ΟΔΟΣ 2.5.2024 | 1223 |
Βρήκα δουλειά σ’ αυτό το πλουσιόσπιτο ή μάλλον σ’ αυτή την πλούσια κυρία, με τη μεσολάβηση μιας γνωστής μου, η οποία είχε ένα κτήμα στο χωριό και φρόντιζα να το ποτίζω, όταν οι ίδιοι απουσίαζαν στην πόλη. Αντί για άλλη πληρωμή, μάζευα ζαρζαβατικά και καρπούς απ’ τα οπωροφόρα όλο τον χρόνο. Αν σκεφτείς τι ζόρια περνούσα εκείνη την εποχή, όχι και μικρή αμοιβή. Με τον άντρα μου στη φυλακή και τρία μικρά παιδιά να θρέψω, θείο δώρο το θεωρούσα. Έτσι, λοιπόν, γνώρισα την πλούσια κυρία. Πήγαινα κάθε πρωί, γύρω στις εννιά και έφευγα νωρίς το απόγευμα. Το σπίτι, μια πολυτελής μονοκατοικία σε κεντρικό σημείο της πόλης, είχε μεγάλα δωμάτια και πολλούς αποθηκευτικούς χώρους. Μόλις έφτανα, ετοίμαζα το πρωινό για το ζεύγος και το αγοράκι τους.
Την πρώτη φορά που μου έδειξε η κυρία τι έπρεπε να ετοιμάσω, δεν το χωρούσε ο νους μου: τα καλά επάνω στο τραπέζι θα έφταναν για να χορτάσουν τα δικά μου παιδιά μια ολόκληρη εβδομάδα. Από χυμούς, φρούτα, ειδικά ψωμάκια που μόλις είχαν καταφθάσει ζεστά-ζεστά από τον παρακείμενο φούρνο, γάλα για τον μικρό, καφέ με ειδική κρέμα για το ζευγάρι, τυριά, σαλάμια, βούτυρα, μαρμελάδες… Αχ Θεέ μου, πού να τα θυμάμαι τώρα όλα εκείνα! Σε στρωμένο, βέβαια, τραπέζι, με λινό τραπεζομάντιλο και τις αντίστοιχες πετσέτες. Τέλος πάντων, τότε για πρώτη φορά πήρα μια εικόνα για το τι σημαίνει πλούτος!
Έπειτα, και αφού ο κύριος, ένας κοντοστούπης και κακομούτσουνος άντρας, αναχωρούσε, έπιανα κανονικά δουλειά. Συγύρισμα όλου του σπιτιού, το κάθε τι τακτοποιημένο. Στη συνέχεια, έξοδο για τα ψώνια της ημέρας· ό,τι δηλαδή θα χρειαζόταν για το γεύμα και το δείπνο της οικογένειας. Τον γιο αναλάμβανε η Γερμανίδα νταντά και τον έβγαζε για τους πρωινούς περιπάτους. Γερμανίδα ήταν και η κυρία μου και είχε φροντίσει να βρει την αντίστοιχη παιδαγωγό για τον κανακάρη της. Παράπονο, πάντως, από μέρους μου, κανένα. Ούτε κι εκείνη από μένα, υποθέτω. Όταν πια όλα είχαν μπει σε σειρά και τάξη, άρχιζε η επίδειξη των εσωρούχων της νεαρής κυρίας. Οι δυο μας, μόνες στο τεράστιο σπίτι, πηγαίναμε σε κείνο το περίεργο δωμάτιο, δίπλα στην κρεβατοκάμαρα –βεστιάριο το έλεγε– και άρχιζε η παρέλαση. Έβγαζε το ένα δαντελένιο βρακί, έβαζε το άλλο, σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, να και το ασορτί σουτιέν, από πάνω μία μακριά ρόμπα –νεγκλιζέ την αποκαλούσε– και άρχιζαν οι πόζες μπροστά στον καθρέφτη που κάλυπτε όλον τον τοίχο.
«Πώς σου φαίνομαι, αγαπητή μου; Ποιο, λες να φορέσω το βράντυ για τον αγκαπημένο μου;»
Την κοίταξα κατάπληκτη, όταν άκουσα την ερώτησή της την πρώτη μέρα, και δεν ήξερα τι να απαντήσω. Μετά όμως, το συνήθισα κι αυτό. Στα παιδιά μου έτρεχε ο νους μου, στον φονιά τον άντρα μου, που όταν έκαψε τον άλλο στο χωράφι του, φωτιά άναψε σε μένα για όλη μου τη ζωή· άκουγα την ερώτηση με πλήξη και σιχαμάρα και ανασήκωνα τους ώμους.
