21.2.14

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Για το ναζισμό και το φασισμό στην Ελλάδα του σήμερα


ΟΔΟΣ 24.10.2013 | 712

Με αφορμή την επέτειο του ΟΧΙ


Κάποτε, πριν από λίγα κι όχι πολλά χρόνια, δεν τολμούσε ο ομιλητής για την Επέτειο του ΟΧΙ να αναφέρει το όνομα του τότε κυβερνήτη της Ελλάδας που το ξεστόμισε, εκφράζοντας την ψυχή του λαού που δικτατορικά κυβερνούσε. Ήταν όμως η ταύτιση του Ι. Μεταξά –στο θέμα αυτό- με τον ελληνικό λαό τόσο θαυμαστή, που άνετα περνούσε από το νου των σημερινών Ελλήνων η θλιβερή διαφορά: σήμερα οι πολιτικοί μας είναι σαν να ζουν σε πλανήτη διαφορετικό από εμάς τους πολίτες αυτής της ένδοξης χώρας, τόσο αποστασιοποιημένοι είναι από τις πραγματικές μας ανάγκες. Αυτό ήταν ένα από τα επαναλαμβανόμενα επί χρόνια λάθη μας, που δε μας ωφέλησαν. Γιατί κάπως έτσι χάσαμε την ευκαιρία να ακούσουμε τη φωνή του ίδιου του δικτάτορα Μεταξά να μιλάει για το φασισμό, όπως δεν περιμέναμε. Διαβάζουμε:

«Ο πόλεμος της Ιταλίας κατά της χώρας του και η στάση της Γερμανίας οδήγησαν τον ιδεολογικό «συνοδοιπόρο» των αντικομμουνιστικών δικτατοριών του Μεσοπολέμου Μεταξά να μετατραπεί σε κατήγορο του φασισμού και του ναζισμού και των ηγετών τους Μουσολίνι και Χίτλερ, χωρίς να αρνείται τη συγγένεια των καθεστώτων τους με το δικό του. Με ανοιχτά «τα μάτια διάπλατα στην αλήθεια» πλέον, εκείνη την Πέμπτη, 2 Ιανουαρίου 1941, του τελευταίου μήνα της ζωής του, και ενώ ήδη «από την φορά της Ιστορίας» έχει κερδίσει την δόξα, γράφει, μεταξύ άλλων: «[...] Στο ζήτημα της Ελλάδος, αποδείχτηκε η ψευτιά και των δύο. Πρώτα φυσικά του Μουσολίνι. Και δεύτερα του άλλου.» Ιδιαίτερα κατηγορεί τον Χίτλερ ότι ξεπούλησε «την Ελλάδα στην Ιταλία σαν να ήταν άψυχο αντικείμενο και χωρίς αξία μάλιστα».

Και προσθέτει ο Μεταξάς με την κατακλείδα της τελευταίας προ του θανάτου του εγγραφής του στο «Τετράδιο σκέψεων»: «Μια φορά είναι όχι μόνον μωρός αλλά και κακόπιστος ο Έλληνας που πιστεύει ακόμα τώρα πλέον, με αυτά που βλέπουμε γύρω μας, σε ιδεολογίες του Χίτλερ και πολύ περισσότερο του Μουσολίνι. Είναι μεγάλοι άνθρωποι, αλλά χαμηλοί, πολύ χαμηλοί. Ούτε σε γερμανικές ιδεολογίες και ρωμαντισμούς. Ιταλικές δεν υπάρχουν».

Με αυτόν τον αφοριστικό λόγο ο Μεταξάς ξεκαθαρίζει -χωρίς καν την εμπειρία της βάρβαρης Κατοχής και του Ολοκαυτώματος- το πεδίο. Για τους Έλληνες ο φασισμός και ο ναζισμός είναι μωρία. Και δεν πρόκειται περί πολιτικής προπαγάνδας καθώς τα κείμενα αυτά δεν δημοσιεύονταν αλλά προορίζονταν για μεταθανάτια έκδοση. Ας το έχουν αυτό υπόψη τους όσοι ακούνε σήμερα τα τάγματα εφόδου των εν Ελλάδι νεοναζί να τιμούν τάχα τον Μεταξά καπηλευόμενοι τη δόξα του». (Μιχάλης Κατσιγέρας, Καθημερινή, 23/9/2013)

