11.2.09

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Με αφορμή ένα χρωστούμενο σε όλους μας βιβλίο

Το κείμενο αυτό θα μπορούσε άνετα να έχει γραφτεί για να συστήσει αυτό το βιβλίο. Αναφέρομαι στο: «Πηνελόπη Δέλτα - Η ζωή της σαν παραμύθι» της Νένας Κοκκινάκη των εκδόσεων Άγκυρα. Θα μπορούσε και θα έπρεπε, καθώς η συγγραφέας στην οποία είναι αφιερωμένο μεγάλωσε γενιές Ελληνόπουλων και εξακολουθεί να μεγαλώνει ακόμα, αφού τα βιβλία της δε σταματούν να εκδίδονται. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο αποτελεί και την έκφραση ενός παλιού αξεπλήρωτου χρέους όλων των Ελλήνων που συγκινήθηκαν από τα δικά της βιβλία και είναι-είμαστε- αμέτρητοι. Θα μπορούσε… Όμως, δε γράφτηκε γι’ αυτό. Το σημερινό κείμενο γράφτηκε για να αντιδιαστείλει δύο εποχές ∙ την εποχή όπου έζησε η σπουδαιότατη συγγραφέας και τη δική μας εποχή. Να τις αντιπαραβάλει όχι γενικά και αόριστα, αλλά σε σχέση με το πώς η κάθε εποχή μεγάλωνε –και μεγαλώνει- τα παιδιά της.

Στέκομαι σ’ αυτό το σημείο του βραβευμένου πρόσφατα βιβλίου (με το κρατικό βραβείο λογοτεχνίας παιδικού βιβλίου) που μας γνωρίζει καλύτερα την Π. Δέλτα, γιατί, ανάμεσα στα άγνωστα αλλά και γνωστά στοιχεία για τη ζωή της, αυτό που προσωπικά δε γνώριζα καθόλου ήταν ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε η ίδια ως παιδί από τους δικούς της και μέσω αυτού του τρόπου προκύπτει και η θέση που είχε το παιδί στην εποχή της, όπου όλοι ξέρουμε γενικά και αόριστα κάποια πράγματα, αλλά, όταν τα πράγματα γίνονται τόσο συγκεκριμένα, τότε κι οι σκέψεις φουσκώνουν μέσα σου και σε κατακλύζουν.

Σταχυολογώ, λοιπόν, από το βιβλίο και, αφού πούμε ότι η Π. Δέλτα γεννήθηκε το 1872, παραθέτω τα παρακάτω στοιχεία:
«(…) Έτσι, φαίνεται, πρέπει να είναι οι γονείς, αυστηροί, θεοί που λατρεύεις και φοβάσαι μαζί, γι’ αυτό και θα πρέπει, όσο μπορείς, να μένεις μακριά τους.»
«(…) Η Πηνελόπη δεν ήθελε να γίνεται έτσι. Θα προτιμούσε η μητέρα της να την αγκαλιάζει και να την φιλάει όποτε ήθελε, όσες φορές ήθελε…της είχε λείψει το φιλί της όμορφης μαμάς. Και ο πατέρας όμως ήταν ένας φοβερός θεός που σπάνια συγχωρούσε.»
«(…) Ο πατέρας ήταν προς όλους δίκαιος κι έδινε μαθήματα και μόνο με την παρουσία του. Είχε το σεβασμό όλων. Τα παιδιά του τον φοβούνταν υπερβολικά, τον έτρεμαν. Με το που ακουγόταν το κλειδί του στην πόρτα κάθε θόρυβος σταματούσε, κάθε φωνίτσα παιδική πνιγόταν.
(…) Ο πατέρας δεν φιλούσε ποτέ τα παιδιά του. Αντίθετα, τα μάλωνε και πολύ συχνά τα χαστούκιζε και τα τιμωρούσε.»
«Η ανατροφή ήταν τότε σκληρή, με τιμωρίες και ξύλο για ψύλλου πήδημα. Τα παιδιά ήταν πειθαρχημένα σαν στρατιωτάκια. Αλίμονό τους, αν δεν υπάκουαν σε ό,τι οι γονείς διέταζαν!(…)»

