23.12.24

Παναγιώτης Παπατζανετέας

 
ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 23.5.2024 | 1226


Από τις Κάλυβες της Μεσσηνιακής Μάνης στις καλύβες του «Βάλτου» των Γιαννιτσών



ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: 
ΝΩΝΤΑΣ ΤΣΙΓΚΑΣ

Το καλοκαίρι του 2023, ένα χαυνωτικό καταμεσήμερο, περάσαμε, δίκην εποχουμένων εξερευνητών, με τη σύζυγό μου, μέσα από τις Κάλυβες στα περίχωρα της Καρδαμύλης, νομίζοντας στην αρχή πως το σιωπηλό μέσα στη θερινή ραστώνη χωριουδάκι ήταν ακατοίκητο. Γρήγορα η εντύπωση μας αυτή διαψεύστηκε. Ήχοι από κουζινικά που ακούγονταν και οικείες μυρωδιές φρεσκομαγειρεμένου φαγητού που πλανήθηκαν διέλυσαν κάθε τέτοια εκδοχή που το μυαλό μας είχε φευγαλέα κατασκευάσει. Το σύντομο πέρασμα –ευτυχής συγκυρία– από το σπίτι του Παναγιώτη Βαλαχέα, η ανοιχτή του καρδιά και ο θερμός μας διάλογος σφράγισαν την επίσκεψή μας αυτή. «Είναι από τη Μακεδονία, τα μέρη τής Καστοριάς» μάς σύστησε στον αδελφό του. «Παύλος Μελάς!» είπε εκείνος με φανερή συγκίνηση. Α, ρε Μανιάτες σκέφτηκα… Χωρίς εσάς εκεί πάνω τότε…». Κι έφερα αμέσως στο νου μου τρεις που τους είχα πρόχειρους τον Καπετάν Ζιάκα (Γρηγόριος Φαληρέας από την Καρδαμύλη) και τον Καπετάν Γέρμα (Νικόλαος Τσοτάκος από το χωριό Γέρμα) … «λοιπόν εδώ δίπλα» συνέχισε ο Παναγιώτης «είναι και το σπίτι του Παπατζανετέα. Το’ χουν αγοράσει από τη θυγατέρα του Ολλανδοί. Καλοί άνθρωποι και το φροντίζουν. Μένουν μόνιμα εδώ». 

 Φωτογράφησα το ευάερο-ευήλιο και ανακαινισμένο πετρόχτιστο σπίτι του παλιού «αρχηγού του Βάλτου» (Λίμνη των Γιαννιτσών) χωρίς καθόλου να με πειράζει που φωτογράφιζα το σπίτι ενός «βορειοευρωπαίου. Μένει τουλάχιστον όρθιο και θα το συνοδεύει λίγο καιρό ακόμα η μνήμη, όπως γίνεται με όλα τα ανθρώπινα. Θεώρησα όμως σκόπιμο να καταθέσω αυτή την μικρή ανθολόγηση σχετική με τον θρυλικό Παναγιώτη Παπατζανετέα.



* * *


«Κανένας στὶς καλύβες καὶ στὰ πατώματα τῶν Βουλγάρων δὲν ἤξερε τί κόσμος κατέφθανε στὸν Βάλτο τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1906. Ἀρκετά ἤδη τοὺς ἀπασχολοῦσε ποῦ βρίσκεται ὁ Παπατζανετέας καὶ οἱ ἄλλοι. Δὲν ἤξεραν κάν ὅτι ὁ ἀρχηγός τοῦ Βάλτου ὅδευε πρὸς Ἀθήνα, σακατεμένος ἀπὸ τήν ἑλονοσία. Μαθημένοι στὴν πειθαρχία καί ὁπλισμένοι, ἀναλόγως τῶν συνθηκῶν, ἱκανοποιητικά, πρᾶγμα ποὺ τοὺς ἔδινε αὐτοπεποίθηση, μοίραζαν τὴν ὥρα τους σὲ χωριά καὶ περιπολίες, σὲ ἐνημέρωση καὶ ἐπαγρύπνηση καὶ παρόμοια στρατιωτικά. Πάντως, καινούργια μονοπάτια ἀπὸ καιρό δὲν ἔκοβαν καὶ εἴχανε χωριστεῖ μέσα στὸ μυαλό σὲ δύο ὁμάδες, πρᾶγμα ποὺ ἀδυνάτιζε τὴ διάθεση γιὰ δράση. Ἦταν δυνατοί, βεβαίως. Ὡσάν λεπίδια φορτωμένα λάσπη οἱ πλάβες τους στάλιζαν στὶς καθορισμένες θέσεις, ἐνῶ τά κουνούπια παραφύλαγαν γύρω ἀπό τὸ στόμα τους καὶ τὰ μάτια τους, χιλιάδες χιλιάδων, ἀκατάβλητα καί μεγάλα, ἐπιθετικά καί παλίντροπα. Αὐτά σίγουρα κυριαρχοῦσαν στὸν Βάλτο. 

