28.5.24

ΝΩΝΤΑ ΤΣΙΓΚΑ: Οι λαϊκοί ζωγράφοι του Βογατσικού [I]

 
ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 25.1.2024 | 1209

Α' Μέρος
Ὅλη μέρα λουφάζει στὸ σκοτάδι
ξεσποριάζει ἡλίανθουςεἶναι ἐρωτευμένος μὲ τὴ Σκιά
καὶ τὴν ψάχνει
ὅλα παίρνουν τὸ σχῆμα της
τὴν ἀκολουθεῖ τὴν ἀντιγράφει
[…] ἀναβλύζουνε χρώματα
μπλέκει τὸν οὐρανό μὲ τὴ θάλασσα
πέστροφες ψαρεύει στὸν ὑπόγειο
ταξινομεῖ βουνοκορφές στὰ παγκάκια
γεμίζει τὶς τσέπες του μὲ βρύα καὶ βότσαλα
μὲ τὰ δίχτυα τους συλλέγει χέρια
μάτια μύτες καὶ βλέμματα
νὰ Τὴν ξαναφτιάξει
Εἶναι τυφλός καὶ τὸ ξέρει
καὶ εὐγνώμων πολύ
γιατί
μόνο ἔτσι κατορθώνει νὰ Βλέπει.
Ηρώ Νικοπούλου, από το ποίημα «Ζωγράφος»


Σαν εισαγωγή

Σπίτια όπου σε υποδέχονταν οι ζωγραφιές. Στα υπέρθυρα των εισόδων ή στους εξωτερικούς τοίχους στα χαγιάτια, προσιτές από το δρόμο στο βλέμμα των περαστικών. Μέσα η απαντοχή των χρωμάτων των μεγάλων τοιχογραφιών, τα λογής διακοσμητικά τεχνάσματα, το αρμένισμα σε άλλους κόσμους. «Τα καλά δωμάτια» (οι καλοί νουντάδες, δηλαδή οι σάλες) με έργα ενός Θεμιστοκλή Χατζηθεοχάρη, ενός Θεοχάρη Τούρνα, ενός Αθανάσιου Μπλιάγκα, ενός Στέργιου Τζημάνη. Και αν δεν είχαν σπουδάσει σε ακαδημαϊκές σχολές, είχαν και το ταλέντο και τη μέθοδο και, βέβαια, τη στόφα του καλλιτέχνη. Απλώς, βιοπορίστηκαν, και δεν έζησαν πλούσια από τη δουλειά τους. Επαναλαμβανόμενα μοτίβα, όχι ελεύθερα θέματα κατά κανόνα, λιγοστά Ελλαδικά τοπία, ακόμα σπανιότερα εικόνες του Βογατσικού. Όμως, τα έργα τους έχουν χαρακτήρα, δείχνουν επαρκή εξοικείωση στη μείξη των χρωμάτων, θαυμαστή τεχνική κατάρτιση, αξιοσύνη στο σχέδιο, σοβαρότητα και συνέπεια και ένα «ήθος» καλλιτεχνικό μαζί με κάποια ολοφάνερη αθωότητα, πράγματα που δεν μπορεί να σε αφήσουν ασυγκίνητο.

Τις πιο πολλές φορές δεν υπογράφουν τα έργα τους. Δεν πρόκειται για ναΐφ ζωγράφους (τουλάχιστον ο Χατζηθεοχάρης και ο Τούρνας δεν συγκαταλέγονται σ’ αυτούς) και η τέχνη που μας άφησαν είναι χαρά και πίκρα μαζί: Το χωριό, πολύ πριν ακόμα και από αυτούς τους ίδιους, θα ήταν ένα μεγάλο μουσείο με λογής στολισμένες κάμαρες στα περισσότερα σπίτια. Το Φθινόπωρο του 1912 ήρθε η απελευθέρωση μαζί με την πυρπόληση του χωριού. Ίσως όλα να χάθηκαν τότε. Αργότερα, στα δικά τους χρόνια, πάλι το πράγμα πήρε να ζωντανεύει. Το χωριό θα μπορούσε να είναι μια έκθεση ζωγραφικής σε διαρκή λειτουργία, καθώς φιλοξενούσε την τέχνη στην οποία «οι λαϊκοί ζωγράφοι του Βογατσικού» είχαν αφιερωθεί. Τι κρίμα όμως που την κληρονομημένη πινακοθήκη μας τη χάνουμε σιγά σιγά, χωρίς να μπορούμε αυτό να το εμποδίσουμε. Τα έργα αποτυπωμένα σε τοίχους (τοιχογραφίες με υδρόχρωμα) ακολουθούν τη μοίρα των σπιτιών. Παραδίδονται μαζί τους στη φθορά του χρόνου. Χάνονται οριστικά όταν εκείνα χαθούν…