Να σας προλάβω ∙ εμείς οι σημερινοί αναγνώστες του συγκεκριμένου βιβλίου, αλλά και κάθε άλλου που καταπιάνεται με τέτοια ζητήματα διευκρινίζουμε πως δεν πρέπει να καταλήξουμε σε κανένα συμπέρασμα, αν δε λάβουμε σοβαρότατα υπόψη μας την εποχή για την οποία μιλάμε ∙ είμαστε πριν από το 1900, αρκετά χρόνια πριν από σήμερα∙ δεν πρέπει να βιαστούμε να κατακρίνουμε και να καταδικάσουμε ανθρώπους. Όλα οφείλουμε να τα συσχετίζουμε με την εποχή τους. Διηγείται π.χ. η δική μου μάνα -και το κάνει πάντα με την ίδια αγανάκτηση και απορία μαζί- διηγείται, λοιπόν, ένα περιστατικό όπου πατέρας 50άρη σήμερα άντρα, όταν αυτός ήταν μικρός κι έπεσε, ενώ έκλαιγε γοερά, ο πατέρας του δε σηκώθηκε να τον φροντίσει και να τον αγκαλιάσει από σεβασμό στους γέροντες που ήταν παρόντες. Έτσι το είχαν τότε και ο πατέρας δεν είναι αξιοκατάκριτος επειδή δεν πάτησε την παράδοση και δεν έκανε αυτό που πρόσταζε η καρδιά του, γιατί δεν μπορούν όλοι να αντέξουν το κόστος να προχωρήσουν μπροστά από την εποχή τους και να είναι πρωτοπόροι.

Το δυστύχημα, όμως, είναι πως η έλλειψη αυτή της χειροπιαστής αγάπης που έχει ανάγκη κάθε παιδί, και πάλι λόγω της εποχής δεν μπορούσε να σβηστεί ή, έστω, να λιγοστέψει, αφού και οι δάσκαλοι ήταν το ίδιο αυστηροί με τους γονείς. Συγκεκριμένα, όλες οι κατ’ οίκον δασκάλες της Πηνελόπης ήταν «κακές και στριμμένες». Όλες εκτός από μία και μόνο, που κατάλαβε τη βαθιά ανάγκη της μικρής για αγάπη και τρυφερότητα και της την παρείχε σημαδεύοντας τη ζωή της.

Η Π. Δέλτα, όμως, είχε ένα σοβαρότατο ελάττωμα ∙ ήταν ένα παιδί που δεν άντεχε το άδικο. Πολύ περισσότερο απ’ όλα της τα αδέρφια που ζούσαν στις ίδιες συνθήκες και δεν πειράζονταν απ’ ό,τι συνέβαινε. Και, σύμφωνα μ’ αυτό που λέγεται πολύ σωστά (το ξέρουν πολύ καλά όσοι της μοιάζουν) πως «η μεγαλύτερη δυστυχία που μπορεί να ζήσει ένα πλάσμα είναι το να υποφέρει από την αδικία», η Πηνελόπη ήταν πολύ δυστυχισμένη ∙ τόσο, που για να αντιμετωπίσει τη δυστυχία της αυτή αγάπησε το διάβασμα. Το αγάπησε τόσο ώστε αυτή της η αγάπη να γίνει μια ακόμη αφορμή να συνεχιστεί η σύγκρουσή της με τη μητέρα της που δεν έβλεπε με καθόλου καλό μάτι την αφοσίωση της κόρης της στο διάβασμα. Διάβαζε για να ξεφεύγει από τη δική της στενόχωρη ζωή και να ζει τη ζωή όπως θα ήθελε μες στα βιβλία. Έτσι, λοιπόν, το λυπημένο κορίτσι με το να διαβάζει και να ονειρεύεται τα έβγαζε πέρα με τη ζωή που έδειχνε πως ήθελε να τη νικήσει και να την υποτάξει.

Αποδεικνύεται, λοιπόν, για άλλη μια φορά πως για όλα φταίει η παιδική ηλικία σε συνάρτηση βέβαια με την ιδιοσυγκρασία του καθενός μας. Κι όπως η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται, έτσι κι η εξέλιξη του καθενός μας από τα παιδικά του χρόνια φαίνεται. Κι όλες οι κατοπινές παρεμβάσεις μπορούν, βέβαια, να τακτοποιήσουν πράγματα, αλλά το οικοδόμημα έχει ήδη θεμελιωθεί.
Και άνθρωποι προικισμένοι όπως η Π. Δέλτα τα καταφέρνουν να νικούν τελικά, ξεπερνώντας τις αντιξοότητες και δίνοντας αληθινές μάχες τις πιο πολλές φορές με τον ίδιο τους τον απαιτητικό εαυτό που δεν εννοεί να συμβιβαστεί με το κατώτερο ούτε και με τη ζωή που είναι διαφορετική απ’ ό,τι αυτοί προσδοκούν.