Τὸν βλέπω νὰ ἔρχεται ὄρθιος στὴν πλάβα καὶ νὰ μὴ μὲ λένε Παναγιώτη ἄν δὲν εἶναι αὐτός ὁ Ἄγρας. Νομίζω πὼς τὸν ἔχω συναντήσει παλιότερα στὴν Ἀθήνα, ἀλλά ποιός νὰ θυμᾶται τώρα μὲ τὰ μύρια ποὺ ἔχουνε μεσολαβήσει. Μοῦ εἶπαν ἀπὸ τὸ Κέντρο πάρ’ τον καὶ μάθε του τὰ μυστικά τοῦ Βάλτου. Γιατί ὄχι. Ἔχω μάθει τόσα καὶ τόσα ἀπὸ ἄλλους γι’ αὐτόν τὸν τόπο. Ἀναρωτιέμαι... ἄν ὅλα πᾶνε καλά καὶ οἱ ἐθνικοί μας στόχοι ἐκπληρωθοῦν, τί θὰ τὸν κάνουμε αὐτόν τὸν Βάλτο... 

Αὐτός λοιπόν ὁ σκυμμένος, ὁ σκαμμένος ἀπὸ τὴν ἑλονοσία πρέπει να ’ναι ὁ Μανιάτης Παπατζανετέας ποὺ μᾶς ἔκαμε νὰ στεριώσουμε στὸν Βάλτο καὶ μπῆκε στὸ χωριό τοῦ Ἀποστόλ κι ἀποχώρησε ἀπείραχτος... Οἱ γύρω του ἀδιόρατα τὸν τιμοῦν ἀλλ’ αὐτός ἔχει μάτια μόνο γιά μένα... θέλει νὰ ξέρει τί διάδοχο τοῦ ἑτοίμασαν... Ἄς θέλει... ἐγώ τὸν Ἄγρα τὸν ἐμπιστεύομαι... ἡ καρδία μου φλέγεται ἀλλ’ εἶναι νεκρά... Αἰσθήματα οἴκτου καὶ ὀδύνης, τρυφεραί θωπεῖαι καὶ ὁ τῶν κορασίδων ἔρως ἐρρέτωσαν... Μὲ ὑποδέχεται τὸ στοιχειό τῆς λίμνης... θὰ μαθητέψω κοντά του πρόθυμα... Λαλοῦν τ’ ἀηδόνια καὶ πλαντάζω... ἀνθοῦν τὰ ρόδα καὶ μεθῶ... τὸ φεγγαράκι κουβεντιάζω... καὶ μοῦ ’ρχεται νὰ τρελαθῶ...»

Πὰνος Θεοδωρίδης, ἀπόσπασμα ἀπό τὸ μυθιστόρημα 
Τὸ ἠχομυθιστόρημα τοῦ Καπετάν Ἄγρα, Κέδρος 1994, σελ. 17-18.




Παναγιώτης Παπατζανετέας 

[γεν. Καρδαμύλη, ; - θαν. Ἀθήνα, 2 Σεπτεμβρίου 1937]

τῆς ΟΛΓΑΣ ΘΡΕΨΙΑΔΟΥ -ΜΠΕΛΛΟΥ

Ο Παναγιώτης Παπατζανετέας ἦταν ὁ τύπος τοῦ ἡρωικοῦ καὶ σεμνοῦ Μανιάτη. Μέσα στὸ καχεκτικὸ καὶ πολυβασανισμένο ἀπ’ τὶς κακουχίες καὶ τὶς ἀρρώστιες τοῦ Βάλτου κορμί του κρυβόταν μιά μεγάλη κι ἁγνὴ ψυχή. Δὲν ἦταν μορφωμένος ἀλλὰ ἦταν ἔξυπνος κι ἤξερε νὰ βρίσκει πάντοτε τὴν καλύτερη λύση σ’ ὅλα τὰ προβλήματα.

