27.6.16

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Λέξεις που πεθαίνουν…


21 Φεβρουαρίου, Παγκόσμια Ημέρα Μητρικής Γλώσσας

Ούτε που το περίμενε ούτε που υποψιαζόταν πως θα της συνέβαινε ποτέ κάτι τέτοιο, μέχρι που πήρε να διαβάσει στα παιδιά της ένα από τα λαϊκά παραμύθια του τόπου της. Κι ήταν ένα μονάχα ν, ένα απλό ν που άλλαζε τη σημερινή λέξη και την έκανε παλιά, ξεχασμένη:
-Εγώ πώς θα πάνω στο χορό; ρώτησε η κοπέλα και «θα πάω» εννοούσε στη σημερινή μας γλώσσα.
«Θα πάνω» έλεγαν στο χωριό μέχρι πριν από τριάντα περίπου χρόνια. Τότε που έλεγαν κι άλλα, που σήμερα θα φαίνονταν παράξενα κι αλλόκοτα κι έτσι φαίνονταν και πριν, όταν η κοινή μας γραμματική απλώθηκε μέσω των σχολείων παντού στην επικράτεια κι επικράτησε σιγά σιγά η κοινή ελληνική. Καλό αυτό, γιατί έδωσε τέλος στη βαβυλωνία των τοπικών διαλέκτων που κάποιες φορές σε ασυνεννοησία κατέληγε. Μα όχι μονάχα καλό, γιατί οδήγησε στο σβήσιμο τύπους λέξεων που ακούγονταν στις περιοχές όπου είχαν γεννηθεί.
-Μας κοροϊδεύουν εμάς τους Μακεδόνες που λέμε «θα σε κάνω κεφτέδες να φας», έλεγε ο μεγάλος γλωσσολόγος, αλλά πείτε στους Αθηναίους πως εμείς οι Μακεδόνες είμαστε πολύ σαφέστεροι όταν λέμε «εμείς αγαπιόμασταν, αγαπιόμαστε και θ’ αγαπιόμαστε» κι όχι «εμείς αγαπιόμαστε, αγαπιόμαστε και θ’ αγαπιόμαστε», όπως το λένε εκείνοι, που δεν ξεχωρίζουν όσο εμείς τον παρατατικό από τον ενεστώτα.

Θέλετε να μάθετε τι της συνέβη, λοιπόν, λέγοντας την παλιά τοπική λέξη; Της ήρθαν δάκρυα στα μάτια, ένιωσε σαν να είχε συναντήσει ξαφνικά κι αναπάντεχα κάποιον αγαπημένο της από τα παλιά, κάποιον που είχε φύγει εδώ και χρόνια από τη ζωή της και της είχε λείψει, κάποιον που πίστευε πως δε θα ξανάβλεπε ποτέ της. Και φοβήθηκε μήπως τα παιδιά την παρεξηγήσουν γι’ αυτήν της τη συγκίνηση. Μα δε γινόταν να την αποφύγει.

Και την επόμενη μέρα, λες κι είχαν βαλθεί οι λέξεις οι παλιές να πάρουν την εκδίκησή τους, να καταλάβουν τον χώρο απ’ όπου τις είχαν εξορίσει, η 8χρονη Στέλλα, καθώς διηγούνταν τη μαυροβινή εκδοχή μιας νεοελληνικής παραλλαγής του κόλπου του Οδυσσέα με τον Πολύφημο που έχει ακούσει από τον παππού της, στη θέση τού «Κανένας» του πολυμήχανου βασιλιά της Ιθάκης έβαλε το παλιό τοπικό «Μόναχος», όπως λέγαμε εμείς εδώ παλιότερα το επίθετο «μοναχός»! Δεύτερο χτύπημα των παλιών εξόριστων λέξεων, απανωτό και πολύ όμορφο και προπαντός νοσταλγικό.