Για να αναθαρρήσω όμως, σκέφτομαι πως δυο σπουδαίοι Βογατσιώτες, που «έφυγαν» την ίδια ακριβώς χρονιά (το θλιβερό εκείνο 2009), ο Γιώργος Γκολομπίας και ο Χρυσόστομος Τζημάκας, εκτός των άλλων τους κοινών και μη ιδιοτήτων, συλλέκτης έργων τέχνης και ιστορικών τεκμηρίων ο ένας, ζωγράφος εξαιρετικός ο άλλος, φρόντισαν να μας αφήσουν δυο σπίτια (τα σπίτια τους) στολισμένα με ζωγραφιές προτού φύγουν. Ο πρώτος με έργα βαλκάνιων ζωγράφων, που φιλοξενήθηκαν και δημιούργησαν σ’ αυτό, κι ο δεύτερος, ακολουθώντας την παράδοση του Χατζηθεοχάρη και του Τούρνα, κρέμασε χρώματα που πήραν σχήματα στον τοίχο ζωντανεύοντας. Και άντε να ξεχωρίσεις τι είναι τώρα αλήθεια και τι ψέμα... Τι ζωή και τι θάνατος... Και σκέφτομαι ανθρώπους σαν τους νέο-«εποίκους» του Βογατσικού, για παράδειγμα τον Μανώλη Τσαγκαρίδη και τον Γιώργο Κυνηγόπουλο (ή «Παριανό»), που αγόρασαν σπίτια με ζωγραφιές και τα προσέχουν και τα συντηρούν και τα σώζουν. Από όλους όσους προανέφερα λοιπόν –ξένους ή δικούς, ζώντες ή τεθνεώτες–, μένει η ευγενής χειρονομία τους. Σαν οδηγία κατευθυντήρια. Θα την ακολουθήσουμε;


Η περίοδος μέχρι το 1912

Κατά το ταξίδι του στη Δυτική Μακεδονία (την Άνοιξη του 1806) [1] ο Γάλλος περιηγητής Φραγκίσκος Πουκεβίλ (1770-1838) [2] επισκέφθηκε και το Βογατσικό. Σημειώνει στις εντυπώσεις του: 
Έμαθα από τους χωριανούς που κρατούν από βαρδαριώτικη γενιά [3], μα έμειναν χριστιανοί, πως από πάππου προς πάππου, όλοι τους είναι χτίστες και δουλεύουν στην Κωνσταντινούπολη και στις κυριότερες πόλεις της αυτοκρατορίας, όπου πολλές φορές τους φωνάζουν με ανώτερη διαταγή σαν τους υδροσκόπους της Λουντζιερίας4. Πολλοί απ’ αυτούς επειδή ταξιδεύουν, μιλούσαν διάφορες γλώσσες και η γυναίκα που με φίλεψε, γυναίκα ενός μάστορα μου μίλησε στα γαλλικά που τα ’μαθε στο σπίτι του Πέραν της Κωνσταντινούπολης, όπου φύλαγε παιδιά, πριν παντρευτεί τον Μακεδόνα.

Ο Ίων Δραγούμης, στο Ταξίδι στη Μακεδονία (Αύγουστος 1903) [5], σημειώνει στο Τετράδιό του, στις 8 Αυγούστου:
[…] Σ’ ἕνα σπίτι ἦταν μὲ μολύβι ζωγραφισμένοι ἀπὸ κανέναν παληόν καιρό καὶ κρεμασμένοι στόν τοῖχο σ’ ἕνα κάδρο μέσα ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ Ξενοκράτης, ὁ Πιττακός, ὁ ἐξ Ἰωαννίνων Μεθόδιος (μητροπολίτης) καὶ ὁ Πλάτων. Εἶχε κάποια σκληρή τέχνη ὁ ζωγράφος, φαίνεται πὼς ἀντέγραφε μὲ πολλήν εὐσυνειδησία, μὰ εἶχε καὶ δύναμι δική του. Οἱ Μπογατσιῶτες εἶνε τεχνίτες, ζωγράφοι καὶ τὰ γράμματα τοὺς ἀρέσουν. Πολλοί πηγαίνουν στὴν Πόλι.

