Δεν ήταν μόνο το δεξί χέρι που του έλειπε από τον αγκώνα και κάτω. Επίσης και η δεξιά παρειά είχε «απολεπισθεί», όπως αστειευόταν ο ίδιος, όταν κάποιος τύχαινε να καρφώσει το βλέμμα του στο τεντωμένο σαν πετσί μάγουλό του. «Χειροβομβίδα», έλεγε. «Μ’ αυτές παίζαμε παιδιά. Γεμάτος ο τόπος!» και γελούσε δυνατά. Μα και μέρος των μαλλιών, εκεί, ακριβώς πάνω από το καψαλισμένο μάγουλο, είχε κατακαεί και απόμενε μονάχα ένα ίχνος από σκουρόχρωμο χνούδι. Όλη η άλλη κώμη, πυκνή και σγουρή, κάλυπτε το τριχωτό τής κεφαλής μέχρι τον λαιμό. Μαύρη και γυαλιστερή. Ομορφάντρας, θα λέγαμε.
Στητή κορμοστασιά, λεπτός και στιβαρός και πάντα ευκίνητος. Σωστός αίλουρος. Όλη μέρα στους δρόμους. Με ένα φανελάκι και ένα παντελόνι μέχρι τα γόνατα το καλοκαίρι, με ένα χιλιομπαλωμένο, πλεχτό πουλόβερ και το αντίστοιχο, επίσης χιλιομπαλωμένο μακρύ παντελόνι τον χειμώνα. Ω, ναι! Και πάντοτε ένα χοντρό, πολύχρωμο, πλεχτό κασκόλ στον λαιμό, το οποίο κάλυπτε και το πρόσωπο, εκτός από τα μάτια.
Θελήματα παντός είδους έκανε, σε όποιον του πρόσφερε ένα μικρό χαρτζιλίκι κι ένα πιάτο ζεστό φαΐ. Στο σπίτι του, μισογκρεμισμένο από τους Ιταλικούς βομβαρδισμούς, είχε χτίσει με προσωπική εργασία μια όμορφη και καθαρή γωνιά για να μένει. Οικογένεια; Αμέσως μετά την κατοχή είχαν αναχωρήσει γονείς και αδελφές για την Αμερική, στους εκεί συγγενείς. Ο ίδιος αρνήθηκε πεισματικά να τους ακολουθήσει. Τον φόβιζε, έλεγε, ο ξένος τόπος, γιατί τον πήραν οι λευκοί από τους Ερυθρόδερμους και κάποια κατάρα τους θα έπεφτε σίγουρα σε κεφάλι λευκού. Δεν ήθελε να ήταν το δικό του. Αμετάπειστος στα παρακάλια των δικών του ο «καψαλισμένος».
Μόνος του, λοιπόν, και τα κατάφερνε μια χαρά. Επειδή δε ήταν πολύ αγαπητός, πάντα κάτι του έδιναν οι συντοπίτες ως αντάλλαγμα για εξυπηρετήσεις. Και το σπιτάκι του όλο και το σουλούπωνε, όλο και πρόσθετε ένα τοιχίο, ένα πλαίσιο για παράθυρο στη χτυπημένη από τα βλήματα μεριά. Γέμισε την αυλή του γλάστρες με ντοματιές, πιπεριές και πολύχρωμα λουλούδια.