Λέξεις που έχουν χαθεί, λέξεις που ‘χουν σχεδόν πεθάνει∙ σχεδόν, γιατί, ενώ λες πως τις έχεις ξεχάσει και προεξοφλείς πως δεν θα τις ξανακούσεις ποτέ, ξεφυτρώνουν σε χείλη παππούδων, άλλοτε σε χείλη παιδιών που μεγαλώνουν με παλιούς παππούδες, ξεφυτρώνουν σκορπίζοντας μέσα μας μπόλικη νοσταλγία. Όχι μόνο γι’ αυτές τις ίδιες, μα κυρίως για την εποχή τους, που τώρα πια είναι βέβαιο πως ήταν σε πολλά καλύτερη από τη δική μας… Κι από την άλλη λέξεις που έχουν πια χάσει τη δύναμή τους και το νιώθεις όταν παλεύεις να αφηγηθείς μιαν ιστορία σε παιδιά, που μαθημένα στη μικρή οθόνη είναι, κι εύχεσαι να γινόταν να μετατραπείς κι εσύ ο ίδιος σε συσκευή τηλεόρασης, όπου οι πολύχρωμες εικόνες να διαδέχονται γρήγορα η μία την άλλη για να τα καταφέρεις επιτέλους, έστω και λίγο, να τα κάνεις να προσηλωθούν, να τα δεις να απορροφώνται. Εύχεσαι, αλλά δε γίνεται τίποτε και εξακολουθείς να παλεύεις και να παλεύεις και ό,τι γίνει…

Κι ύστερα είναι κι οι άλλες λέξεις, αυτές που εξέφραζαν έννοιες που κοντεύουν να εξαφανιστούν και να χαθούν. Σαν εκείνην που περίμενες να ακούσεις από ένα έστω παιδί τότε που τους μιλούσες για την ευγνωμοσύνη, μα κανένα δεν μπορούσε να τη σκεφτεί και την είπε, επιτέλους, ένα παιδί με άλλη καταγωγή, μα ίσως με τη δική μας πατρίδα. Βασανίστηκες τότε κι είπες πως ίσως τα παιδιά να μην μπορούσαν να τη βρουν την ευγνωμοσύνη, γιατί και ποιος απέμεινε να το νιώθει αυτό το σπουδαίο συναίσθημα, όταν ο Θεός στα ζώα πρώτα την έδωσε την αχαριστία, αλλά αυτά δεν τη δέχτηκαν και μετά στον άνθρωπο την έδωσε κι αυτός την καλοδέχτηκε, δυστυχώς για τον ίδιο (μύθος που λέγεται από κάποιους ακόμα στο Μαυροχώρι)…

Έτσι δείχνουν να έχουν πεθάνει –θα μπορούσε άραγε κάποιος ή κάτι να τις αναστήσει;- λέξεις «μαγικές», όπως τις σύστησε η νηπιαγωγός μας στους μικρούς μαθητές της: λέξεις όπως το «συγγνώμη», το «ευθύνομαι», λέξεις που το θέριεμα του εγωισμού και της ατομικότητας εξαφάνισε από το λεξιλόγιο, μα και τη συνείδησή μας. Και μαζί μ’ αυτές αυτό το “ακριβοάκουστο” «σ’ αγαπάω», το βαθύ, το ειλικρινές, που διατυπώνεται ανεμπόδιστα και δίχως καμία δυσκολία.

Κι ακόμα, οι λέξεις που ξέρουν πώς να παρηγορήσουν αληθινά όποιον τη χρειάζεται τη στήριξη για να μη λυγίσει κι ως να ορθοποδήσει. Θα μπορούσε, λοιπόν, κάτι δυνατό όπως η κρίση να σαρώσει όλα τα εμπόδια που τόσα χρόνια κρατούν φυλακισμένες μες στα σπλάχνα μας στην καλύτερη περίπτωση τις λέξεις αυτές τις ακριβές (στη χειρότερη δεν υπάρχουν ούτε ως συναισθήματα) και να τις κάνει να ξεφύγουν από το έρκος των δοντιών μας και να γίνουν λέξεις απτές, δυνατές και ωραίες, άξιες να ακούγονται και προπαντός να νιώθονται;

Κάποια πράγματα, εν τέλει, χαράσσονται ανεξίτηλα στη μνήμη. Όπως εκείνο το μάθημα σε δασκάλους, όπου τόλμησες να πεις πως άλλο είναι να βάλεις τον μαθητή να μάθει πως η χελώνα είναι ερπετό, χωρίς το παιδί να υποψιάζεται καν τι να σημαίνει αυτή η λέξη, και τελείως άλλο είναι να το κάνεις, αφού πρώτα του εξηγήσεις πως η ξεκάρφωτη γι’ αυτόν λέξη «ερπετό» πως σέρνεται σημαίνει και πως γι’ αυτό η χελώνα δεν ονομάζεται τυχαία έτσι.

