28.8.15

ΑΝΔΡΕΑ ΒΙΤΟΥΛΑ: Φιλοκαλώντας τὴν ἱεροπραξία τοῦ ἄλλου


ΟΔΟΣ  9.4.2015 | 783

Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από την παρουσίαση του βιβλίου του Ισίδωρου Ζουργού «Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο» (εκδόσεις Πατάκη), εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε παρουσία του συγγραφέα στην Δημοτική Βιβλιοθήκη Άργους Ορεστικού στις 7 Μαρτίου 2015.



Μιὰ κριτικὴ ματιὰ στὸ βιβλίο τοῦ Ἰσίδωρου Ζουργοῦ «Σκηνὲς ἀπὸ τὸν βίο τοῦ Ματίας Ἀλμοσίνο»


Ὅποιος ἀπὸ τοὺς παρισταμένους δὲν ἀνέβηκε στὴ λογοτεχνικὴ ἄμαξα τοῦ συγγραφέα καὶ δὲν ἔγινε γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα συνταξιδιώτης τοῦ ἰατροῦ Ματίας Ἀλμοσίνο, μπορεῖ νὰ θεωρήσει τὰ λόγια μου ἴσως ὑπερφίαλο ἐνθουσιασμό. Ὅποιος ὅμως εἶχε τὴν εὐτυχία νὰ ἀκολουθήσει τὸν ἥρωα, μὲ πλοηγὸ τὴ συναρπαστικὴ πλοκὴ καὶ τὸ κομψὸ γλωσσικὸ ἔνδυμα ποὺ φιλοτέχνησε ὁ συγγραφέας, θὰ καταλάβει ὅτι τὰ λόγια μου ἀποδεικνύονται πολὺ φτωχὰ γιὰ νὰ περιγράψουν τὴ λογοτεχνικὴ συμφωνία τοῦ μαέστρου Ζουργοῦ. Μὲ ἑδραία ἐπίγνωση γι’ αὐτὰ ποὺ λέω, καταθέτω ὅτι ὁ πνευματικὸς πατέρας τοῦ γιατροῦ ἥρωα μὲ θεράπευσε ὡς ἀναγνώστη. Μοῦ χάρισε διεισδυτικότερα μάτια, αἰσθαντικότερη ὄσφρηση καὶ κυρίως ἀπαιτητικότερη ἀφή. Μὲ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς ἀνάγνωσης μπορῶ πιὰ νὰ δῶ, νὰ μυρίσω καὶ ἰδιαιτέρως νὰ ψηλαφήσω ἐλεγκτικότερα τὸ μυστήριο τῆς ὕπαρξης.

Ὅπως ἴσως θὰ καταλάβατε δὲν πρόκειται νὰ σπαταλήσω τὸ χρόνο σας ἀφηγούμενος συνοπτικὰ τὸν βίο τοῦ Ματίας Ἀλμοσίνο, οὔτε καὶ θὰ ἀναφερθῶ σὲ κομβικὰ περιστατικά του. Κι αὐτὸ γιατὶ μὲ βρίσκει ἀπολύτως σύμφωνο ἡ θέση τοῦ συγγραφέα ὅτι ὁ ἴδιος σκηνοθέτησε μιὰ ταινία, τῆς ὁποίας τὸ καρούλι περιμένει τὸ ξετύλιγμά του ἀπὸ τὴν ἰδιοπροσωπία τοῦ κάθε ἀναγνώστη. Ἡ ἁπλὴ ἀναπαραγωγὴ τοῦ περιεχομένου τῆς ἱστορίας βιάζει τὸ ἀνεπανάληπτο προσωπικὸ αἰσθητήριο, ποὺ τόσο ἐμπιστεύεται ὁ συγγραφέας. Αὐτὸς ποὺ θὰ καταδυθεῖ στὰ καθάρια ὕδατα τῆς πένας τοῦ Ζουργοῦ θὰ ἀντικρύσει ἀπὸ τὶς πρῶτες κιόλας σελίδες τὴν ἱερότητα μὲ τὴν ὁποία ὑφαίνεται τὸ κάθε πρόσωπο τοῦ ἔργου καὶ τὴν ἑτερότητα ποὺ αὐτὸ κομίζει στὸ θέατρο τῆς ζωῆς.

