15.8.15

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Όσο κρατάει ένας λυγμός (ή Ευαγγελισμός)


ΟΔΟΣ 26.3.2015 | 781

Τι μέρα κι αυτή! 25 Μαρτίου, με έναν ήλιο ζεστό και χρυσαφένιο, με μια απίθανη διαύγεια στην ατμόσφαιρα• χτες ακόμη, όλα μουντά και ομιχλώδη, σκεφτόμασταν τα φουκαριάρικα τα παιδιά που θα έπρεπε να παρελάσουν και δώστου και αγωνίζονταν οι μανάδες τους να βρουν την πρέπουσα λύση για τα ρούχα που θα τα κρατούσαν ζεστά και ευπρεπή ταυτόχρονα. Άδικες σκέψεις, γιατί η μέρα που ξημέρωσε, σωστός ευαγγελισμός! Ξεχύθηκε ο κόσμος στους δρόμους, γέμισαν οι καφετέριες και τα εστιατόρια χαρούμενους οικογενειάρχες. Και μια και ήταν η τελευταία Κυριακή της εαρινής ισημερίας, η δύση άργησε κατά μία ώρα• κανένας δεν ήθελε να επιστρέψει σπίτι, προτού σκοτεινιάσει για τα καλά.

Κάπου τότε ήταν, μόλις που είχε αρχίσει να λιγοστεύει το φως το φυσικό, και άναψαν παντού τα ηλεκτρικά: στα κέντρα, στους δρόμους, στις πλατείες. Χρονιάρα μέρα, διπλή γιορτή, να μην φωταγωγήσουν την πόλη όλη; Κάπου τότε ήταν που ξαφνικά, όλα σκοτείνιασαν, όλα βουβάθηκαν. Ξεχώριζαν μόνο μερικά αστέρια στο μοβ ουρανό και μια εκκωφαντική σιγή. Μια γυάλινη σφαίρα είχε καλύψει τα πάντα. Κοιτάζαμε τρομαγμένοι ο ένας τον άλλο, βουβοί και ακίνητοι, μέχρι που έφτασε ο ατέλειωτος λυγμός, απόκοσμος και βροντερός. Η σφαίρα έσπασε σε χίλια κομμάτια, ο ήχος μακρινός μα έσκασε ακριβώς δίπλα μας, εκείνος ο ατέλειωτος λυγμός της μάνας και τα φαρμακερά τα νέα: κάρβουνο και τα τρία της τ’ αγόρια, ανήμερα Ευαγγελισμού. Κάρβουνο ο Βαγγέλης, που μόλις χτες αρραβωνιάστηκε, κάρβουνο ο Θωμάς, το φανταράκι της, κάρβουνο κι ο Στέλιος, που τέλειωνε το λύκειο κι όνειρα έκανε για σπουδές Ιατρικής!

Λυγμός δεν ήταν ακριβώς. Πιότερο έμοιαζε με λύκου πεινασμένου μυκηθμό, με ωρυγή πληγωμένου σκύλου. Κι όλη η πόλη άκουγε αυτόν τον ατέλειωτο λυγμό που όμοιο του κανείς ποτέ δεν είχε ακούσει! Άδειασαν όλα τα μαγαζιά, αποτραβήχτηκε ο καθένας στή γωνιά του και το μακρόσυρτο ουρλιαχτό δεν έλεγε να σταματήσει. Η νύχτα που άργησε να φτάσει δεν έφερε μαζί της ηρεμία, ούτε γαλήνη. Κι η μάνα; Κάρβουνα ζητούσε, ν’ ανάψει μια φωτιά που θα ‘φτανε μέχρι τα ουράνια. Όσο για μας, ξεχάσαμε μετά από λίγες μέρες και τον ατέλειωτο λυγμό και τα πυρωμένα κάρβουνα της μάνας.

Μόνο, να, κάθε χρονιά του Ευαγγελισμού, με καταπλάκωνε ένα μολύβι ασήκωτο το στήθος. Τη μια χρονιά η μέρα βροχερή, την άλλη με παγωμένο ξεροβόρι• ηλιόλουστη και ζεστή σαν τότε, δεν έλεγε να φανεί. Και πάντα ένας κοφτός λυγμός με έπνιγε μόλις ξημέρωνε. Τη μάνα έφερνα στο μυαλό μου, τα κάρβουνα που παράχωσε και πώς να πορευόταν στη ζωή; Πώς να ξάπλωνε τη νύχτα, πώς να σηκωνόταν το πρωί; Πού νάχε κολλήσει η σκέψη της; Στο γλέντι του αρραβώνα από βραδύς, στο κέφι και τη χαρά ολονών, πριν εκείνοι κινήσουν για το σπίτι τους και τα αγόρια με τη νύφη για ολονύχτιο ξεφάντωμα στα νυχτερινά τα μαγαζιά; Ή σ` εκείνη τη μαύρη ώρα που έφτασε το μήνυμα της απώλειας; Δεν με χωρούσε τότε ο τόπος όλος, έβγαινα έξω και πεζοπορούσα όλη μέρα.

Τυχαία έμαθα τον έκτο χρόνο, πως ρίζωσες μέσα της μ’ έναν ατέλειωτο λυγμό. Τον έκτο Ευαγγελισμό γεννήθηκες, και τότε έτρεξα στην κλινική και ζήτησα νονά σου νάμαι. Η πρώτη μου γνωριμία με τη μάνα σου. Η μέρα ηλιόλουστη και γιορταστική. Της είπα για τον εφιάλτη που βίωνα κάθε Ευαγγελισμού κι εκείνη μ’ ένα πελώριο χαμόγελο, σ’ απείθωσε στην αγκαλιά μου. Ευαγγελία σε ονομάτισα, μεγάλωσες κιόλας κόρη μου, κι η μάνα σου μου παραδείχνει συνεχώς, πως έχεις τα μάτια του Βαγγέλη της, το χαμόγελο τού Θωμά της, την κορμοστασιά του Στέλιου της. Εγώ βλέπω απλά τη μικρογραφία της μάνας σου σε σένα, λείπει μόνο εκείνος ο αέναος πνιχτός λυγμός που δεν λέει να φύγει ποτέ από την έκφρασή της.


Φωτογραφία: Fra Angelico (Φρα Αντζέλικο) [Fra Giovanni da Fiesole, il Beato Angelico] (1395-1455), λεπτομέρεια του Ευαγγελισμού της Κορτόνα (1433-34) στο Museo Diocesano, της Cortona της Ιταλίας.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 26 Μαρτίου 2015, αρ. φύλλου 781


2 σχόλια:

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