Ἦταν ἕνας καλός λοχίας τοῦ ὑλικοῦ τοῦ πυροβολικοῦ κι ἔλαβε μέρος στὸν Αγώνα σάν ἐθελοντής ἀπ’ τὸ 1906 ὣς τὸ1908. Πολέμησε σὲ διάφορα μέρη τῆς Μακεδονίας, μὰ ἡ σπουδαιότερη δράση του ἦταν στὴ Λίμνη τῶν Γιαννιτσῶν, τὸ «Βάλτο», ποὺ εἶχε σχηματιστεῖ ἐδῶ κι ἑκατὸν πενήντα πάνω-κάτω χρόνια ἀπ’ τὰ νερὰ τῶν ποταμῶν Ἀλιάκμονα κι Ἀξιοῦ. Κι ἀπ’ αὐτὸν τὸ Βάλτο πήγαζε ὁ ποταμὸς Λουδίας, ποὺ χυνόταν στὸ Θερμαϊκό.

 Σήμερα ὅλη αὐτή ἡ περιοχή, ὕστερ’ ἀπό μεγάλα ἀποξηραντικὰ ἔργα, ἔχει μεταβληθεῖ σὲ μιὰ ἀκόμα πλουτοφόρα πεδιάδα τῆς Μακεδονίας. Μὰ τότε, στίς ἀρχές τοῦ αἰώνα μας, ἦταν ἀκόμα ἕνας νοσογόνος κολασμένος βάλτος. Στὰ εἰρηνικά βέβαια χρόνια ἡ Λίμνη ἦταν, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανείς, μια προσοδοφόρα πηγὴ γιὰ τοὺς ντόπιους. Οἱ χωρικοί ἀπὸ κεῖ προμηθεύονταν τὸ καλάμι, ποὺ χρησιμοποιοῦσαν γιὰ τὶς καλύβες τους καὶ τὶς στέγες τους. Οἱ ψαράδες βρίσκανε ἄφθονα ψάρια καὶ τὸ ἐμπόριο τροφοδοτοῦσε μὲ βδέλλες τὶς ξένες φαρμακευτικὲς ἀγορές. 

Τ’ ἀπομνημονεύματα τοῦ καπετάν Παναγιώτη στάθηκαν πολύτιμα γιὰ τὰ «Μυστικά τοῦ Βάλτου» τῆς κυρίας Δέλτα. Πρῶτα-πρῶτα μοῦ ἔδωσε λεπτομερή περιγραφὴ τῆς κατασκευῆς τῶν καλυβιῶν. Πῶς τὰ στηρίζανε στὸ βυθό τῆς Λίμνης, πῶς σχηματίζανε τὸ πάτωμα καὶ τὴν καθαυτό καλύβα, τὰ προχώματα, τὴ σκεπὴ καὶ τοὺς φούρνους ὅπου ψῆναν τὸ ψωμί τους. Πῶς βρίσκαν τὸ δρόμο τους πρὸς τὶς δικές τους καὶ τὶς ἐχθρικές καλύβες ἀπ’ τὰ βαθιά καὶ καθαρά ρυάκια, ποὺ σχηματίζονταν ἀνάμεσα στὴν πυκνή βλάστηση τοῦ βυθοῦ. Καλάμια καὶ ραγάζι (δηλαδή τὸ ἄγριο καλάμι, ποὺ τὸβάζουν μέσα στὰ σαμάρια καὶ τὸ λένε παπύρι καὶ τὸ ψαθί ποὺ φτιάχνουν τὶς καρέκλες), ρακίτα, ἕνα δέντρο, ποὺ βγάζει ἀμέσως ἀπ’ τὸ βυθό πολλοὺς κλώνους, λαπατιά, ἕνα πλατύφυλλο φυτό, ποὺ βγαίνει ὅπου τὸ νερὸ εἶναι βαθύ, κι ἕνα σωρό ἄλλα μικρά καὶ μεγάλα πλοκάμια σχημάτιζαν δεξιά κι ἀριστερά ἀπ’ τοὺς νερένιους δρόμους ἀδιαπέραστα προχώματα. 