Αυτό σημείωσε ο Μεταξάς λίγο πριν πεθάνει κι είναι τρομερά σημαντικό γιατί έφτασε σ’ αυτό το συμπέρασμα χωρίς καν να έχει ζήσει τη φρίκη της Κατοχής και τα ακόμα φριχτότερα ολοκαυτώματα (χώρια που δείχνει στους σημερινούς πολιτικούς πως υπάρχει και η μετάνοια, που αφορά κυρίως αυτούς που οι αποφάσεις τους επηρεάζουν τη ζωή πολλών ανθρώπων). Κι αναρωτιόμαστε τι θα ‘λεγε για το φασισμό, αν ζούσε σήμερα κι έβλεπε πώς έχουν τα πράγματα στη σημερινή δημοκρατική(;) Ελλάδα.

Γιατί πριν από ένα περίπου μήνα εμείς οι Έλληνες κάναμε πως αιφνιδιαστήκαμε και εκπλαγήκαμε με το θάνατο ενός νέου άντρα στην Αθήνα. Γιατί αν δεν παραστήσαμε και εκπλαγήκαμε στ’ αλήθεια, τότε, κρίμα, αλλά δε είμαστε φρονίμων παιδιά, αφού, αν ήμασταν, θα τον περιμέναμε αυτόν το θάνατο. Είχαν προηγηθεί τα σημάδια που τον έδειχναν πριν αυτός συμβεί, αφού ο ναζισμός και ο φασισμός είχε επιστρέψει απροκάλυπτος στη ζωή μας. Σταχυολογώ σχετικά:

«Η αντικοινοβουλευτική κουλτούρα που καλλιεργήθηκε τα τελευταία χρόνια λόγω της απαξίωσης του καθιερωμένου πολιτικού συστήματος ήταν αυτό που γιγάντωσε το ναζιστικό τέρας. (…) Κανείς δεν πρέπει να ξεχάσει πως οι κάθε λογής «πλατείες», όταν σε αυτές πρυτανεύουν ο λαϊκισμός, ο φανατισμός και ο ανορθολογισμός εκκολάπτουν το αυγό του φιδιού. Ας το θυμούνται λοιπόν όσοι θελήσουν να ξαναμαζευτούν στην πλατεία: μπορεί και άθελά τους να πριονίζουν το κλαδί πάνω στο οποίο καθόμαστε όλοι, το κλαδί της δημοκρατίας. Αλλά κι η ρητορική περί προδοτών και δωσιλόγων, που αρέσει σε κάποιους και χρησιμοποιείται συστηματικά μέσα στο Κοινοβούλιο, οδηγεί άλλους, συνήθως τους αφελείς και επικίνδυνους, να πηγαίνουν ένα βήμα πιο πέρα. Και, τρίτον, (κι είναι κι αυτό πολύ σπουδαίο), το κράτος πρέπει να έχει το μονοπώλιο της νόμιμης βίας και αυτό μέσα στο πλαίσιο του σεβασμού των δικαιωμάτων του πολίτη.» (Ν. Μαραντζίδης, Καθημερινή, 23/9/2013)

Γιατί, για να ‘μαστε ειλικρινείς, νιώθουμε όλοι τον ίδιο συσσωρευμένο θυμό μέσα μας· ένα θυμό, που είναι στις περισσότερες περιπτώσεις απολύτως δικαιολογημένος, εξαιτίας του αισθήματος του αδικαίωτου, αλλά αυτό δε σημαίνει πως μπορούμε να περάσουμε στην αυτοδικία ούτε πως δικαιολογούμαστε να γίνουμε μια νέα «17 Νοέμβρη» ούτε να κάψουμε μια άλλη Mαρφίν, σκοτώνοντας τους αθώους εργαζομένους της. Γιατί αυτά είναι φασιστικές ενέργειες, ο καιρός που τα θεωρούσαν κάποιοι κάτι άλλο έχει περάσει ανεπιστρεπτί-τέρμα τα ψέματα κι οι ωραιοποιήσεις της άρρωστης πραγματικότητας. Θα πρέπει να πέσουν οι μάσκες και να μιλάμε πια για δολοφόνους, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης.