Πρόκειται γιὰ τὴ σημασία μιᾶς ἀπορίας ποὺ ὁ Ἰσίδωρος Ζουργὸς κατόρθωσε νὰ τὴ συνοψίσει τόσο περιποιητικὰ σὲ ἑπτακόσιες ἑξήντα μία σελίδες. Εἶναι ἡ ἀπορία γιὰ τὸ μυστήριο τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς ἰδιαιτερότητας τοῦ καθενός, ὅποιος κι ἂν εἶναι αὐτός, ποὺ ἔγειραν καὶ ἀναπαύτηκαν στὸν βίο τοῦ Ἀλμοσίνο. Ἡ ἀναζήτηση αὐτὴ γεννήθηκε μαζὶ μὲ τὸν πρωταγωνιστή, πορεύτηκε, ἀνδρώθηκε κι ἔλαβε γι’ ἀπάντηση ἕνα ἀνοιχτὸ γιὰ πάντα ἐρώτημα, τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό της, δηλαδὴ τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου. Ἡ ἀπορία γιὰ τὸ νόημα τοῦ βίου, ὅπως τὴν πραγματεύτηκε ὁ συγγραφέας στὸ πρόσωπο τοῦ ἥρωά του, ἀποτελεῖ ἕνα ὑφαντό. Κεντήθηκε μὲ περισσῆ φιλοκαλία συνθέτοντας σὲ ἕνα αἰσθητικὸ ἀποτέλεσμα τρία ξεχωριστὰ πατρόν: τὸν ἄνθρωπο, τὴν ἀγωνία του καὶ τὸν τόπο ὅπου αὐτὰ ἐκβάλλουν.

Ἔχοντας λοιπὸν ὡς βακτηρία σωστικὴ ὄχι ἁπλῶς τὸ ἐλεύθερο ἀλλὰ τὴν προτροπὴ τοῦ δημιουργοῦ γιὰ μιὰ προσωπικὴ ἀποτίμηση τοῦ συγκεκριμένου ἔργου του, θεωρῶ ὅτι ἡ κατάθεσή του ὑμνεῖ τὸν ἄνθρωπο. Τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀναμετριέται μὲ καὶ γιὰ τὰ οὐσιώδη αὐτοῦ τοῦ βίου. Ἡ πάλη αὐτὴ μάλιστα συντελεῖται μὲ τοὺς πιὸ εὐνοϊκοὺς ὅρους, καθὼς ὁ πρωταγωνιστὴς ἀναπνέει τὸν ἀέρα μιᾶς καινούργιας ἐποχῆς. Μιᾶς ἐποχῆς κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἀπογαλακτίζεται ἀπ’ ὅ,τι αἰῶνες ἀποτελοῦσε τὴν τροφὸ τῆς σκέψης, τῆς γνώσης καὶ τῆς πορείας στὸν κόσμο ἐν γένει. Ὁ Ματίας Ἀλμοσίνο ἀφουγκράζεται τὰ ρήγματα ποὺ προκαλεῖ στὸ ἐπιστημονικό, πολιτιστικὸ καὶ κοινωνικὸ στερέωμα τῆς Εὐρώπης τοῦ 17ου αἰώνα τὸ προοίμιο τοῦ διαφωτισμοῦ. Ὁ Καρτέσιος ἤδη ἔχει κλονίσει τὸν κόσμο τῶν μεσαιωνικῶν βεβαιοτήτων, ἐνῶ ὁ ὁμοεθνὴς τοῦ ἥρωα ἑβραῖος φιλόσοφος Σπινόζα ἀφορίζεται ἀπὸ τὴ συναγωγή -δὲν ξέρω ἂν εἶναι τυχαῖο αὐτό- τὴ χρονιὰ ἀκριβῶς ποὺ ξεκινᾶ ἡ ἀφήγηση τῶν παιδικῶν χρόνων τοῦ Ἀλμοσίνο. Ἡ φιλοσοφικὴ κριτικὴ καὶ ἡ ἁλματώδης πρόοδος τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν χαράζουν τὴν αὐγὴ ἑνὸς νέου κόσμου στὸν ὁποῖο ἐπαναπροσδιορίζονται τὰ πάντα. Οἱ συντριπτικὲς ἀλλαγὲς ὑποχρεώνουν εἴτε σὲ συντηρητικὴ ἀναδίπλωση ἐντὸς τῶν παραδόσεων εἴτε στὴν ἀλαζονικὴ ὑποτίμησή τους. Ἢ μήπως ὑπάρχει κι ἄλλος δρόμος;