Από τις αρχές του 19ου αιώνα δημιουργήθηκε ισχυρή κίνηση μετανάστευσης των Βογατσιωτών προς την Βαλκανική χερσόνησο, την Πόλη και την Κεντρική Ευρώπη. Οι Βογατσιώτες φεύγουν επί το πλείστον ως ικανοί τεχνίτες, για επιχειρηματικές δραστηριότητες ή για σπουδές. Το γεγονός αυτό πρόσφερε ώθηση στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της τότε κωμόπολης καθώς συρμοί της εποχής (ρεύματα κοινωνικής οργάνωσης, προτεραιότητες αναγκών, ενδυματολογικά ήθη κλπ.) πέρασαν στην καθημερινή της ζωή.

Στην Πόλη οι Βογατσιώτες πήγαιναν ως καλφάδες (αρχιμάστορες, εργολάβοι) ή τεχνίτες (κτίστες, ελαιοχρωματιστές, μαραγκοί κ.ά.). Η οικονομική άνθηση, επέτρεψε κατά την επιστροφή τους, μετά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, να δημιουργηθούν αξιόλογα εκπαιδευτήρια, να ανεγερθούν επιβλητικά οικήματα κλπ. Οι τεχνίτες που επαναπατρίζονταν μετέφεραν εξελιγμένες τεχνικές της μαθητείας και της εμπειρίας τους που εφάρμοσαν όχι μόνο στον τόπο τους μα και στην ευρύτερη περιοχή, όπου εργάστηκαν εφεξής. Ανάμεσα σ’ αυτούς υπήρχαν αξιότατοι ζωγράφοι, έργα των οποίων ίσως συνάντησε κατά την πρώτη επίσκεψή του στο Βογατσικό, τον Αύγουστο του 1903, ο Ίων Δραγούμης και του προκάλεσαν θετικές εντυπώσεις. Δυστυχώς, τα περισσότερα δείγματα της εξαιρετικής αρχιτεκτονικής παράδοσης, της ζωγραφικής και διακοσμητικής τέχνης κλπ. χάθηκαν δια παντός, όταν πάνω από το 70% των κτισμάτων του χωριού καταστραφήκαν κατά τη διπλή πυρπόληση του Βογατσικού, από τον Μπεκήρ Αγά της Ανασέλιτσας, το Φθινόπωρο του 1912.


Οι ζωγράφοι του εικοστού αιώνα

Ωστόσο, μετά την καταστροφή του 1912, κι έπειτα από την ολοκλήρωση του δεύτερου μεγάλου κύματος της μετανάστευσης των βογατσιωτών, κατά τη δεκαετία του 1910, ιδίως προς την Αμερική, το Βογατσικό καταφέρνει να γεννηθεί και πάλι από τις στάχτες του. Τότε χτίζονται ξανά καινούργιες κατοικίες, την διακόσμηση των οποίων συχνά αναλαμβάνουν ζωγράφοι που γεννήθηκαν περί τα τέλη του 19ου αιώνα αλλά αρχίζουν να δημιουργούν στην αρχή της δεύτερης δεκαετίας του εικοστού αιώνα (ιδίως μετά το 1920). Οι ζωγράφοι αυτοί είναι οι: Αθανάσιος Γ. Μπλιάγκας ή Ζωγράφος (1880, Βογατσικό-1941, Φλώρινα), που κυρίως δημιούργησε αγιογραφικά έργα, οι δύο πολύ ενδιαφέροντες και με «ακαδημαϊκά» στοιχεία στο έργο τους Θεμιστοκλής Χατζηθεοχάρης (γεν. 1889- θαν.;) και Θεοχάρης Α. Τούρνας (1887-1942), ο Χαράλαμπος (Λάμπρος) Παπαμιχαήλ ή Δημόκας (1890-1947) που είχε σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας αλλά δεν κατέλειπε πολλά έργα που να μας είναι γνωστά, ο Χρήστος Ντόγριας (1905-1992), οι αδελφοί Τάσος και Ιωάννης Τζήμας (1912-1992), οι Αθανάσιος και Γιώργος Μασούρας και ο Στέργιος Τζημάνης (1907-1993).