Όμως, επειδή ο φασισμός στην Πατρίδα μας έχει δυστυχώς βρεθεί στο προσκήνιο για πολλά χρόνια κι ας μην τον ονοματίζαμε, διαβάζουμε από εφημερίδα και πάλι:

«Ο φασισμός είναι βαθιά ριζωμένος σε ποικίλες πτυχές της συμπεριφοράς της ελληνικής κοινωνίας και τον καταστήσαμε αόρατο, γιατί αποδεχθήκαμε το βολικό αξίωμα ότι τα χρωμοσώματα των Ελλήνων είναι αντιφασιστικά και αντιρατσιστικά. Ίσως και επειδή ήταν νωπές οι μνήμες του ναζισμού. Όμως υπήρχε. Απλώς, λόγω κρίσης, έφυγαν τα πέπλα που κάλυπταν τη γυμνή αλήθεια και έπεσαν πολλές μάσκες. Οι καταστροφές και οι λεηλασίες όχι μόνο οι εκτεταμένες στην Αθήνα, αλλά και οι μικρότερες παντού, οι προπηλακισμοί πολιτικών, δημάρχων και εκπροσώπων ξένων κρατών, οι απερίγραπτες, πολύ συχνά, δηλώσεις συνδικαλιστών, οι βανδαλισμοί σε βάρος κτιρίων, οι επιθέσεις κατά μεταναστών, οι λήψεις αποφάσεων από ελάχιστες μειοψηφίες σε πανεπιστήμια και συνδικαλιστικές οργανώσεις, η χρησιμοποίηση των μαθητών για αλλότριους σκοπούς, (…), οι τραμπουκισμοί, οι καταστροφές δημόσιας περιουσίας, τα δήθεν «δεν πληρώνω», είναι εκφάνσεις, εκφράσεις και εκδηλώσεις φασισμού.

Και για όποιον θέλει να προεκτείνει, φασισμός είναι η επιθετικότητα και η απείθεια προς τους κανόνες κυκλοφορίας που διακρίνει πάρα πολλούς Έλληνες οδηγούς, η αγένεια και ο φραστικός «τσαμπουκάς» που χαρακτηρίζει την καθημερινότητά μας» (Άγγελος Στάγκος, Καθημερινή, 15/9/2013).

Και για να κλείσουμε, αν και το θέμα αυτό δεν εξαντλείται εύκολα, επειδή οι πραγματικά μεγάλοι βλέπουν μακριά κι αυτό τους κάνει να μοιάζουν με προφήτες, λίγους μήνες πριν πεθάνει ο Μάνος Χατζιδάκις (2/1993), που έχει σημασία να τονίσουμε πως δεν ήταν ανήκε σε εκείνους που πιστεύουν πως είναι οι μόνοι αντιφασίστες και δε δίστασε να συγκρουστεί δημόσια με κάθε είδους λαϊκισμό κι απ’ οπουδήποτε προερχόμενο, δημοσίευσε κείμενό του με τίτλο «Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι»*, όπου προέβλεψε την έλευση του νεοναζισμού στην Ελλάδα, που βιώνουμε εμείς σήμερα:

«Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του.

Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής. Κι αποτελεί πολιτική «παράδοση» η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται. (…)
Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι. (…)
Ο εθνικισμός είναι κι αυτός νεοναζισμός. (…)

Ο φασισμός στις μέρες μας φανερώνεται με δυο μορφές. Ή προκλητικός, με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους ή παθητικός μες στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Ανοχή και παθητικότητα λοιπόν. Έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών. Προτιμότερο αργός και σιωπηλός θάνατος από την αντίδραση του ζωντανού και ευαίσθητου οργανισμού που περιέχουμε.

Το φάντασμα του κτήνους παρουσιάζεται ιδιαιτέρως στους νέους έντονα στους νέους. Εκεί επιδρά και το μάρκετινγκ. Η επιρροή από τα Μ.Μ.Ε. ενός τρόπου ζωής που ευνοεί το εμπόριο. Κι όπως η εμπορία ναρκωτικών ευνοεί τη διάδοσή τους στους νέους, έτσι και η μουσική, οι ιδέες, ο χορός και όσα σχετίζονται με τον τρόπο ζωής τους έχουν δημιουργήσει βιομηχανία και τεράστια κι αφάνταστα οικονομικά ενδιαφέροντα.