Αὐτὸς εἶναι ὁ καμβὰς ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἡ προσωπικότητα τοῦ Ματίας Ἀλμοσίνο ἀφήνει τὰ εὐδιάκριτα ἴχνη μιᾶς ζωῆς ἀνατροπῶν, γνώσης, προσφορᾶς καὶ κυρίως συνεχοῦς ἀναζήτησης. Καὶ εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ζήτημα τῆς ἀναζήτησης ποὺ ἀναδεικνύει τὴ γραφὴ τοῦ Ἰσίδωρου Ζουργοῦ ὡς ἕνα ἀπαλὸ ὑφάδι εὐγένειας καὶ διακριτικότητας. Μοῦ δόθηκε ἀρκετὰ νωρὶς ἡ ἐντύπωση ὅτι μέχρι ἕνα σημεῖο ὁ ἥρωας τοῦ ἔργου καθοδηγεῖ τὴν πένα τοῦ συγγραφέα καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετο. Τέτοιος εἶναι ὁ σεβασμὸς τοῦ Ζουργοῦ πρὸς τὸν Ματίας. Τὸ λογοτεχνικὸ τέκνο δὲν ἐκβιάζεται καὶ δὲν χειραγωγεῖται ἀπὸ τὸν δημιουργό του καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ σπουδαῖο, διότι ἡ ἐποχὴ ποὺ ἀνατέλλει στὰ χρόνια του, προσφέρεται κατεξοχὴν γιὰ τὴν ἰδεολογικὴ ποδηγέτηση τῶν χαρακτήρων ποὺ περιγράφονται. Στὶς συμπληγάδες τῆς πόλωσης μεταξὺ τῆς θεοκρατίας ποὺ σπαράζει καὶ τῶν φώτων ποὺ ἀναδύονται καὶ κομπάζουν, ὁ Ἀλμοσίνο δὲν ἐπιλέγει τὴν ψυχρὴ καὶ ἄμοχθη ὁδὸ τῆς ὑποτιθέμενης οὐδετερότητας. Γαλουχεῖται στὸ κλίμα μιᾶς στείρας ἕως καὶ φρενοβλαβοῦς παραδοσιοκρατίας γιὰ νὰ διέλθει μέσω ἑνὸς σιωπηροῦ συμβιβασμοῦ, ὥσπου τελικὰ νὰ πετάξει μὲ τὰ δικά του φτερά.

Εἶπα «τελικὰ» ὅμως αὐτὸ εἶναι ψέμα. Γιατὶ ἡ τέχνη τοῦ Ζουργοῦ δὲν ἐπιτρέπει ἀκλόνητες ἀποφάνσεις γιὰ τὸν πρωταγωνιστή του. Τὸ μυστήριο τῆς ὕπαρξης ἰχνογραφεῖται μὲ ἀρχοντικὴ σεμνότητα καὶ γι’ αὐτὸ τόσο μεστά, ὥστε ἡ ἀδυναμία νὰ δοθεῖ τελικὴ χαρακτηρολογικὴ ἀπάντηση γιὰ ὅλα σχεδὸν τὰ πρόσωπα τοῦ ἔργου εἶναι κάτι συναρπαστικό. Αὐτὸ συμβαίνει γιατὶ ὁ Ζουργὸς ἔχει ὑπερβεῖ τὰ ἠθικιστικὰ σχήματα ποὺ ἐγκλωβίζουν τὸ εἶναι στὴ συμπεριφορά.