Τὴν περιγραφή τῆς Λίμνης, ὅπως τὴν πῆρα ἐγὼ ἀπ’ τὸν καπετάν Παναγιώτη, τὴ βρίσκει κανεὶς πιστὰ ἀποδομένη στὶς σελίδες τῶν ἀπομνημονευμάτων του. Μὰ ἐνῶ ἡ εἰκόνα τῆς Λίμνης, ποὺ ζωντανεύει στὸ κείμενο τοῦ καπετάν Παναγιώτη εἶναι σχεδόν πένθιμη καὶ τὰ πολεμικὰ ἐπεισόδια, ποὺ ξετυλίγονται μέσα στὴν πράσινη αὐτή κόλαση κι οἱ φωνές κι οἰμωγὲς τῶν σκοτωμένων κι ἑτοιμοθανάτων, ποὺ σχίζουν τὸ μολυσμένο της ἀέρα μᾶς θυμίζουν φρικιαστικές σκηνές τοῦ Dante, ἡ κυρία Δέλτα μὲ τὴν ἀπαράμιλλη τέχνη της, χωρίς νὰ παραλείψει τίποτα ἀπ’ τὸ τραγικό κι ἀληθινό, μᾶς δίνει μιὰ ειδυλλιακή περιγραφή τοῦ Βάλτου: «Ἡ βλάστηση τῆς Λίμνης ἦταν πλουσιότατη. Θάμνοι διάφοροι φούντωναν κατὰ τοῦφες πυκνές. Πλατόφυλλες νυμφαῖες ἁπλώνουνταν, φούντωναν ἄφθονες, ὅπου ἦταν ἀκίνητα τὰ νερά, μυστηριώδεις καὶ σιωπηλές. Λαπατιές χοντρόφυλλες, μὲ μεγάλα ἁπλωτά, σκληρά φύλλα, πλάγι σὲ ραγάζια, ποὺ ψιθύριζαν στὸ κάθε ἀεράκι, δυὸ μέτρα καὶ περισσότερο πάνω ἀπό τά νερά. Καὶ καλάμια. Καλάμια παντοῦ, ποὺ πετάγουνταν ὣς τέσσερα μέτρα ψηλά, τοῖχος πράσινος τὸ καλοκαίρι, κίτρινος καὶ ξερός τό χειμώνα, σκεπάζοντας μὲ τὸ σφύριγμα καὶ τὸ μουρμούρισμά του κάθε ὕποπτο ψίθυρο.

Ἐδῶ κι ἐκεῖ δέντρα ἀτροφικά, ρακίτα, ὅπως τἄλεγαν οἱ ψαράδες, βλάστιζαν ἀραιά καὶ ποῦ. Κάπου-κάπου καμιὰ ἰτιά ἔγερνε τὸ πένθιμο φύλλωμά της. Ἀκόμα κι ὀξυές, ποὺ στὸ δυτικό μέρος τῆς Λίμνης δάσωναν τὴν ἀκρολιμνιά, ἀσφάλιζαν στοὺς κομιτατζήδες, ποὺ τὴν εἶχαν καταλάβει, ἄσυλο καὶ βέβαιη ἀτιμωρησιά. 

 Ἐπίσης ἀπὸ ζωή ἔβριθε ἡ Λίμνη. Ψάρια καὶ χέλια, βατράχια καὶ νερόφιδα, κατά μυριάδες στὰ νερά της. Νερόκοτες (κουκλικές, ὅπως τὶς λέν οἱ ντόπιοι), ἀγριόπαπιες, ἀγριόχηνες καὶ ἄλλα πουλερικά, ἀγρίμια, ἀλεπούδες, κουνάβια, ἀγριόχοιροι, ἀκόμα καὶ λύκοι, ποὺ κατέβαιναν ὣς ἐκεῖ τὸ χειμώνα, γέμιζαν τὴ λίμνη ψίθυρα, κακαρίσματα, πιπίσματα, τσιρίγματα, οὐρλιάσματα, σουσουρίσματα, μουρμοῦρες, κρότους γνωστούς καὶ ἄγνωστους, ποὺ πολλαπλασιάζουνταν στὰ σιωπηλά νερά της, τῆς ἔδιναν ὄψη μυστηριώδικη καὶ φαντασμαγορική».