Και μη βρίσκοντας αντίσταση από μια στέρεη παιδεία, όλα αυτά δημιουργούν ένα κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει ο εγωκεντρισμός, η εγωπάθεια, η κενότητα και φυσικά κάθε κτηνώδες ένστιχτο στο εσωτερικό τους. Προσέξτε το τραγούδι τους με τις συνθηματικές επαναλαμβανόμενες λέξεις, η απουσία του βιβλίου και της σκέψης από τη συμπεριφορά τους και ο στόχος για μια άνετη σταδιοδρομία κέρδους και εύκολης επιτυχίας.

Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη. Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος «αρχηγός» που θα ηγηθεί αυτό το κατάπτυστο περιεχόμενό μας. Και τότε θα ‘ναι αργά για ν’ αντιδράσουμε. Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς. Είμαστε εσείς, εμείς και τα παιδιά μας**. Δεχόμαστε να ‘μαστε απάνθρωποι μπρος σε άλλους, από άγνοια, αλλά και τόσο «ανθρώπινοι» και συγκαταβατικοί μπροστά στα ανθρωποειδή ερπετά του φασισμού, πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια.

Και το κακό ελλοχεύει χωρίς προφύλαξη, χωρίς ντροπή. Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος».




*«Έχουμε να κάνουμε με μια κοινωνία φοβική, η οποία δεν τολμάει να αντικρίσει κατάματα το πρόσωπο της βίας που κρύβει μέσα της.» (Τάκης Θεοδωρόπουλος, Καθημερινή, 22/9/13)

** «Η αλληλεγγύη, η συλλογικότητα και τα ιδανικά που λείπουν από το κοινωνικό περιβάλλον των παιδιών είναι τα στοιχεία που δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για τον ολοκληρωτισμό.»

***Στο κύριο άρθρο της Καθημερινής 22/9/13 διαβάσαμε:
«Ο καθένας μας οφείλει να κάνει ό,τι μπορεί για να μη λάβει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις το νεοναζιστικό κίνημα στη χώρα μας. Πρέπει να είμαστε κάθετοι απέναντι σε κάθε μορφή βίας. Δε σκοτώνουν μόνο τα μαχαίρια, αλλά σκοτώνουν ή μπορούν να σκοτώσουν και οι μολότοφ, τα ρόπαλα που χτυπάνε κεφάλια αστυνομικών με μανία, και κάθε άλλο όργανο βίας στα χέρια φανατισμένων. Καμία δικαιολογία δεν υπάρχει για τη βία. Και όποιος τη δικαιολογεί ως απότοκο κοινωνικής αγανάκτησης, ανοίγει το δρόμο για εμφυλίους και μεγάλες περιπέτειες. Το νεοναζιστικό κίνημα στην πατρίδα μας απειλεί τη Δημοκρατία και τη σταθερότητα του τόπου. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να είμαστε όλοι κάθετοι και σκληροί απέναντι σε κάθε άλλη μορφή βίας στο δημόσιο βίο, από όπου και αν προέρχεται».
****Και κλείνουμε οριστικά με μια ποιητική παραίνεση, που τα λέει όλα:
Μονάχα ο άνθρωπος λυτρώνει
τον άνθρωπο… σαν θέλει…
Με μια του λέξη, μ’ ένα χαμογέλιο,
με μια φετούλα ψωμί, λίγο κρασί…
Μονάχα ο άνθρωπος… (…) Ποτέ σου,
αδελφέ μου, μην τ’ αρνηθείς
το χέρι σου τ’ ανθρώπου…

Διονύσης Κουλεντιανός

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 24 Οκτωβρίου 2013, αρ. φύλλου 712. φωτό: Σχέδιο του William Kentridge για την όπερα του Σαββάτου «Η Μύτη», του ρώσου συνθέτη της σοβιετικής περιόδου Ντμίτρι Ντμίτριεβιτς Σοστακόβιτς (1906-1975), που βασίζεται στην ομώνυμη ιστορία  του Γκόγκολ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