Ὁ Ματίας σχετίζεται μὲ ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων κάθε κοινωνικοῦ καὶ πνευματικοῦ ἐπιπέδου. Ἀπὸ ὅλους κατορθώνει νὰ ἀντλήσει μόνον ὅ,τι ἀξίζει ἀφήνοντας χωρὶς σχόλια τὸ σκοτάδι καὶ τὰ βαρίδια ποὺ ὅλοι διαθέτουν. Ψάχνει στὸν καθένα ξεχωριστὰ αὐτὸ ποὺ τοῦ δίνει τὴ δυνατότητα νὰ καθρεπτίζεται ὁ ἴδιος κι ἔτσι τροφοδοτεῖ ἀενάως τὴν ὑπαρκτική του ἀνησυχία. Αὐτὸς ὁ τρόπος τοῦ βίου τὸν ἀνυψώνει πέραν τοῦ συμβατικοῦ χαρακτηρισμοῦ του ὡς καλοῦ ἀνθρώπου ἁπλῶς. Ὁ καλὸς ἄνθρωπος δὲν ἐνοχλεῖ καὶ δὲν ἐνοχλεῖται. Ἡ ἀποδεδειγμένη ἀγαθότητα ἑνὸς καλοῦ καὶ ἠθικοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ τὶς περισσότερες φορὲς τὴ βολικὴ ὠτοασπίδα γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλεῖται ὁ ἴδιος ἀπὸ τοὺς κρότους τῆς ὕπαρξης ὅταν αὐτὴ ἀναρριγεῖ. Ὁ Ἀλμοσίνο δὲν καταχώνιασε στὴν καλοσύνη του τὰ ἀναρριπίσματα ποὺ προκαλεῖ ὁ βίος στὴ φωτιὰ τοῦ νοήματος. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴ διακονία του δὲν εἶναι ἐφεύρημα ἐπανάπαυσης, οὔτε καὶ μέσο ἀνάδειξης καὶ ἐπιβολῆς τοῦ νέου κόσμου. Τοῦ κόσμου ποὺ ἀποδυνάμωσε ἢ ἐξόρισε τὸν Θεὸ γιὰ νὰ θεοποιήσει τὸν ἀνθρώπινο νοῦ. Ὁ γιατρὸς ἥρωας σαγηνεύεται ἀπὸ τὴ γνώση ἀλλὰ δὲν ὑποκύπτει ποτὲ στὸν πειρασμὸ νὰ τὴν εἰδωλοποιήσει. Αὐτὸ ὅμως πάλι δὲν σημαίνει ὅτι ἐπιτρέπει στὸν ἑαυτό του νὰ ἀφήνει πάντοτε ἕνα παράθυρο ἀνοιχτὸ στὴν ἀμφιβολία γιὰ τὴν παντοδυναμία τῆς ἐπιστήμης. Σὲ αὐτὸν τὸν ὑπαρξιακὸ καιροσκοπισμὸ δὲν ἐνέδωσε ποτέ. Ἀντιθέτως, εἶναι, πιστεύω, ἡ σφοδρὴ ἀγάπη του γιὰ τὴν ἐπιστήμη, ποὺ ὠριμάζει μέσα του τὴν ὥρα γιὰ τὸ μεγάλο ἅλμα. Μὲ αὐτοὺς τοὺς ὅρους θὰ μποροῦσα νὰ ὑποστηρίξω ὅτι ὁ Ματίας Ἀλμοσίνο ὁμοιάζει στοὺς τρεῖς ἐκ Περσίας «μάγους», οἱ ὁποῖοι, χίλια ἑπτακόσια χρόνια πρὶν ἀπὸ ἐκεῖνον, ἀξιώθηκαν νὰ προσκυνήσουν τὸν μοναδικὸ Ἐκεῖνον καθοδηγούμενοι ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἐπιστήμη τους. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ ἐπαναλάβω ὅτι ὁ χειρισμὸς ἀπὸ τὸν συγγραφέα αὐτῶν τῶν καίριων καὶ οὐσιωδῶν γίνεται μὲ ἕναν τρόπο ἐξαιρετικῆς λεπτότητας χωρὶς διδακτισμοὺς καὶ ἄκομψες ἐξάρσεις. Αὐτὰ δὲν εἶναι αὐτονόητα πράγματα ἰδίως γιὰ τὸ χρονικὸ πλαίσιο τῆς σχεδὸν πολεμικῆς ἀτμόσφαιρας τοῦ ἔργου, ὅπου ὁ παλιὸς κόσμος καταρρέει καὶ συχνὰ συμπαρασύρει μαζί του τὴν πνευματικὴ νηφαλιότητα.