Ὁ καπετάν Παναγιώτης ἦταν ἕνας κλειστός, ὀλιγόλογοςἄνθρωπος και συμπλήρωνε τὴν ἀφήγησή του, ὅπου ὁ λόγος δὲν τὸν βοηθοῦσε, μ’ ἐκφραστικές χειρονομίες καὶ μορφασμούς. Ἀντίθετα ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους Μακεδονομάχους δὲν μὲ δέχτηκε ποτέ σπίτι του καὶ μόνο μιά φορά συγκατατέθηκε νά μέ συνοδέψει ὣς τὴν κυρία Δέλτα, γιὰ νὰ τὸν γνωρίσει. Ἦταν μιὰ χαριτωμένη καὶ πρωτότυπη συνέντευξη, ποὺ δόθηκε ἑλληνοπρεπέστατα γύρω ἀπό ἕνα καθαρά ἐγγλέζικο φλιτζάνι τσάι.

Τ’ ἀπομνημονεύματα αὐτά γράφτηκαν σὲ μιὰ ἥσυχη γωνιὰ τοῦ καφενείου Ζαχαράτου, ἀπέναντι ἀπ’ τὴν ξύλινη σκάλα, ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ «πατάρι τῶν στρατηγῶν». Ἐκεῖ μᾶς ἔβρισκε νὰ δουλεύουμε ὥς αργά τὸ βράδυ ὁ ἄντρας μου, ποὺ εἶχε γίνει στὸ μεταξὺ ἕνας πολύ καλός φίλος τοῦ καπετάν Παναγιώτη. Μᾶς διέκοπτε μ’ ἕνα χαρούμενο ἐπιφώνημα κι οἱ τρεῖς μαζί πηγαίναμε γιὰ τὸ βραδινό μας περίπατο στὴν πλατεία. 

 Παρ’ ὅλο τὸ σοβαρό κι αυστηρό του ὕφος ξένιζε ἡ ἀπέραντη καλοσύνη καὶ τιμιότητα, ποὺ ἀκτινοβολοῦσε στὰ μάτια του. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν ἀρχὴ μοῦ διηγόταν μὲ ἀποτροπιασμό τὶς φρικαλεότητες αὐτοῦ τοῦ ἀνταρτοπολέμου. Μὰ ὕστερα σιγά-σιγά συνήθισε, ὅπως ἔλεγε κι ὁ καπετάν Μακρῆς, ποὺ θεωροῦσε καὶ τὸν πόλεμο μ’ ὅλα τὰ κακά του μιά συνήθεια. Κι ἔτσι ἔφτασε ἡ στιγμὴ ποὺ μοῦ διηγόταν τὰ βασανιστήρια, ποὺ ἔκαναν οἱ δικοί μας, μὲ τὸν πιὸ ἁπλὸ καὶ φυσικό τρόπο. Γιατί δυστυχῶς κι οἱ δικοί μας ἔκαναν βασανιστήρια, προπάντων ἅμα θέλαν ν’ ἀποσπάσουνε ἕνα μυστικό ἢ μιὰ ὁμολογία ἀπ’ τὸν ἐχθρό. Τὰ βασανιστήρια αὐτὰ εἶχε διδάξει στοὺς Ἕλληνες, ὅπως μοῦ ἔλεγε ὁ καπετάν Παναγιώτης, ἕνας Βούλγαρος προδότης, κι ἦσαν τόσο φοβερά, ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ τ’ ἀντέξει καὶ τὸ μεγαλύτερο παλικάρι. 

Στὴ σελίδα 48 τῶν ἀπομνημονευμάτων του ὁ Παπατζανετέας περιγράφει μ’ ἀφάνταστη ψυχραιμία τὴ σύλληψη καὶ τὸ μαρτυρικό θάνατο τοῦ Ἕλληνα γιατροῦ Ἀντωνάκη, ποὺ πρόδινε στοὺς Τούρκους ὅσους Ἕλληνες εἶχαν ὅπλα. Παραθέτω ἐδῶ ὁλόκληρο τὸ σχετικό κομμάτι, γιατὶ εἶναι πολὺ χαρακτηριστικό: «Ἦταν Μεγάλη Πέμπτη βράδυ τοῦ 1908. Τὸ λημέρι μας ἦταν ὅλο κουκουναριές καὶ βράχια μεγάλα —ὡραῖο λημέρι, ἄς ἐρχότανε ὅσο ἤθελε ὁ στρατὸς καὶ βρισκόταν κοντά σ’ ἕνα μετόχι τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ἐκεῖ λοιπὸν ἦρθε μιὰ χωρική καὶ μᾶς εἶπε πὼς ὁ γιατρός εἶναι μὲ δυὸ ζαπτιέδες (Τούρκους χωροφύλακες) στὴ Νικήτη. Ἐγὼ εἶχα δυό παιδιά ἀπ’ τὴ Νικήτη, ἕναν Τριαντάφυλλο κι ἕναν ἄλλο, ποὺ δὲν θυμᾶμαι τ’ ὄνομά του. Τοὺς εἶπα λοιπὸν νὰ πᾶνε στὴ Νικήτη, νὰ πιάσουν καὶ νὰ μοῦ φέρουν τὸ γιατρό. 

