Τα αρχαία ελληνικά ονόματα δεν είναι καθόλου τυχαία. Κάτι εκφράζουν από την ιδεολογία των προγόνων μας (κοινωνική, πατριωτική, φιλοσοφική, θρησκευτική διάθεση και ιδέα) ή και χαρακτηριστικά γνωρίσματα των προσώπων. Π.χ. Περικλής (περί + κλέος = δόξα) περιβεβλημένος με δόξα. Αγησίλαος (άγει τον λαόν, ηγέτης), Χαρίδημος (ή χάρις του Δήμου), η Πολύμνια (πολύ + ύμνος), Καλλιόπη = η έχουσα ωραία μάτια (κάλλος + όπωπα, οψ- , όψη), η Θάλεια (ρήμα θάλλω, θαλερή), η Αρσινόη (αίρω + νους), αυτή που ξεσηκώνει τα μυαλά των ανδρών, ο Πολυνείκης (πολύ + νείκος = έριδα, φιλονικία) = μεγάλη φιλονικία. Ο Ετεοκλής (ετεός = γνήσιος, αληθής + κλέος) = αληθινή δόξα, Ιφιγένεια = από κραταιό γένος, η Ερισθένεια (έρι + σθένος) = πολύ δυνατή. (Το έρι – επιτακτικό μόριο της αρχαίας – σώθηκε στην λέξη ερίτιμος (κυρία) , πολύ τιμημένη). Σοφοκλής = σοφός + κλέος, Θεμιστοκλής (η Θέμις = έθιμο, νόμος, θεσμός + κλέος) και πολλά άλλα.
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι στα συμπόσια (όπου έπιναν και έτρωγαν) έστηναν μπροστά στους συνδαιτυμόνες ένα σκελετόν με την προτροπή να θυμούνται αυτοί ότι (αργά ή γρήγορα) έτσι θα καταντήσουν και αυτοί. Σήμερα κατά μείζονα λόγον, οι καπνίζοντες (ένιοι δε και αρειμανίως) να βλέπουν ένα τέτοιο εκμαγείο – ομοίωμα, μπας και συνέλθουν…
Στην Αρχαία Ελληνική, ο σκίμπους, του σκίμποδος = σκαμνί διπλωτό, κάθισμα. (συνώνυμη λέξη ο οκλαδίας, πρβλ στην γυμναστική οκλαδόν). Υποκοριστικόν της λέξεως το σκιμπόδιον (πτυσσόμενο κάθισμα). Οι Γάλλοι την ελληνική λέξη την έκαναν σκαμπώ (σκαμπό). Την ξαναπήραμε από αυτούς ως αντιδάνειο, το σκαμπό, παλιότερα με –ω.
Υπουργός κ. Βούτσης, 9/4/2015: Δεν γίνεται έτσι παραγωγική ανάπτυξη με αυτά τα μίνιμα(!). Να χαίρεται... κανείς με τέτοιες ελληνικοποιήσεις! Στη γλώσσα διατηρούνται στερεοτύπως κάποιοι ξενισμοί, κυρίως από τα Λατινικά: το maximum, το minimum (κατά το μέγιστο, κατ' ελάχιστον), realismus, tempore dato, apriori (και φιλοσοφικός όρος), casus belli, κ.ά. Τα χρησιμοποιούμε "στερεοτύπως", ως έχουν και όπως γράφονται. Ο κ. Υπουργός το λατινικό minimum το "ελληνικοποίησε" μίνιμα(!), όπως θα έλεγε: δώρα, τα δώρα. Δεν καταδέχτηκε να αποδώσει στα ελληνικά: με αυτά τα ελάχιστα.
Η ποντιακή είναι η ελληνική γλώσσα που ωμιλείτο στην περιοχή ολόκληρου του Πόντου όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την ελληνιστική περίοδο ως διάλεκτος της κοινής ελληνικής σε χώρο με Ιωνικό υπόστρωμα, γι αυτό και τα πολλά στοιχεία – γνωρίσματα της Ιωνικής διαλέκτου. Συνέβη και με την Ποντιακή στο διάβα τόσων αιώνων ό,τι και με τα Κυπριακά ή τα Κρητικά (αλλοιώσεις φθογγικές κλπ, και παραφθορά στην προφορά). Ο κ. Θεόδωρος Κωνσταντινίδης, κατηρτισμένος φιλόλογος και συγγραφεύς – στον νομό μας πολύ γνωστός ως διατελέσας σχολικός σύμβουλος Δευτεροβάθμιας Εκπαιδεύσεως – έκανε κάτι πρωτότυπο. την Αντιγόνη του Σοφοκλέους στην Ποντιακή.