Όμως, στο θέμα μας και πάλι. Έτσι είχαν τα πράγματα λίγο πριν ξεκινήσει ο αιώνας του παιδιού, όπως χαρακτηρίστηκε ο 20ός αιώνας. Κι από εκεί που κοινή πίστη ήταν το «Όταν δίνεις δίκιο στα παιδιά σου, τα μαθαίνεις να σου εναντιώνονται», αρχίσαμε πια να φοβόμαστε πως έχουμε περάσει στο άλλο άκρο. Αφού υπερασπιστήκαμε τα δικαιώματά τους, που καταπατούνταν βάναυσα, αφού διατυπώθηκε ο περίφημος χάρτης των δικαιωμάτων τους , αφού αποκαταστάθηκε το παιδί, που δεν πρόκειται να πάψει ποτέ να είναι το πιο ιερό πλάσμα επάνω στη γη ∙ το παιδί, που, ό,τι κι αν κάνει, όσο λάθος κι αν είναι, το ξέρουμε πως είναι αυτό που φταίει λιγότερο το ίδιο και πως περισσότερο φταίνε αυτοί που το αγαπούν περισσότερο.

Γιατί, στο μεταξύ, παραμερίστηκε η υπερβολική αυστηρότητα με την οποία ανατρέφονταν τότε τα παιδιά και τη θέση της πήρε η ακραία ασυδοσία. Που οι υπεύθυνοι γι’ αυτήν την είπαν «ελευθερία», παραμορφώνοντας την πραγματική ελευθερία. Και χάθηκαν οι αρχές και χάθηκαν οι αξίες και εξαφανίστηκαν τα όρια και σβήστηκε το «όχι» από τα χείλη των γονιών, που είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για τη χύμα κατάσταση που κυριαρχεί στις μέρες μας, ενώ παράλληλα έχουν αρχίσει να πληθαίνουν βιβλία που έρχονται να διδάξουν τα αυτονόητα ∙ ολόκληρα βιβλία που έρχονται να διδάξουν από την αρχή τα πράγματα που οι παλιοί γονείς δε χρειάζονταν να διδαχθούν: πως τα παιδιά τα έχουν απόλυτη ανάγκη αυτά τα όρια που οι γονείς τους σήμερα φοβούνται να βάλουν για να μην τα «πληγώσουν». Πως «τα ΟΧΙ οικοδομούν το καλό, όχι τα ναι».Πως καλοί γονείς δεν είναι αυτοί που δε λένε ΟΧΙ στα παιδιά τους, αλλά αυτοί που ξέρουν πότε ωφελεί τα παιδιά τους το ΟΧΙ και πότε το ναι.

Οι γονείς που είναι παρόντες στη ζωή των παιδιών τους τόσο και κάθε φορά που τα παιδιά τους τους χρειάζονται, οι γονείς που δεν τρέχουν όλη μέρα για να εξασφαλίσουν στα παιδιά τους ένα σωρό περιττά, κυρίως για να σβήσουν τις ενοχές που νιώθουν οι ίδιοι για τη βλαβερή τους απουσία από τη ζωή τους, αυτοί που έχουν συνειδητοποιήσει πως το να είσαι γονιός είναι πάνω απ’ όλα θυσία και πως αυτή η θυσία είναι τόσο αυτονόητη που δεν επισημαίνεται κιόλας, γιατί, αν επισημανθεί, χάνει ένα μέρος της αξίας της.