Εκεί αντίκρυσαν οι γείτονες κάποια μέρα, ακουμπισμένο στο νεόκτιστο τοιχίο, ένα ολοκαίνουργιο, μπλε ποδήλατο. Από τη μέρα εκείνη ποιος τον έπιανε. Με το τροχοφόρο του δεν άφηνε γειτονιά για γειτονιά χωρίς να δίνει καθημερινά το παρόν. Από μια τέτοια πρωινή περιοδεία επέστρεψε σπίτι το σούρουπο, κουβαλώντας στη σχάρα μια κόκκινη βελέντζα. «Δώρο της κυρα-Βάσως» ανήγγειλε στις περίεργες δικές του γειτόνισσες. «Δεν ήθελα να την προσβάλλω. Για να μην κρυώνω τα βράδια, μου τη χάρισε. Εγώ, όμως, για άλλο σκοπό θα τη χρησιμοποιήσω». Το είπε και το έκανε. Έκοψε τη φλοκάτη σε μικρά κομμάτια και κάθε φορά που ξεκινούσε για τους ποδηλατικούς του γύρους, έβλεπες στη σχάρα του ποδηλάτου ένα κόκκινο, χνουδωτό, μάλλινο κομμάτι.
Ο σκοπός, πολύ πρωτότυπος και ανατριχιαστικός: ήταν η αδυναμία του προς τους όφεις τούς φαρμακερούς, από τους οποίους ήταν γεμάτος ο βραχώδης τόπος που εκτεινόταν πέρα από το σπίτι του. Κανείς δεν ήξερε ούτε κι ίδιος, γιατί και πώς του κόλλησε αυτό το χόμπι. Μόλις εντόπιζε κάποιον να σέρνεται με κατεύθυνση τα κενά των βράχων, τον πλησίαζε αργά-αργά και, κρατώντας στο γερό του χέρι μία ξύλινη διχάλα δικής του πατέντας, τον έπιανε από το κεφάλι, τον ακινητοποιούσε στο έδαφος και τον πίεζε με τον αγκώνα του κολοβού του χεριού. Με τρομερή επιδεξιότητα, έχωνε με το αριστερό χέρι στο στόμα του ερπετού το κομμάτι της κόκκινης φλοκάτης. Του αφαιρούσε τα δόντια με το δηλητήριο, έπαιζε μαζί του αρκετή ώρα κουλουριάζοντάς τον στο κουλό του κι έπειτα τον άφηνε να φύγει. Ποτέ του, ωστόσο, δεν απείλησε κανέναν περαστικό ή γνωστό με τα παιχνιδάκια του, όπως αποκαλούσε τα… καλλίγραμμα αυτά πλάσματα.
Σε μια τέτοια επίδειξη δεξιότητας, έτυχε να τον δει μία αλλοδαπή ταξιδιώτισσα. Εντυπωσιάστηκε, μαγεύτηκε από τη μοναδική ικανότητα του κουλοχέρη. Ίσως να σαγηνεύτηκε και από την αρρενωπή κορμοστασιά του. Όταν η συντροφιά της, έπειτα από παραμονή δύο ημερών, αποφάσισε να συνεχίσει την περιοδεία της στα πιο νότια μέρη της χώρας, αρνήθηκε να τους ακολουθήσει. Δέχτηκε όλο ενθουσιασμό την πρόσκληση του γητευτή φιδιών να τη φιλοξενήσει στο φτωχικό του και έτσι έγιναν ζευγάρι.
Πόσο κράτησε η ευτυχία του; Μήνα; Ίσως και λίγο περισσότερο. Τρελή η βόρεια με τον γητευτή, παλαβή με την ικανότητά του να αφαιρεί το δηλητήριο των εχιδνών, αποπειράθηκε να πειραματισθεί και η ίδια, χωρίς όμως την εποπτεία του φίλου μας. Το αποτέλεσμα τραγικό. Όταν επέστρεψε αργά το απόγευμα από τα θελήματα της ημέρας, βρήκε το μελανωμένο της κορμί ακριβώς πίσω από το σπίτι. Στα χέρια της κρατούσε δύο κομμάτια κόκκινης φλοκάτης...
Δέχτηκε την πρόσκληση των γονιών του και, μόλις ξεμπέρδεψε με τις Ανακριτικές Αρχές, αναχώρησε για τη χώρα των Ερυθροδέρμων. Η κατάρα στο ίδιο του το σπίτι τον είχε χτυπήσει...
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 18 Ιουλίου 2024, αρ. φύλλου 1234.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.