Στὴν κυριολεξία καθηλώνει ἡ ἀνάβαση τοῦ Ματίας στὶς ὀξύτομες κορφὲς τῆς ὕπαρξης. Ἔχοντας γιὰ πηδαλιοῦχο τὴν ἀγάπη στὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ἐπιστήμη φθάνει στὸ σημεῖο νὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι τὸ ἀντικείμενο τῶν σπουδῶν καὶ τῆς γνώσης του -τὸ ἀνθρώπινο σῶμα- δὲν εἶναι ἕνα βιολογικὸ-μηχανικὸ δεδομένο πρὸς παρατήρηση καὶ ἐπέμβαση. Ἀργὰ ἀλλὰ ὅλο καὶ πιὸ σταθερὰ συνειδητοποιεῖ ὅτι εἶναι ὁ τόπος καὶ ὁ τρόπος ποὺ διάλεξε γιὰ νὰ σκηνώσει καὶ νὰ ἀπλώσει τὸ χέρι του πρὸς τὸν ἄνθρωπο ὁ μεγάλος Ἀπών, Αὐτὸς ποὺ ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια «στοιχειώνει» τὴ ζωή του. Ἔμαθε ὅτι τὸν λένε Γιαχβέ, ὅμως γιὰ λόγους ἐπιβίωσης ἔπρεπε νὰ Τὸν ὀνομάζει Χριστό, ὥσπου γνώρισε καὶ ἀνθρώπους, ὄχι μὲ λιγότερη σοφία καὶ πίστη, ποὺ τὸν ἀποκαλοῦσαν Ἀλλάχ. Μιὰ ἐπιπόλαιη συνάντηση τοῦ ἀναγνώστη μὲ τὸν Ματίας μπορεῖ νὰ χρεώσει στὸ συγγραφέα αὐτὸ ποὺ οἱ θεολόγοι ὀνομάζουν «θρησκευτικὸ συγκρητισμό»• ὅτι δηλαδὴ ὁ Ἀλμοσίνο, μὲ τὸν σχετικισμὸ τῶν καταβολῶν του καὶ τὴ ζωντάνια τῶν ἀναζητήσεών του δημιουργεῖ, ὑποτίθεται, ἕνα μεῖγμα προσεγγίσεων τοῦ Θεοῦ ἀπὸ διαφορετικὰ θρησκευτικὰ στοιχεῖα. Σὲ καμία περίπτωση ὅμως δὲν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ἡ ἐμπειρία τοῦ Ματίας ἀπὸ τὶς τρεῖς μονοθεϊστικὲς παραδόσεις δὲν δημιουργεῖ τὶς προϋποθέσεις γιὰ μιὰν ἀφ’ ὑψηλοῦ προσέγγιση τοῦ Θεοῦ. Δηλαδὴ ὅτι ἡ πίστη εἶναι μιὰ παιδικὴ ἀρρώστια τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ντύνει τὴν πραγματικότητα μὲ ποικίλα τεχνητὰ ἐνδύματα. Ἀντιθέτως, κάθε ξεχωριστὴ θρησκευτικὴ παράδοση θρέφει τὸν πόθο τοῦ Ματίας γιὰ τὴν ἀλήθεια, ποὺ τῆς ἔμαθε νὰ κουρνιάζει μέσα του ἥρεμα μὰ καθόλου ἀναπαυτικά.



Ο δρ. θεολογίας-εκπαιδευτικός-συγγραφέας κ. Ανδρέας Βιτούλας κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Ι. Ζουργού στο Ά. Ορεστικό, με την φιλόλογο-εκπαιδευτικό κ. Αρετή Κάρπου που διάβασε αποσπάσματα του βιβλίου.


Λίγο νωρίτερα ὑποστήριξα ὅτι ὁ ἥρωας καθοδηγεῖ τὸν δημιουργὸ κι ὄχι τὸ ἀντίθετο, ὅμως κι αὐτὸ κάποια στιγμὴ παύει, γιὰ νὰ συμβεῖ κάτι μᾶλλον ὡραιότερο. Ὅσο ὁ Ματίας πλατύνεται γιὰ νὰ ἐγγίσει τὴν καθολικότητα ποὺ πάντα ἀποζητοῦσε, ὁ συγγραφέας πιάνεται χέρι-χέρι μὲ τὸν ἥρωά του καὶ κανεὶς δὲν ἐξαναγκάζει τὸν ἄλλον γιὰ τίποτε. Δὲν γνωρίζω πῶς νὰ τὸ ἐξηγήσω αὐτὸ ὥστε νὰ ἀποφύγω τὸν σκόπελο ἐνδεχόμενων ἐξυπνακισμῶν ἀπὸ μέρους μου ἀλλὰ θὰ πῶ τὸ ἑξῆς: Οὔτε ὁ Ζουργὸς κατασκευάζει τὶς ἐπιλογὲς τοῦ Ματίας, οὔτε ὁ τελευταῖος φαίνεται νὰ παρασύρει τὸν δημιουργό του στοὺς δρόμους τῆς κοινοτοπίας. Αὐτὸ τὸ στηρίζω στὴν προσωπικὴ ἐμπειρία μου, καθὼς προτοῦ καταπιαστῶ μὲ τὴν ἀνάγνωση τοῦ βιβλίου, εἶχα ἤδη πλάσει στὸ μυαλό μου ἕνα συμβατικὸ σενάριο διαμάχης μεταξὺ θρησκείας-ἐπιστήμης, ποὺ εὐτυχῶς δὲν ἐπιβεβαιώθηκε. Καὶ λέω «εὐτυχῶς», διότι αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἰδεολογικοὶ νάρθηκες καὶ τὴν τέχνη στραγγαλίζουν ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωὴ τὴν ἀποστειρώνουν κατὰ τὶς ἐπιταγὲς πουριτανικῶν προκαθορισμῶν.