«Όλα όμορφα είναι κυρία, όμορφη κι εσύ, όποιο και να φορέσεις» και προσπαθούσα να ξεφύγω, να πάω στην κουζίνα, δήθεν για το φαγητό. Ποτέ, ωστόσο, δεν το επέτρεπε, προτού τελειώσει όλη η επίδειξη. «Ω, Μαργκαρίτα, περίμενε. Λίγκο ακόμη!» Τουλάχιστον μισή ώρα και βάλε. Κατόπιν τα τοποθετούσα όλα με τη σειρά στα ράφια τους, κάθε χρώμα και ποιότητα χωριστά. Και κάθε μέρα αγόραζε καινούργια εσώρουχα. Κατά τα άλλα, πάντα με ένα παντελόνι τζιν κυκλοφορούσε. Μόνο η νυχτερινή της εμφάνιση την απασχολούσε. Πάντοτε ανοιχτοχέρα απέναντί μου, γέμιζε μία σακούλα τρόφιμα, από τα περισσευούμενα του πρωινού και του γεύματος, «γκια τα γλυκά σου παιντιά», έλεγε. Τα γλυκά μου παιδιά δεν τα είχε γνωρίσει ούτε και έδειξε ποτέ επιθυμία για κάτι τέτοιο. Δεν βαριέσαι, φτάνει που τα σκεφτόταν. Μόνο για τον άντρα μου ρώτησε να μάθει γιατί και πώς βρέθηκε στη φυλακή. Της τα είπα με δυο λόγια, και θες επειδή αντιλήφθηκε ότι στενοχωριόμουν να μιλώ γι’ αυτό το θέμα, θες γιατί δεν την ενδιέφερε καθόλου, δε με ξαναρώτησε. Απ’ ό,τι είχα καταλάβει, η σκέψη της ήταν στραμμένη πάντα στα νεγκλιζέ. Έτσι είναι, άμα δεν έχεις βάσανα, κάτι ψάχνεις να βρεις να σε απασχολεί.
Ένα πρωινό, δεν είχε τελειώσει καλά-καλά η επίδειξη, χτύπησε το τηλέφωνο. Όταν επέστρεψε η κυρία στο βεστιάριο, ήταν κάτωχρη και μου ζήτησε να παραγγείλω αμέσως ταξί. Ο μικρός είχε ένα ατύχημα στην παιδική χαρά και τον είχαν μεταφέρει στο νοσοκομείο. Θα ειδοποιούσε τον άντρα της να πάει να τη βρει. Εγώ θα έπρεπε να συμμαζέψω το βεστιάριο και να συνεχίσω με τα καθήκοντά μου. Την ώρα που έσκυβα και δίπλωνα τα νεγκλιζέ, ένοιωσα πίσω μου κάποια κίνηση και γύρισα ενστικτωδώς να δω τι συμβαίνει. Ο κοντοστούπης άντρας της με είχε πλησιάσει αθόρυβα και είχε απλώσει τα χέρια του προς το γερμένο μου κορμί, έτοιμος, σαν βούβαλος αγριεμένος, να με αρπάξει απ’ τα καπούλια. Αιφνιδιάστηκα, κοκάλωσα. «Επιτέλους! Βρε Μαργαρίτα, περίμενα πώς και πως αυτή τη στιγμή! Βγάλε τα ρούχα της δουλειάς και φόρεσε το νταντελένιο νυχτικό της Έρικας! Μανούλι μου! Τι κορμάρα η δικιά σου! Σε λαχταρώ καιρό τώρα, έλα, κανένας δεν θα πάρει μυρωδιά!».
Πού τη βρήκα όλη εκείνη τη δύναμη; Πότε απώθησα τις τανάλιες του απ’ το κορμί μου, πότε τινάχτηκα έξω από το σπίτι, ούτε που το κατάλαβα.
Είπε στην Έρικα ότι με βρήκε να δοκιμάζω την κόκκινη, δαντελένια νεγκλιζέ και με πέταξε με τις κλωτσιές έξω. «Πώς δεν ντράπηκε να εκμεταλλευτεί τέτοια στιγμή και να βάλει χέρι στα εσώρουχά σου, γλυκιά μου!». Αυτά μου μετέφερε η γνωστή μου, όταν ήρθε να μου φέρει το χρωστούμενο βδομαδιάτικο.
Ψάχνω για δουλειά. Λίγο δύσκολο. Ποιος θα με πιστέψει αν κάτσω να πω τι έγινε;
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 2 Μαΐου 2024, αρ. φύλλου 1223.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.