύπωση η ευθύνη και το πάθος που αντιμετώπιζε την έρευνά του.
Μιλούσε για τους φημισμένους ταγιαδόρους του Ζαγοριού κι ήξερε να ονομάζει ένα-ένα τα έργα τους, όπως ήξερε πότε και ποιος είχε σκαλίσει τον άμβωνα ή το τέμπλο αυτής ή της άλλης ηπειρώτικης εκκλησιάς.
-Πότε θα βγει το βιβλίο; τον ρώτησα.
Δεν αποκρίθηκε αμέσως. Μάζεψε τις σημειώσεις που είχε απλώσει στο σιδερένιο τραπέζι του καφενέ, κύτταξε μακριά κι ύστερα από λίγο είπε αόριστα:
-Όταν είμαι έτοιμος.
Τριάντα χρόνια είχε σκύψει στο θέμα του και δεν ένιωθε ακόμη έτοιμος. Περιπλανιόταν στα χωριά, έψαχνε, σημείωνε, μάζευε στοιχεία κι ονόματα, που κατόπι τα επαλήθευε με την έρευνα και τις διασταυρωμένες πληροφορίες.

Δεν ξέρω αν ποτέ ετοιμάστηκε κι αν κυκλοφόρησε το βιβλίο του για τους Ηπειρώτες ταγιαδόρους. Μπορεί να μην πρόλαβε και τα χειρόγραφά του -δίψα και χίμαιρα μιας ολάκερης ζωής- κάποιος απ’ τους δικούς του να τα βρήκε άχρηστα και να τα πέταξε σε μιαν άκρη.
Τι σημαίνει; Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη φωτιά και το πάθος αυτού του γέροντα όταν μιλούσε για το θέμα του. Κι ίσως σ’ αυτή τη φωτιά και σ’ αυτό το πάθος, που είναι μονόλογος σε μιαν έρημο, βρίσκεται η ομορφιά, η χίμαιρα κι η μέθη της λαογραφικής έρευνας. Και για τον υπεύθυνο λαογράφο, που ξεκινά με βάση την επιστημονική γνώση, αλλά και για τον απλό μελετητή, που ξοδεύει σπάταλα κι αφιλόκερδα τον χρόνο του για να βρει μια απ’ τις αμέτρητες ρίζες της Φυλής, που χάνονται όλο και πιο βαθιά κάτω από αλλεπάλληλα στρώματα αδιαφορίας και τσιμέντου.
Μίλησα για τον δάσκαλο τον απλό κι ανώνυμο που η πίστη στο έργο του κι η αγάπη του είναι η μόνη του δόξα. Μα πλάι σ’ αυτόν που ό,τι πράττει με τη φωνή της καρδιάς του το πράττει, είναι κι ο άλλος δάσκαλος που κινά απ’ το μεράκι της καρδιάς αλλά στηρίζει το έργο του στη γνώση και στην εμπιστοσύνη.

Η λαογραφία έχει κι απ’ τους δυο! Κι είναι τύχη πραγματική, σε καιρούς δύσκολους και πικρούς, που ο αριθμός έπνιξε τη σκέψη κι η τεχνική έκλεισε τους ορίζοντες, να υπάρχουν ακόμα δάσκαλοι που, ενώ οδοιπορούν στο τσιμέντο, μπορούν να βλέπουν τον ουρανό και τούτον τον ουρανό τον φανερώνουν και σε μας. Ας είναι βλογημένη η προσφορά τους! Ας είναι βλογημένη η φωτιά τους! Ο τόπος μας τους χρωστά το αληθινό πρόσωπό του. 



Σημ. Το κείμενο προέρχεται από το έξοχο μαθητικό περιοδικό της Μεταπολίτευσης «Eλεύθερη γενιά», τεύχος 27, Ιανουάριος 1979. Το περιοδικό σε όλη τη διάρκεια του 1979 ήταν αφιερωμένο στην Παράδοσή μας, καθώς το έτος αυτό είχε αφιερωθεί στην Ελληνική Παράδοση. Σ.Ε.Π.


Ο Νέστορας Μάτσας (1935-2012) ήταν συγγραφέας και σκηνοθέτης μορφωτικών ταινιών. Εξέδωσε συνολικά 32 βιβλία που τον καθιέρωσαν σαν έναν από τους πιο αντιπροσωπευτικούς συγγραφείς της γενιάς του. Κείμενα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες. Παράλληλα έχει "γυρίσει" 120 εθνογραφικά ντοκιμαντέρ μικρού και μεγάλου μήκους στην Ελλάδα και σε τριάντα χώρες του Εξωτερικού όπου έχει "καταγράψει" όλη την πολιτιστική μας κληρονομιά. Για το σύνολο του λογοτεχνικού του έργου καθώς και για τις μορφωτικές του ταινίες τιμήθηκε με σειρά σημαντικών ελληνικών και ξένων βραβείων, όπως βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, Κρατικό βραβείο μυθιστορηματικής βιογραφίας, διεθνής έπαινος Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, Γαλλικό βραβείο "Γραμμάτων Επιστημών και Τεχνών", πρώτα βραβεία και διεθνείς διακρίσεις σε διεθνή Φεστιβάλ κ.λπ. Είναι ο ιδρυτής του Εθνογραφικού Κινηματογράφου στον τόπο μας και ο πρώτος που καθιέρωσε τις λαογραφικές εκπομπές στην τηλεόραση που είχαν ευρύτατη απήχηση κι έστρεψαν το κοινό μας στις παραδοσιακές αξίες.  


Ο Λουκάς Σιάνος (1915-1989) ήταν Καστοριανός δάσκαλος, λόγιος και συγγραφέας, που ασχολήθηκε πολύ με την Ιστορία και τη Λαογραφία της Καστοριάς, η οποία τον τίμησε δίνοντας το όνομά του σε δρόμο στην περιοχή Χλόη και αφιερώνοντάς του βρύση στη Νότια παραλία της πόλης.


* Τα βιογραφικά του στοιχεία βρήκα μόνο στο βιβλίο ενός άλλου Δασκάλου, του Χρίστου Αντωνίου, το πολύ σπουδαίο "Ονοματοθεσία οδών και πλατειών πόλεως Καστοριάς", Θεσ/νίκη 2005-αιωνία η μνήμη και των δυο τους!

Σ.Ε.Π.



Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 1 Φεβρουαρίου 2024, αρ. φύλλου 1210.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