Τα έργα των ζωγράφων, τοιχογραφίες κυρίως, είχαν δημιουργηθεί επάνω ακόμα και σε εξωτερικούς τοίχους σπιτιών που, στη διαδρομή των χρόνων, οδηγήθηκαν σε σοβαρές φθορές και τελικά στην καταστροφή. Αν η πυρπόληση του Βογατσικού το 1912 οδήγησε στην μαζική εξαφάνιση των έργων που είχαν δημιουργηθεί τον 19ο αιώνα και κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου, η φυσική φθορά, η εγκατάλειψη, οι καταρρεύσεις και κάποτε οι υποχρεωτικές κατεδαφίσεις (όπως συνέβη με την οικία Πάντου Μπάγγου μετά το σεισμό του 1995) εξαφάνισαν ή απειλούν σταθερά να αφανίσουν τα έργα των νεότερων ζωγράφων, που προσμετρούν σχεδόν έναν αιώνα ζωής.

Τα θέματα των ζωγράφων, με εκλεκτικιστικές ή νεοκλασικές επιδράσεις, ξετυλίγονται στη διακόσμηση των καλών οντάδων («σάλες») των σπιτιών και αποτελούν άλλοτε αντιγραφές «ξένων» καρτ ποστάλ ή ενθυμήσεις-αποτυπώσεις τόπων τους οποίους, ορισμένοι από αυτούς, απλώς επισκέφθηκαν ή –σπανιότερα– έζησαν κιόλας. Βλέπουμε συχνά απεικονίσεις αγροικιών, τοπίων της εξοχής, απόψεις λιμνών, ποταμών, υδρόμυλους, γέφυρες, ολλανδικούς ανεμόμυλους, ιστιοφόρα ή βάρκες, ειδυλλιακά ηλιοβασιλέματα στην εξοχή, βουκολικά θέματα, θαλασσογραφίες, νεκρές φύσεις με κυνήγια, ψαρέματα, φρούτα, κρασί σε ποτήρια, ευθείες αναφορές σε δείπνα μεγαλοαστικού τύπου με μπουκάλια σαμπάνιας, όστρακα, αστακούς κλπ.). Σχεδόν ποτέ δεν απεικονίζονται στοιχεία από τη ζωή του Βογατσικού ή τοπία του χωριού.

Ο Θεμιστοκλής Χατζηθεοχάρης, σύμφωνα με τον Γ. Γκολομπία, σε δυο μόνο περιπτώσεις έχει αποτυπώσει σε έργα του τοποθεσίες του Βογατσικού. Τα έργα κατά κανόνα κοσμούνται από περίτεχνες «ψευδοκορνίζες» με λογής ποικίλματα από άνθη, ρόδακες κλπ. Κυρίως ο Χατζηθεοχάρης αλλά επίσης και ο Τούρνας, χρησιμοποίησαν στα έργα τους την τεχνική της προοπτικής, την απομίμηση μαρμάρου ή ξύλου και της «οφθαλμαπάτης», δίνοντας στα έργα βάθος, ώστε να μοιάζουν ανάγλυφα, «ζωντανά», τρισδιάστατα, ενώ οι κορνίζες που τα πλαισίωναν ενίσχυαν την εντύπωση αυτή με την εφαρμογή φωτοσκιάσεων. Οι απομιμήσεις ορθομαρμαρώσεων ή μαρκετερί ξύλου δημιουργούσαν μια αίσθηση πλούτου και πολυτέλειας στα σπιτικά των πιο ευκατάστατων κατοίκων του χωριού ή αλλού, όπου οι ζωγράφοι καλούνταν να εργασθούν. Τα «σταμπωτά» των ζωγράφων αποτελούσαν μορφή χειροποίητης ταπετσαρίας, που έλκει την προέλευσή της από την κεντρική Ευρώπη (Βιέννη και αλλού). Τα φορητά έργα είναι λιγοστά, με εξαίρεση τον αγιογράφο Αθανάσιο Γ. Μπλιάγκα που ζωγράφισε, εκτός από μεγάλες επιφάνειες σε ναούς, πλήθος από φορητές εικόνες, διαφόρων μεγεθών, μερικές από τις οποίες βρίσκονται σε ναούς ή παρεκκλήσια του Βογατσικού.