Αὐτοί οἱ δυὸ φοροῦσαν χωριάτικα ροῦχα. Ἄφησαν μόνο τὸν ὁπλισμό τους καὶ πῆγαν. Τοὺς ἔδωσα καὶ μιὰ λίρα, γιὰ νὰ μεθύσουν τοὺς ζαπτιέδες καὶ νὰ πιάσουν τὸ γιατρό. Κι ἔτσι ἔγινε. Τὸν ἔπιασαν καὶ μοῦ τὸν ἔφεραν στὸ λημέρι. Ἀμέσως ἄρχισα νὰ τὸν ἀνακρίνω. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἤθελε νὰ ὁμολογήσει, τὸν ἔδεσα μὲ τὰ χέρια πίσω στὴν πλάτη καὶ τὸ πόδι κάτω ἀπ’ τὸ σαγόνι, καὶ τὸν κρέμασα σὲ μιὰ κουκουναριά ἀπ’ τὸ σχοινί ποὺ ἦταν δεμένα τὰ χέρια (τό δέσιμο τοῦ ποδιοῦ κάτω ἀπ’ τὸ σαγόνι ἦταν τόσο φοβερό, ὥστε ἕνας μιά φορά μέ τὴ μιὰ μόνο φτέρνα του ἔσκαψε μιάμιση πιθαμή τὸ χῶμα. Κι ἄλλος ἔκανε δεκαπέντε μέρες νὰ περπατήσει). Μόλις τὸν ἔδεσα λοιπόν, ἄρχισε νὰ φωνάζει: “Ἀμάν, λύσε με, καπετάνιε, νὰ στὰ μαρτυρήσω”. Μὰ μόλις τὸν λύσαμε, δὲν ἤθελε πιὰ νὰ μαρτυρήσει. Τὸν ξανακρέμασα λοιπὸν καὶ κρεμασμένος μοῦ τὰ μαρτύρησε.

Μοῦ εἶπε πὼς ὁ καϊμακάμης τοῦ Πολυγύρου τοῦ ἔδινε μισθὸ δυὸ λίρες τὸ μήνα κι ὅτι τοῦ εἶχε καὶ τὰ δυὸ παιδιά του στὴν τουρκική σχολή στὴν Πόλη. Κι ὅτι τότε ἦρθε στὴ Νικήτη, γιὰ νὰ μάθει ποῦ εἶναι τὸ σῶμα μας. Ἀφοῦ μᾶς εἶπε ὅλα, τὸν σκοτώσαμε μὲ μαχαίρι, μπηχτές στὴν καρδιά. Τὸν ξεκρεμάσαμε καὶ τὸν χτυπήσαμε καταγῆς. Ἦταν ἕνα θηρίο ἴσαμε κεῖ πάνω, καὶ νέος ὣς σαράντα χρονῶν. Καὶ τὸν θάψαμε ἐκεῖ σέ μιά ρεματιά ἀμμουδερή, ὅπου σκάψαμε μὲ τὰ μαχαίρια μας». 