Φιλόλογοι και άλλοι λόγιοι, μη Πόντιοι εξετίμησαν το έργο και επαινούν το συγγραφέα. Ο Γλωσσαμύντωρ εν προκειμένω δεν θα προβεί σε αξιολόγηση της μεταφράσεως, παρότι είναι βαθιά εντυπωσιασμένος και ενθουσιασμένος για το επιτυχέστατο εγχείρημα του συναδέλφου και του υιού του Στάθη. Σταχυολόγησα και παραθέτω λέξεις – φράσεις για να καταδείξω πόσο κατ΄ευθείαν η Ποντιακή είναι θυγατέρα της αρχαίας Ελληνικής (θέμα λέξεων, Γραμματική – Συντακτικό, λαμβανομένων υπόψη των ισχυρών διαχρονικών αλλοιώσεων).
Όλα αυτά από την ενασχόλησή μου με την ποντιακή μετάφραση της Αντιγόνης: νούντσον (νόησον, προστακτική), τα βαρέα κρίματα, εντροπήν και ατιμίαν, εύραν εμάς (αόρ. β’ εύρον), τα ομμάτα (το όμμα = το μάτι), εκήρυξεν, τ’ εμετέρτς = τους ημετέρους, τ’ εμέτερον, εντώκεν = ενέδωκε, αόρ. του κρούω, δηλ. ρήμα ανώμαλο, πρβλ ορώ – είδον. (Η Αντιγόνη): έμνε βέβαιος (πρβλ. ο,η ανάλογος, ο, η σύμφορος, κλπ.), έμνε = ήμουν. Γνωστόν ότι το ήτα το πρόφεραν οι αρχαίοι ως ε μακρόν. Σε αοίκον ώραν = σε τέτοια, ακατάλληλη, μη οικεία ώρα. Το ταφίν, υποκοριστικό του τάφος, το ταφίον, πρβλ. το παιδίν, το παιδίον, το παιδί. Με ούλα τα τιμάς (= με όλας τας τιμάς), τον άκλερον = τον άκληρον, τον δυστυχή. Έρθεν η ώρα να δεικνύεις (δεικνύω), εσέγκες με το νου’σ’ (αόρ. β’ του εισφέρω = εισήνεγκες, συγκεκομμένος τύπος), έβαλες στο νου σου. Εξέγκεν σην φόραν = εξήνεγκε, έβγαλε στη φόρα την εντροπήν, και άλλο χειρ’ (=ακόμη χείρον, χειρότερον), έμορφον πράγμαν (πιο κοντά στην αρχαίαν ελληνικήν: εύμορφον). Κοινή νεοελληνική = όμορφο. Ποίσον όπως θέλτς (προστακτική: ποίησον, γράψον, κόψον, τάραξον), ποίσον του ρήματος ποιώ. Ατίμασον τη Θεού τα έντιμα: Προστακτική του ατιμάζω = δεν τιμώ, προσβάλλω. Εσέβεν (Αόρ, του εισέβη, μπήκε μέσα), εισβαίνω. Εξέβεν (= εξέβη), βγήκε, εκβαίνω. Ο αδελφός ψαλαφά (ρήμα ψηλαφώ με την έννοια ζητώ). Πρβλ. ευαγγ. Δεύρο, Θωμά, ψηλάφησον την εμήν πλευράν. Βαρέα ωπλισμένος (για όσους ξέρουν συντακτικό της αρχαίας: σύστοιχο αντικείμενο: βαρύν οπλισμόν ωπλισμένος). Ασείξεν – έσεισε, αόρ. του σείω. Το άψιμον (από το άπτω = ανάβω) = η φωτιά. Τον δράκον τον ανίκετον – τον ανίκητο (το ήτα ως ε μακρό).
Ο Γλωσσαμύντωρ
Λάζαρος Νικηφορίδης
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 23 Απριλίου ο2015, αρ. φύλλου 785
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.