Έχουμε περάσει, λοιπόν, με όλα τα δικά μας φταιξίματα και τις δικές μας αβλεψίες στο άλλο άκρο. Και τα αποτελέσματα αυτής της ξέφραγης ανατροφής γίνονται μέρα με τη μέρα πιο ορατά ακόμα κι από αυτούς που δε θέλουν να δουν. Ακούμε, έτσι, να δυναμώνουν οι φωνές που διαμαρτύρονται, ξεχνώντας καμιά φορά ποιος ευθύνεται για την κατάσταση αυτή. «Υπάρχουν παιδιά που πριν ακόμα μπουν στο δημοτικό έχουν πάρει το δίπλωμα του βασανιστή της Ιεράς Εξέτασης», έγραφε ο δημοσιογράφος μη θέλοντας να αναφερθεί στους υπαίτιους της κατάστασης αυτής, και η φράση αυτή, παρά τον υπερβολικό τρόπο με τον οποίο είναι διατυπωμένη, δεν απέχει και πολύ από την αλήθεια ∙ μιαν αλήθεια που βιώνουμε μες στα σχολεία, μια κατάσταση που δυσκολεύει ολοένα και περισσότερο και που, ακόμα κι αν έχουμε τις καλύτερες προθέσεις και όσο κι αν αναγνωρίζουμε τα αίτια του κάθε προβλήματος, δυσκολευόμαστε οι δάσκαλοι να αντιμετωπίσουμε αβοήθητοι, αφού η ναρκωμένη και πάντοτε πόρρω απέχουσα από την πραγματικότητα επίσημη Πολιτεία κοιμάται αρνούμενη να ξυπνήσει, οι Δήμοι δεν εμπλέκονται γιατί δεν πιστεύουν ή δεν το ‘χουν καταλάβει ακόμα πως το ζήτημα είναι στις αρμοδιότητές τους κι οι δάσκαλοι που εδώ και δεκαετίες περιμένουν τον ψυχολόγο που δε φαίνεται (υπάρχει πληθώρα, απλώς δε διορίζονται, γιατί δεν «υπάρχει βούληση» για κάτι τέτοιο –άλλωστε κάτι ανάλογο δε γίνεται και με τους μουσικούς που ποια χώρα που θέλει να λέγεται και να θεωρείται πολιτισμένη τους κρατάει μακριά από τα σχολειά της στις αρχές του 21ου αιώνα;) έχουν ξεχάσει να ελπίζουν και να διεκδικούν

Γλαφυρότατη η περιγραφή του δημοσιογράφου, ο οποίος, περιγράφοντας τα πρόσφατα επεισόδια με τους νεαρούς πρωταγωνιστές, και πάλι δεν εστιάζει στους πραγματικούς αίτιους: «Η ανάλυση που βλέπει ΠΑΝΤΟΤΕ στη βία τα απόνερα μιας προγενέστερης βίας είναι κατά την άποψή μας ρηχή. Αρκεί μονάχα να έχεις παρατηρήσει μικρά παιδιά στο παιχνίδι τους., να έχεις διαγνώσει την καταστροφική χαρά με την οποία θα τα έκαναν όλα «γυαλιά καρφιά», αν τους περνούσες, έστω ασυνείδητα, το μήνυμα ότι αυτό επιτρέπεται. Μήπως τους έχουμε ήδη περάσει αυτό το μήνυμα; Ή κάτι ακόμη χειρότερο: Ότι μονάχα έτσι θα αποκτήσουν λόγο ύπαρξης;»

Λοιπόν, όλα αυτά είναι συντριπτικές αλήθειες, όσο κι αν φαίνεται αιρετικός αυτός που τις εκφράζει∙ με συντριπτικότερη όλων την αλήθεια πως οι γονείς της εποχής μας δεν είμαστε ιδιαίτερα πετυχημένοι στο ρόλο μας. Αλλά εγώ θα επιμείνω, προτείνοντας ως ολόχρυση λύση την ανάγνωση∙ την ανάγνωση γενικώς βιβλίων, αλλά και την ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου που στάθηκε η αφορμή του κειμένου αυτού και μας γνωρίζει τη μεγάλη ελληνίδα συγγραφέα που υπήρξε η πρώτη που νοιάστηκε πραγματικά για τα παιδιά και αφοσιώθηκε σ’ αυτά σε όλη της τη ζωή, γράφοντάς τους τα βιβλία που θα ‘θελε να έχει κι η ίδια για να διαβάζει όταν ήταν παιδί, τα βιβλία που «δοκίμασε»πρώτα στα δικά της παιδιά κι έπειτα εξέδωσε, γιατί πίστευε ότι θα γεμίσουν όλα τα Ελληνόπουλα όχι μόνο της εποχής της, αλλά ακόμη και τα σημερινά.

Στο σημείο αυτό, λοιπόν, προτείνεται η ανάγνωση ως φάρμακο, γιατί:
-Είδαμε την ηρωοποίηση του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, που προέκυψε από την ανάγκη των παιδιών να βρουν πρότυπα και να ταυτιστούν μαζί τους. Άλλωστε, πολύ σωστά είχε ειπωθεί πριν από χρόνια ότι: «Ακόμα κι αν οι ήρωες που ζουν σήμερα ανάμεσά μας είναι επικίνδυνα λιγοστοί, υπάρχουν αμέτρητοι μες στις σελίδες των βιβλίων, που περιμένουν τα παιδιά να τους ανακαλύψουν για να παίξουν το ρόλο τους στη ζωή τους.»