Ὁ Παπατζανετέας ἦταν πραγματικά καλὸς καὶ πονόψυχος μὲ τοὺς ἄντρες του, ἀλλὰ σκληρός κι ἀμείλικτος ὅταν συναντοῦσε ἰδιοτέλεια ἢ ἀτιμία. Γι’ αὐτὸ καὶ πολλὲς φορὲς ἦρθε σ’ ὀξύτατη ἀντίθεση ἀκόμα καὶ μὲ ἀνωτέρους του. Δὲν συγχωροῦσε ποτὲ τὴν κλεψιά, τὴ δωροδοκία καὶ τὸ πρόστυχο κυνήγημα τῆς γυναίκας. Γι’ αὐτὸν οἱ γυναικάδες δὲν ἄξιζαν κανένα σεβασμό. Ἐκτός ἀπ’ τή Λίμνη τῶν Γιαννιτσῶν ὁ Παπατζανετέας προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες καὶ στὴ Χαλκιδική, ὅπου διαδέχτηκε σὰ διευθυντής τοῦ διαμερίσματος τό λοχία Βασίλη Παπακώστα. Καὶ κατόρθωσε μέσα σ’ ἐλάχιστο χρονικό διάστημα νὰ ξεκαθαρίσει ὁλόκληρη τὴ Χαλκιδική ἀπ’ τὰ κακοποιὰ στοιχεῖα ποὺ τὴν ἐλυμαίνοντο, κι ἀπ’ τοὺς προδότες. Ἐπίσης πολύτιμες ὑπηρεσίες προσέφερε στὰ Βοδενά σὰν πράκτωρ προπαγάνδας καὶ διευθυντής τοῦ οἰκοτροφείου τῆς σχολῆς. Ἐκεῖ εἶχε πολύτιμους βοηθοὺς τὸ διευθυντή τῆς σχολῆς ἀνθυπολοχαγό Νεόκοσμο Γρηγοριάδη, ποὺ τὸ ψευδνυμό του ἦταν Ανδρόνικος κι ἕναν γιατρό Κιτάνο, ποὺ τριγυρίζοντας παντοῦ ἐλεύθερα δῆθεν γιὰ νὰ γιατρεύει, ἐξασκοῦσε συνάμα μὲ καταπληκτικὴ ἐπιτυχία τὴν ἐθνική του ἀποστολή. 

Ἀπ’ τὰ Βοδενά ἐπιτέλους οἱ Τοῦρκοι τὸν ἔστειλαν «ὑπὸ συνοδείαν» στὴ Θεσσαλονίκη κι ἀπὸ κεῖ σὰν ἀνεπιθύμητο τὸν εξόρισαν στὴν Ἑλλάδα. Ἐδῶ ὁ συνταγματάρχης Δαγκλῆς, ποὺ ἦταν τότε διευθυντής τοῦ Κέντρου Ἀθηνῶν, τὸν ὑποδέχτηκε ἐγκάρδια κι ἀφοῦ τὸν συνεχάρη γιὰ τὴ δράση του, τοῦ πρότεινε νὰ τὸν στείλουν στὴ Λάρισα σὰ μόνιμο στέλεχος τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, ὥσπου νὰ λυθεῖ τὸ κρητικό ζήτημα καὶ νὰ ξαναφύγει τότε γιὰ τὴ Μακεδονία. Μὰ ὁ καπετάν Παναγιώτης δὲν δέχτηκε, κουρασμένος κι ἐξαντλημένος απ’ τὶς ἀρρώστιες. Καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν ἀφήσει νὰ μείνει στὴν Ἀθήνα. 

Στὶς 30 Ιουνίου τοῦ 1909, χωρίς καν ὁ ἴδιος νὰ ἔχει ἰδέα, τὸν προβίβασαν σὲ ἀνθυπασπιστή. Ὕστερ’ ἀπό νέες περιπέτειες καὶ σοβαρούς κινδύνους τῆς ὑγείας του, ἡ κήρυξη τοῦ πολέμου ’12-13 τὸν βρῆκε πάλι ἐδῶ. 

Τὸν Ιούλιο τοῦ 1912, ἐνῶ ὁ Παπατζανετέας βρισκόταν τότε στὸ Σκαραμαγκά, λαβαίνει διαταγὴ τοῦ ὑπουργείου νὰ παρουσιαστεῖ στὸ ἐπιτελεῖο, γιατί εἶχε κηρυχτεῖ ἡ ἐπιστράτευση. Παρουσιάστηκε λοιπόν ἀμέσως καὶ τοῦ δίνεται ἡ ἐμπιστευτική ἐντολή νὰ σχηματίσει ἕνα σῶμα ἀπὸ ὀγδόντα ἄντρες, νὰ μπεῖ στό τουρκικό ἔδαφος καὶ μὲ ὁρμητήριο τή Λίμνη τῶν Γιαννιτσῶν νὰ καταστρέψει γέφυρες καὶ σιδηροδρομικές γραμμές. 