Και λέω «τόλμησες» γιατί σε περίμενε η απάντηση του ειδικού πως δεν μπορείς να εξηγείς στα παιδιά χρησιμοποιώντας πιο αρχαίες λέξεις, αλλά αναρωτιέμαι ακόμα πώς να σβήσεις τη λαχτάρα σου να συνδέεις το τώρα με το πριν μέσω των λέξεων που λέμε τώρα και τις έλεγαν κι οι προπάπποι μας. Και δεν ξέρω αν φταίει ο Λακαριέρ γι’ αυτή σου τη λαχτάρα, που έλεγε πως ασφαλώς οι σημερινοί Έλληνες είναι απόγονοι των αρχαίων, αφού εξακολουθούν να μιλάνε την ίδια γλώσσα, τόσες χιλιάδες χρόνια μετά. Ξέρω όμως πως είναι αλλιώς να αρχίζουν τα Ελληνόπουλα να έρχονται σε επαφή με τη ρίζα της γλώσσας μας, τα αρχαία, τελείως αβίαστα, από νωρίς. Έτσι θα λιγοστέψουν οι πιθανότητες να τ’ αντιμετωπίσουν σαν μια ακόμη ξένη γλώσσα, που τους φαίνεται δύσκολη σαν να ’ναι κινέζικα.

Λέξεις που πεθαίνουν, λοιπόν, που χάνονται, και μαζί τους χάνεται μια εποχή, ένα άλλο είδος ανθρώπων κι ένα άλλο ήθος, αφήνοντας στη θέση τους μιαν εποχή με οξυμένα πνεύματα, έναν καιρό, τον δικό μας, αυξημένης έντασης κι επιθετικότητας, όπου οι λέξεις γίνονται ολοένα και συχνότερα μαχαίρια-τι κρίμα!... Γιατί οι λέξεις δεν είναι απλά εργαλεία, αλλά εκφράζουν έννοιες και ήθος, φανερώνουν τρόπο σκέψης και συνοδεύουν συμπεριφορές και δηλώνουν φανερά ποιοι είναι οι χρήστες τους, ποιος είναι ο καθένας μας. Γιατί, όπως λέει ο Ελύτης, «Η γλώσσα δεν είναι μόνον ένα μέσον επικοινωνίας. Κουβαλάει την ψυχή του λαού μας κι όλη του την ιστορία και όλη του την ευγένεια»…

ΥΓ: Εκτός από τις λέξεις που πεθαίνουν, υπάρχουν κι οι λέξεις που ερωτεύεσαι. Δηλώνω, λοιπόν, ερωτευμένη εδώ και πολλά χρόνια με τη λέξη «νοσταλγία» γιατί περιέχει όχι μόνο τον γυρισμό, αλλά και το άλγος, τον πόνο, και τη θεωρώ μία από τις ωραιότερες λέξεις που έχουν ποτέ γεννηθεί επί γης. Και θέλω να πω ακόμη πως, μολονότι έχει πολύ κατηγορηθεί το συναίσθημα τις νοσταλγίας, γιατί τάχα ωραιοποιεί το χτες, πιστεύω ότι καθόλου κακό δεν είναι να επιστρέφεις στο παρελθόν, έστω και πονώντας, με την προϋπόθεση να ξεσηκώνεις από εκεί ό,τι καλό κι ό,τι αληθινά ωραίο και να το φέρνεις πίσω στη ζωή σου. Κι όχι μόνο κακό δεν είναι, αλλά πολύ χρήσιμο και πολύ ωφέλιμο είναι και μακάρι να το κάναμε συχνότερα απ’ όσο το κάνουμε ήδη… 

Αφιερωμένο εξαιρετικά στην Κική Αμαραντίδου, δασκάλα στη Φλώρινα, για το «σ’ αγαπάω» της που με ξάφνιασε λίγο πριν γράψω τον επίλογο του σημερινού μου άρθρου…


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 25 Φεβρουαρίου 2016, αρ. φύλλου 824

Φωτογραφία: Λεπτομέρεια αττικού ερυθρόμορφου αγγείου (470-450 π.Χ.) που απεικονίζει μαθητή της αρχαίας Ελλάδας να διαβάζει κύλινδρο παπύρου (πιθανότατα ποίημα Ησιόδου). Αποδίδεται στον ζωγράφο Ακεστορίδη, το θραύσμα του αγγείου εκτίθεται στο μουσείο Paul Getty, του Λος Άντζελες των ΗΠΑ. Το πραγματικό όνομα του ζωγράφου είναι άγνωστο, προσδιορίζεται από τους μελετητές μόνο από τα υφολογικά χαρακτηριστικά των έργων του. Τον αποκαλούν έτσι, διότι σε πολλά αγγεία του υμνεί την ομορφιά του «Ακεστορίδη», με την επιγραφή «Καλός».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