Ποιὸς χειραγωγημένος ἀπὸ τὸν δημιουργό του πρωταγωνιστὴς καὶ ποιὸ σενάριο ἐν εἴδει προειλημμένης ἀπόφασης μπορεῖ νὰ ἀντέξει στὴ μαστοριὰ τοῦ Ζουργοῦ, ὅταν ὁ Ἀλμοσίνο οὔτε ἀρνεῖται λόγῳ «πεφωτισμένου ἐλιτισμοῦ» τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ οὔτε καὶ μεταστρέφεται μαγικὰ καὶ ἀναπόφευκτα σὲ Αὐτόν; Σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ἐκρηκτικὸ σημεῖο ἔγκειται, κατὰ τὴ γνώμη μου, ἡ ἀπαράμιλλη πένα τοῦ Ζουργοῦ. Ἡ γραφή του ἀποκαλύπτει μιὰ ρωμαλεότητα ἀπολύτως ἀναγκαία γιὰ τὸ στίβο τῶν νεοελληνικῶν γραμμάτων ἀλλὰ καὶ συγχρόνως ἀπολύτως συμβατὴ μὲ τοὺς ὅρους μιᾶς κληρονομιᾶς, ποὺ συκοφαντήθηκε καὶ λοιδορήθηκε ἀπὸ τοὺς ἐπιγόνους τόσο τῆς ἀντίδρασης, ὅσο καὶ τῶν λεγόμενων φώτων.

Ἐδῶ θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ λεπτύνω κάπως τὰ κριτήρια τῆς ἀνάγνωσής μου, γιὰ νὰ διαφανεῖ σὲ ὅλη του τὴν ἐνάργεια τόσο ὁ πλοῦτος ποὺ κομίζει ὁ Ζουργός, ὅσο καὶ ἡ χαρισματικὴ προσωπικότητα τοῦ ἥρωά του. Ὁ φέρελπις μύστης τοῦ νέου κόσμου Ἀλμοσίνο διαθέτει ὅλες τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ νὰ μεγαλουργήσει ἀκόμη καὶ ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς μπροστάρηδες τῶν φώτων. Μᾶλλον ὅμως παίρνει περισσότερο στὰ σοβαρὰ ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται τὴ διαπίστωση τοῦ καθηγητῆ του στὸ πανεπιστήμιο ὅτι ὁ ὀρθολογισμὸς καὶ τὸ αὐστηρὸ μηχανιστικό του κοσμοείδωλο πνίγει τὴν ἀναγκαία γιὰ τὴν ὕπαρξή του πνοή. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως ἀντιπαλεύει μὲ σθένος καὶ τὶς σειρῆνες τοῦ ἀνορθολογικοῦ μυστικισμοῦ, ποὺ ζητοῦν νὰ μαγαρίσουν τὸ νόημα τοῦ βίου μὲ τὴν ἄρνηση τοῦ κόσμου καὶ τὴν ἀπόδραση ἀπὸ αὐτόν.

Ὁ Ματίας διαλέγει τὸν ἄνθρωπο. Διακονεῖ προσκυνηματικὰ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ ἡ σαγήνη ποὺ τοῦ ἀσκεῖ αὐτὴ ἡ ἐμπειρία τὸν λυτρώνει καὶ ἀπὸ τὴ στειρότητα τοῦ αὐτονομημένου νοὸς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς ἀγκυλώσεις τοῦ ἀνορθολογισμοῦ. Οὔτε θεοποιεῖ τὴν ὕλη, οὔτε τὴ δαιμονοποιεῖ. Στέκεται γονυκλινὴς ἐκεῖ ποὺ εὐδοκιμεῖ ἡ ἑτερότητα, δηλαδὴ ἐμπρὸς στὸν ὁποιονδήποτε ἄλλον, ὅπου καὶ τελικὰ φανερώνεται ὁ ὅλως Ἄλλος. Ὅταν ὁ Ματίας ἀποφαίνεται ὅτι τὸ σῶμα εἶναι τὸ πλεονέκτημα τῆς σωτηρίας δὲν θρησκεύει• ζεῖ. Μεταξὺ τοῦ ἐπιστημονικοῦ καὶ τοῦ θρησκευτικοῦ μονοφυσιτισμοῦ ἐπιλέγει τὴν «ἱεροπραξία τοῦ ἄλλου», ὅπως ἐξαίσια γράφει ὁ συγγραφέας. Ἡ σχεδία τοῦ Ἀλμοσίνο γιὰ τὴν περιπετειώδη πλεύση στὸ πέλαγος τῆς ὕπαρξης δὲν εἶναι οὔτε ἡ ὑπερτιμημένη λογική, οὔτε ἡ μεταφυσική• εἶναι ὁ ἄλλος στὸ μυστήριο τῆς σάρκας του. Ἡ σάρκα πονάει, ἱδρώνει, ταπεινώνει ἀλλὰ καὶ γι’ αὐτὸ ἀναδύει φῶς. Ὄχι τὸ φῶς μιᾶς ἐπηρμένης ἐπιστημοσύνης, οὔτε καὶ τὸ νομιζόμενο φῶς κάθε λογῆς ἀλλοπαρμένων ἀλλὰ τὸ φῶς τῆς σχέσης τῶν προσώπων ποὺ θυσιαστικὰ ἀλληλοπαραδίδονται.