Δυστυχώς, όχι μόνον τα στοιχειώδη βιογραφικά στοιχεία που διαθέτουμε για τους Βογατσιώτες ζωγράφους είναι στις περισσότερες περιπτώσεις γλισχρότατα, μα ακόμα και τα τυπικά ληξιαρχικά δεδομένα (τόπος γέννησης-θανάτου και αντίστοιχες ημερομηνίες), πολύ συχνά μας λείπουν. Η πυρκαγιά του 1912 αλλά και η πυρπόληση των αρχείων της Κοινότητας του Βογατσικού κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου έπαιξαν σημαντικό ρόλο σ’ αυτό. Επίσης, κάποια αδιαφορία ή απροθυμία συνεργασίας από ζώντες συγγενείς των ζωγράφων έχουν δυσκολέψει ακόμα περισσότερο τη συγκέντρωση χρήσιμων πληροφοριών, πολύ δε περισσότερο, καθώς η εναλλαγή των γενεών βαθαίνει μέσα στο χρόνο που περνά, μας απομακρύνει ακόμα πιο πολύ από την έρευνα με φιλοδοξίες επιτυχίας. Η δυσκολία στην πρόσβαση για φωτογράφηση υλικού, το οποίο τυχόν βρίσκεται στην κατοχή συγγενών-κληρονόμων των ζωγράφων, αποτελεί ένα επίσης αντικειμενικά αντίξοο γεγονός. Πλήρης καταλογογράφηση των σωζόμενων έργων, ακόμα και στο Βογατσικό, δεν έχει γίνει μέχρι τώρα ενώ τα ίδια τα έργα, συχνά ανυπόγραφα και αχρονολόγητα, δημιουργούν σύγχυση και σοβαρά προβλήματα ταυτοποίησης και απόδοσης της πατρότητας των έργων στον εκάστοτε δημιουργό.


- συνεχίζεται -


1. Φραγκίσκος Πουκεβίλ,Ταξίδι στη Δυτική Μακεδονία (Άνοιξη του 1806), Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια: Γιάννης Τσάρας, Εκδοτ. Οίκος Αφων Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, σελ. 76.
2. Tο πλήρες όνομα: Φραγκίσκος-Κάρολος-Ούγος-Λοράν-Λαυρέντιος Πουκεβίλ.
3. Πρώτη φορά παίρνουμε αυτή την πληροφορία για τους πληθυσμούς που εποίκισαν το Βογατσικό. Οι βαρδαριώτες ήταν φύλο της Κεντρικής Ευρώπης που χρησιμοποιήθηκαν από τους Ρωμαίους και τους Κομνηνούς του Βυζαντίου σαν «αστυνομικοί» ή «στρατιωτικές δυνάμεις επιβολής της τάξης» και αποτελούν προγονικό φύλο των Μαγυάρων (κατοίκων της σημερινής Ουγγαρίας).
4. Περιοχή του Αργυροκάστρου.
5. Τετράδιο 10, Αδημοσίευτα «ημερολόγια» του Ίωνος Δραγούμη (Αρχείο Ι. Δραγούμη, Τμήμα Αρχείων ΑΣΚ ΣΑ).


Φωτογραφίες:

- σελ. 12: Οι εννέα Μούσες και ο Απόλλων. (Πίνακας, ελαιογραφία, 50Χ80 εκ.), οικία Αθαν. Μήκα, τωρινή ιδιοκτησία Γ. Κυνηγόπουλου (φωτ. Γ. Α. Μπλιάγκας, 2023).
- σελ. 13: (στην έντυπη έκδοση) Ανθοδοχείο. (Τοιχογραφία με υδρόχρωμα, 100Χ70 εκ.), οικία Πανταζίδη (σημερινή ιδιοκτησία Μανώλη Τσαγκαρίδη), Βογατσικό. Το έργο συντηρήθηκε-επιχρωματίσθηκε με λάδι από τον Στέργιο Τζημάνη κατά τη δεκαετία του 1990. (φωτ. Γ. Γκολομπίας 1990).
- σελ. 14 (στην έντυπη έκδοση) Ημερολόγιο 2024, Λαϊκοί ζωγράφοι του Βογατσικού, Θεοχάρης Α. Τούρνας ή Αλάτζης.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 25 Ιανουαρίου 2024, αρ. φύλλου 1209.


Σχετικά

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