10.12.24

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Οι γείτονες που γύρισαν

 
ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 18.4.2024 | 1221

Πόσα χρόνια από τότε; Δεκαπέντε; Είκοσι; Σίγουρα πάρα πολλά. Κι αυτή, εκεί. Καθημερινά. Με κρύο, με βροχή, με ήλιο και ζέστη αφόρητη. Μικροσκοπική, ντυμένη στα μαύρα, την ίδια πάντα διαδρομή: από την αυλή της μέχρι τον κεντρικό χώρο στάθμευσης και πίσω. Από την αυλή της μέχρι το τέλος του πλακόστρωτου πεζοδρομίου και πίσω. Τον χειμώνα προσθέστε ένα χοντρό, μαύρο επανωφόρι και μαύρο κεφαλόδεσμο. Και το μάτι, γαρίδα. Επιθεωρεί κάθε έναν, κάθε μία που θα τύχει να συναντήσει. Δεν φαίνεται να δίνει καμιά απολύτως σημασία στα παιδιά. Είναι σαν να μην υπάρχουν. Κι ας είναι θορυβώδη κι ας συμβαίνει πολλές φορές, καθώς την προσπερνούν, να την αγγίξουν κιόλας. Ακόμη και να τη σπρώξουν. «Αχ, μωρέ ζεβζέκια, παίξτε τώρα που είστε μικρά, χαρείτε! Μόνο μη μαλώνετε, μη, μη...».

Δίνει, ωστόσο προσοχή σε όλους τους ενήλικες. Άντρες, γυναίκες, νέους, γέρους, σακάτηδες, κανένας δεν μένει απαρατήρητος. Και όλο κάτι βρίσκει να πει, κάτι να ρωτήσει. Όχι πως περιμένει πάντοτε να ακούσει την απάντηση. Είναι απλά η διαδικασία της άμεσης επικοινωνίας. Της δικής της με τον έξω κόσμο. Οι τακτικοί περαστικοί, γείτονες ή περιπατητές, κάτι φροντίζουν να της πουν, έστω και αν γνωρίζουν πως δεν ακούει την απάντηση. Υπάρχουν βέβαια και οι αδυναμίες της. Να: είναι δυο τρία ζευγάρια, ανέκαθεν κάτοικοι στην περιοχή αυτή, στους οποίους, κάθε, μα κάθε φορά που συναντά, ανοίγει τα χέρια, τα οποία συνήθως είναι χωμένα στις τσέπες της ζακέτας της, και χαμογελώντας λέει: «Ω, ω, καλοί μου γείτονες. Καλώς ορίσατε! Πώς περάσατε; Θα μείνετε πολύ;» και προσπερνάει χωρίς καν να γυρίσει να τους ξαναδεί. Αν πάλι τύχει να είναι μόνο η γυναίκα του ζευγαριού, αλλάζει την προσφώνηση: «Γεια σου! Έλα καλέ στο σπίτι να πιούμε έναν καφέ!». Ούτε τότε περιμένει μία αντίδραση, ένα ναι ή ένα όχι. Και φυσικά, δεν περιμένει την επίσκεψη για καφέ στο σπίτι.

Μένει μόνη, από τότε που αναχώρησε για την «Εδέμ» ο κύρης της. Ναι, έτσι αναφέρεται στη μεταθανάτια ζωή η μαυροφορούσα. Ούτε για τα Ουράνια ούτε για τον Παράδεισο κίνησαν οι νεκροί της. Πότε και ποιος της μίλησε για Εδέμ, πού άκουσε αυτόν τον χαρακτηρισμό του Κάτω Κόσμου, άγνωστο. Η απάντηση, όταν τη ρωτήσει κάποιος, είναι: «Πώς αλλιώς...» και ανασηκώνει τους ώμους. Παιδιά; Την ρωτάει η καλή γειτόνισσα. «Αχ, μωρέ ζεβζέκια», απαντάει, «ας παίξουν τώρα που είναι μικρά. Ας χαρούν. Μόνο μη μαλώνουν, μη, μη!».

Αποφεύγει να απαντήσει άμεσα. Ξέρουν όλοι στη γειτονιά πως ο γιος της αρρώστησε, υπέφερε χρόνια και χρόνια και πέθανε αφήνοντας χήρα και ορφανά. Ποτέ της δεν αποδέχτηκε τον θάνατό του. Έκτοτε άρχισε τις καθημερινές της βόλτες, τις χαιρετούρες, τα σχόλια για τα παιδιά. Την ίδια τακτική ακολουθεί, χειμώνα καλοκαίρι. Με τον ίδιο πάντα τρόπο καλωσορίζει τους καλούς της γείτονες, καλεί για καφέ τις καλές γειτόνισσες. Και ο καιρός περνά. Τα χρόνια δεν λεν να ασπρίσουν τα κατάμαυρα μαλλιά της. Ούτε να αλλάξουν τις καθημερινές της διαδρομές. Άδικα προσπάθησαν τα εγγόνια που μεγάλωσαν να την πείσουν πως ο πατέρας τους έχει χρόνια πεθαμένος. Πως δεν είναι πια παιδί. «Αχ, μωρέ ζεβζέκια, ας παίξουν τώρα που είναι μικρά. Ας χαρούν. Μόνο μη μαλώνουν, μη, μη!», απαντάει κάθε φορά.
Και εκεί, πιστή στο καθημερινό της ραντεβού με τους καλούς της γείτονες...


Φωτογραφία: Ντέιβιντ Γουίλιαμ Τζέντλεμαν (1930). Κήπος.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 18 Απριλίου 2024, αρ. φύλλου 1221.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