Ἴσως κούρασε ἡ παθιασμένη μου προσέγγιση ἀποκλειστικὰ στὸ ὑπαρξιακὸ ὑπέδαφος τῆς λογοτεχνικῆς μαρτυρίας τοῦ Ἀλμοσίνο. Ὅμως ὡς μὴ εἰδήμων στὰ λογοτεχνικὰ ἐπέλεξα νὰ ἀφουγκραστῶ τὴν τέχνη τοῦ Ἰσίδωρου Ζουργοῦ μὲ τὰ δικά μου ὧτα. Παρ’ ὅλα αὐτὰ δὲν χρειάζεται νὰ εἶσαι εἰδικὸς γιὰ νὰ μὴν παραβλέψεις τὴν ἱστορικὴ μέθη ποὺ κατακλύζει τὸ βιβλίο. Ὁ συγγραφέας μόχθησε ἰδιαιτέρως γιὰ νὰ καταστεῖ δυνατὴ ἡ ἀναπαράσταση τῆς ἐποχῆς ποὺ ἐπέλεξε ὡς σκηνικὸ γιὰ τὸν Ματίας. Δὲν πρόκειται γιὰ μιὰ στείρα παράθεση πληροφοριῶν. Ὁ ἀναγνώστης συνταξιδεύει με τὸν ἥρωα χωρὶς τὰ ἀπαραίτητα ἱστορικὰ στοιχεῖα νὰ στεγνώνουν τὴ μυθοπλασία καὶ ἀντιστοίχως χωρὶς ὁ μύθος νὰ καταντᾶ μιὰ ἀνιστόρητη περιπλάνηση. Τὸ κλίμα τῆς ἐποχῆς, οἱ πρωταγωνιστές της, ἡ γεωγραφία καὶ τοπογραφία συμπλέκονται ἀριστοτεχνικὰ μὲ τὸν βίο τοῦ Ματίας. Ἡ συναγωγή, τὰ γκέτο, τὸ πανεπιστήμιο, οἱ δρόμοι, οἱ αγορές, ὁ τεκές, τὰ λιμάνια συνομωτοῦν μὲ τὴν πραγματικότητα ὑπὲρ μιᾶς ταξιδιωτικῆς ἡδονῆς ποὺ ὁ ἀναγνώστης γεύεται ἀνεπιτήδευτα. Οἱ μυρωδιὲς τῶν ἐξωτερικῶν καὶ ἐσωτερικῶν χώρων ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀνθρώπινου σώματος καθιστοῦν τὶς σκηνὲς ποὺ περιγράφονται τόσο διαπερατὲς καὶ προσβάσιμες, ποὺ ἡ ἀφήγηση κολλάει πιὰ πάνω σου καὶ τὴν κουβαλᾶς καὶ ὅταν δὲν διαβάζεις τὸ βιβλίο. Ἐπίσης ἡ χρήση καὶ ὁ ἔξοχος χειρισμὸς γλωσσῶν καὶ ίδιωμάτων ἀναδύουν μιὰ φρεσκάδα ὄχι ἐπιπόλαιου κοσμοπολιτισμοῦ ἀλλὰ οἰκουμενικότητας. Ἡ ταπεινή μου γνώμη μου ἐνισχύεται ἀπὸ τὴ διαπίστωση ὅτι γιὰ τὸν ὀξύνοο Ματίας, ἡ ταχύτατη ἐκμάθηση τῶν γλωσσῶν μᾶλλον σημαίνει προοδευτικὰ καὶ ἴσως ἀσυνείδητα τὴν ἐσωτερικὴ ἀνάγκη του νὰ προσπελάσει τὴν προσωπικὴ καὶ συλλογικὴ ἑτερότητα, παρὰ νὰ πλουτίσει τὴ μορφωτική του δεινότητα.