 Ὁ Παπατζανετέας μὲ τὴ σιγουριά, ποὺ τοῦ ἔδινε ἡ παλιά του πεῖρα ἀπ’ τὸν πόλεμο τοῦ Βάλτου κι ἡ θρυλική παλικαριά του, ποὺ τὴ μεγάλωνε τώρα κι ὁ ἐνθουσιασμός, ἐξετέλεσε τὶς διαταγές ποὖχε πάρει μὲ μεγάλη ἀκρίβεια κι ἐπιτυχία.

Ὅταν οἱ δυὸ πόλεμοι τοῦ '12-13 τελείωσαν, ὁ καπετάν Παναγιώτης μαθαίνοντας πὼς ὁ Σπυρομήλιος πολεμοῦσε στὴ Χειμάρρα γιά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Βορείου Ηπείρου παρουσιάστηκε πάλι σὰν ἐθελοντὴς καὶ μὲ τὸ βαθμὸ ὑπολοχαγοῦ τοῦ πυροβολικοῦ πολέμησε κι ἐκεῖ ἡρωϊκά, ὅπως πάντα.

Ἐδῶ τελειώνει ἡ ἀξιοθαύμαστη πολεμικὴ καὶ γενικά πατριωτική δράση τοῦ σεμνοῦ αὐτοῦ Μανιάτη στὸ Μακεδονικό Αγώνα καὶ στοὺς δυὸ δοξασμένους μας πολέμους. Μὰ πρὶν κλείσουμε ὁριστικὰ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο, πρέπει νὰ προσθέσουμε ἀκόμα κάτι: Τὸ 1913 ὁ Παπατζανετέας πολεμώντας στὸ βουλγαρικό μέτωπο σκοτώνει ὁ ἴδιος τὸν ἄγριο κομιτατζή Λέτσο, ποὺ εἶχε ἀναμιχθεῖ ἄλλοτε στό μαρτυρικό θάνατο τοῦ Ἄγρα. Κι ἔτσι ὕστερα ἀπὸ ἕξι ολόκληρα χρόνια ἐκτελεῖται ἡ διαταγή, ποὺ τοῦ εἶχε δώσει τότε ἀπ' τὸ Κέντρο Θεσσαλονίκης ὁ Ἀλ. Μαζαράκης, νὰ ἐκδικηθεῖ μὲ κάθε τρόπο τὸ θάνατο τοῦ ἁγνοῦ παλικαριοῦ.




Φωτογραφίες: 
- Ο Παναγιώτης Παπατζανετέας με στολή υπαξιωματικού του στρατού (Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα-Θεσσαλονίκη)
- Ο Παναγιώτης Παπατζανετέας σε ώριμη ηλικία φωτογραφημένος στην Αθήνα (Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα-Θεσσαλονίκη) [μόνο στην έντυπη έκδοση της εφημερίδας]
- Το σπίτι του Παπατζανετέα στις Κάλυβες (φωτ.Akim Heijdenrijk)  [μόνο στην έντυπη έκδοση της εφημερίδας]


Η Αντιγόνη Μπέλλου-Θρεψιάδη εργάστηκε ως γραμματέας της Πηνελόπης Δέλτα παίρνοντας προσωπικές συνεντεύξεις από πολλούς μακεδονομάχους τις οποίες η εργοδότριά της χρησιμοποίησε στα έργα της και ιδίως στο μυθιστόρημα της «Τα μυστικά του Βάλτου». Προέβαινε δηλαδή στη συλλογή πρωτογενούς του υλικού για την παροχή των απαραίτητων πραγματολογικών στοιχείων στη συγγραφέα. Έτσι, ήταν κατά κάποιο τρόπο και η συντάκτρια των απομνημονευμάτων του Γερμανού Καραβαγγέλη, του Παναγιώτη Παπατζανετέα, του Δικώνυμου Μακρή κ.α. πρωταγωνιστών του Μακεδονικού Αγώνα. Το απόσπασμα ανήκει στο βιβλίο της με τίτλο «Μορφές Μακεδονομάχων και τα Ποντιακά του Γερμανού Καραβαγγέλη», που εκδόθηκε το 1992 από τις εκδόσεις «Τροχαλία».


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 23 Μαΐου 2024, αρ. φύλλου 1226.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