-Ο συνηθισμένος και φτηνός (κυριολεκτικά και ιδίως μεταφορικά) τρόπος «ψυχαγωγίας» των παιδιών μας, η τηλεόραση, το διαπιστώνουμε όλοι πια πως έχει πιάσει πάτο. «Πώς τα καταφέρατε να γίνετε συγγραφέας;» ρώτησαν ένα σύγχρονο συγγραφέα. «Χάρη στην τηλεόραση», απάντησε. «Κάθε φορά που κάποιος στο σπίτι μου την άνοιγε, εγώ κλεινόμουν στο δωμάτιό μου και διάβαζα.»

-Τελευταία μας προέκυψε και το αφιλτράριστο internet και η αφιλτράριστη είσοδος των μικρών παιδιών στα διάφορα internet café, όπου κανονικά και σύμφωνα με νόμο που ψηφίστηκε πολύ πρόσφατα (χωρίς να τον δούμε να εφαρμόζεται βέβαια, όπως γίνεται με κάθε σοβαρό νόμο στην Ελλάδα, όπου οι νόμοι ψηφίζονται για να μην εφαρμόζονται) απαγορεύεται η είσοδος των ανήλικων, εκτός κι αν έχουν να δείξουν γραπτή άδεια των γονέων τους (εδώ γελάμε ή κλαίμε, αναλόγως με τη διάθεσή μας τη συγκεκριμένη στιγμή).

-Στην οικονομική κρίση που διερχόμαστε όλοι αποδείχτηκε πως το βιβλίο είναι, τελικά, ένας «φτηνός πλούτος» (Κ.Κατσουλάρης, δημοσιογράφος). Είναι πολύ πρόσφατες οι γιορτές, όπου κάθε χριστιανός που τις γιόρτασε πέρασε από τη διαδικασία να ξοδέψει όχι μόνο όσα είχε αλλά κι όσα δεν είχε για να είναι in και must(αυτό το φαινόμενο με τα γεμάτα με σακούλες χέρια και τον εμφανέστατο υπερκαταναλωτισμό διάβασα κάπου δεν το βλέπει κανείς πουθενά τόσο έντονο όσο εδώ, στη φτωχή μας πατρίδα. Κι έχουμε αργήσει πολύ να ξυπνήσουμε και να αποφασίσουμε να απομακρυνθούμε απ’ αυτό το μη υγιές πνεύμα της υπερκατανάλωσης, ν’ απομακρυνθούμε, όχι από ανάγκη, επειδή δε μας φτάνουν τα λεφτά, αλλά από επιλογή). Λοιπόν, ήταν πολλοί, άραγε, αυτοί που στο ομολογουμένως βασανιστικό ερώτημα «τι δώρο να του (της) κάνω;» σκέφτηκαν το βιβλίο;

Το βιβλίο, που παραμένει προσιτή η τιμή του (αν υπολογίσουμε, μάλιστα, τα χρήματα για μία και μόνη έξοδο στα μπουζούκια-άλλη in και must αθλιότητα που θέλει να αποκαλείται «μουσική»), που επιστρέφει και πάλι σε μας ως πλούτος, ειδικά αν τα κατάφερε να μας χαρίσει συγκίνηση ή να μας κάνει να σκεφτούμε λίγο περισσότερο ή να ξεφύγουμε από την πεζότητα της ζωής μας και να βρούμε καταφύγιο στη δική του αγκαλιά, όπως π.χ. έκανε η Πηνελόπη Δέλτα.

Το βιβλίο, λοιπόν, για όλους αυτούς τους λόγους και για άλλους τόσους είναι η δυνατή παρηγοριά που πρέπει και αξίζει να βάλουμε στη ζωή μας ∙ μια παρηγοριά που θα την ομορφύνει, θα την πλουτίσει, θα την αναδείξει …Άλλωστε, αυτό είναι και το μόνο πράγμα που έχει τη δύναμη να πολλαπλασιάζει το χρόνο μας. Ξέρετε εσείς κάτι άλλο που μπορεί να το πετύχει;

Ευχαριστώ το δικό μου αϊ-Βασίλη, που παραμένει λόγιος και που δεν ξέχασε να με επισκεφτεί και φέτος.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 21.1.2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