Ἡ δραματουργία τῆς ἰδιαιτερότητας κάθε μοναδικοῦ προσώπου, ἡ «ἱεροπραξία τοῦ ἄλλου», δὲν ὑπῆρξε μιὰ ἐξωτερικὴ ἐπιλογὴ γιὰ τὸν Ματίας ἀλλὰ ἔγινε ὁ προσωπικὸς καημός, τὸ πετσί του τὸ ἴδιο. Οἱ συνθῆκες τὶς ζωῆς του ἀλλὰ σταδιακὰ καὶ οἱ ἴδιες οἱ ἐπιλογές του ἄλλαξαν τρία ὀνόματα, θὰ ἔλεγα τρεῖς ὑπαρξιακὲς ταυτότητες, ποὺ ἀντικατοπτρίζουν τοὺς ἀναβαθμοὺς τῆς δίψας του νὰ ἀληθεύει. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀπόλυτα συνεπὲς μὲ τὴ θεολογία τοῦ ὀνόματος ποὺ κληροδότησε ἡ ἰουδαϊκὴ παράδοση στὴν Ἐκκλησία. Τὸ ὄνομα δὲν εἶναι ἁπλῶς δηλωτικὸ μιᾶς ἀναγκαίας ἐξωτερικῆς διαφοροποίησης ἀλλὰ ἡ ἔκφραση μιᾶς δυνατότητας, μιᾶς σχέσης. Καὶ ὁ Ἀλμοσίνο διῆλθε ἀπὸ τὴ στενωπὸ μιᾶς ταυτότητας ποὺ τὸν βρῆκε, μιᾶς δεύτερης ποὺ τὴν ἐπέλεξε ἢ ἁπλῶς τὴν ἀποδέχτηκε καὶ μιᾶς τρίτης ποὺ μᾶλλον ἀποτέλεσε τὸ ἀνήσυχο πεντόσταγμα μιᾶς γρηγορούσας καρδιᾶς.

Ἂν ὁ Ἀλμοσίνο δύναται νὰ ἀποτελέσει τὸν ἀρχέτυπο τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς του διψᾶ νὰ ἀναπνεύσει τὴν πνοὴ τῆς ἀλήθειας, ὁ δημιουργός του ἐμπνέει μιὰ ὠριμότητα συγκινητικὴ γιὰ τοὺς καιρούς μας• τοὺς καιροὺς τῶν βεβαιοτήτων, ποὺ μαστίζουν μὲ τὴν ξιπασιά τους σκέψη καὶ ζωή. Ὁ βίος τοῦ Ματίας Ἀλμοσίνο ἀποτελεῖ τὸ γόνιμο ἔδαφος γιὰ νὰ εὐδοκιμήσει ἀπὸ τὰ σπλάχνα του μιὰ μοναδικὴ εὐκαιρία: Ἡ εὐκαιρία νὰ ἀναρωτηθοῦμε τὶ κάνει στὴν ἐποχή μας ἕνα γραπτὸ νὰ ἀξιώνει τὸν χαρακτηρισμό του ὡς λογοτεχνικὸ ἔργο. Ἐπίσης, κι ἂς μὴ φανεῖ ὑπερβολικό, τὶ θέλει νὰ διακονήσει ἡ τέχνη. Διότι ὁ προελαύνων ναρκισσικὸς μηδενισμός, ποὺ διαχέεται πιὰ ἀπρόσκοπτα σὲ κάθε γωνιὰ τῆς κουλτούρας μας, ἔχει ἐγκαθιδρύσει ὡς θεμέλιο κάθε κρίσης καὶ κάθε πτυχῆς τοῦ βίου συνολικὰ μιὰν ἀποκρουστικὴ σχετικοκρατία. Ἰδοὺ λοιπὸν ἕνα ἔργο ποὺ πορεύεται στὶς γειτονιὲς τῆς φτήνιας μας ἁρματωμένο μὲ ὅ,τι ἀπαιτεῖ κάποιος ποὺ πεινᾶ γιὰ τὴν ἀρχοντιὰ νὰ ψάχνεις νόημα.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 9 Απριλίου 2015, αρ. φύλλου 783


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