2.2.14

ΟΛΓΑΣ ΝΤΕΛΛΑ : Ανάμνηση της Κεφαλής λίγο πριν φύγει ο Οκτώβρης των εθνικών επετείων




ΕΝΤΟΥΤΟΙΣ
Σ’ εποχές στείρες Οι θάνατοι Μάταιοι φαντάζουν των συντρόφων, Εντούτοις Ερμηνεύουν τη ζωή μας.
Πρόδρομος Μάρκογλου, Κείμενα μικράς πνοής

«[…] με το να κοιτάζεις στο νερό, να καθρεφτίζεσαι, αλλάζει ο κόσμος και παραμορφώνεται […]. Όπως, ας πούμε, έγινε μια μέρα με την Καστοριά, που καθρεφτίζονταν ανάποδα στη λίμνη, το πάνω κάτω, τα σπίτια και τα δέντρα και τα επουράνια, και ήταν μια μαγεία. Για μια στιγμή, ωστόσο, φύσηξε αγέρας ξαφνικός και γίναν όλα θρύψαλα κι αργότερα πνιγήκαν στο νερό». 
Νίκος Μπακόλας, Η Κεφαλή


Χρόνια τώρα στο ράφι με τα διαβασμένα, μπλεγμένα μαζί τους και η αδιάβαστη «Κεφαλή» του Νίκου Μπακόλα. Κάθε Οκτώβρη την ανέσυρες, στην ίδια σελίδα τη σταματούσες. Έξι τόσα χρόνια και δεν προχωρούσε. Φέτος την πήρες και πάλι στα χέρια σου. Τούτη τη φορά σε έφτασε στο τέλος. Ήρθε στην ώρα της και σε βρήκε μες στον Οκτώβρη, τότε που χάθηκε κι ο Παύλος. Γιατί η «Κεφαλή» δεν είναι παρά η τραγική φιγούρα της αποκομμένης κεφαλής του Παύλου Μελά, που είχε τη δική της καθημαγμένη πορεία και ανεξάρτητα από το σώμα της. Τη δική της διαδρομή ως τη στιγμή που θα αναπαυτεί ασφαλής εντός του χώματος, αποκομμένη βέβαια, μα ασφαλής, περιγράφει η αφήγηση τούτη, που στηρίζεται σε ένα εύρημα του Μπακόλα. την ύπαρξη ενός πλασματικού κειμένου, που είναι το χειρόγραφο του Κωνσταντίνου. Και Κωνσταντίνος, κείνος που απέκοψε την Κεφαλή, προκειμένου να τη σώσει. Σ’ ένα παλιό τετράδιο, λοιπόν, και σε ένα παλιό υπόγειο και σε μια καταπακτή φυλάχτηκε και από κει ανασύρθηκε «η μαρτυρία του Κωνσταντίνου» του 1910, όπου ιστορείται η περιπλάνηση της Κεφαλής.

Οι χρόνοι και οι τόποι περιπλέκονται, όσο περιπλεγμένοι είναι οι χρόνοι και οι τόποι του καθενός μας. Από τη μια το παρόν της γραφής, που είναι ήδη παρελθόν, γιατί ο χρόνος είναι πάντα μετά. Το τώρα δεν υπάρχει. Το τώρα είναι ήδη μετά. Και έτσι η μνήμη αναδεικνύεται κραταιή και ως έκτη αίσθηση. Και από την άλλη, ο χρόνος της πορείας του Κωνσταντίνου, χρόνος πάλι μετά. Τόπος ένας, η ζωή του ίδιου του Κωνσταντίνου, μες στα βουνά της Πιπιλίστας και στο Μπλάτσι, μα και στον κάμπο του Σισανίου, με την κρυφή βασιλική, τόπος δικός μας και οικείος τώρα πια. Από τα βουνά τούτα να εκφύγει κανείς αδυνατεί, καθώς χτίστηκε μέσα τους κι από παντού τον καλούν. Κάθε που φεύγει τον καλούν κι από το Σαραντάπορο και πέρα, από τα περάσματα που διέβη και ο Παύλος, από κει ξεκινάν και τον καλούν κι όσο εγγίζει, τόσο οι φωνές τους ξεκουφαίνουν, μην τύχει και σκεφτεί ποτέ πως μπορεί και δίχως τους. Κι απάνω τους ήδη και απλώθηκε το χρώμα της σκουριάς του φθινοπώρου και τα βλέπει από μακριά, από τον ποδηλατόδρομο της πόλης, τ’ ανεβαίνει κι από κοντά, Νάματα και Βλάστη, τα περπατά ξανά μαζί με τον ορφανεμένο Κωνσταντίνο, που τα’ ξερε σπιθαμή προς σπιθαμή και πέτρα προς πέτρα.

Τόπος άλλος, η νυχτερινή πορεία του Κωνσταντίνου προς τη Στάτιστα, το σημερινό χωριό Μελάς, για να σώσει το σώμα του Παύλου και την ταυτότητά του. Μια ιστορία γνωστή, το μύθο ενδύθηκε και μας περιτυλίγει. Προς τα Κορέστεια, λοιπόν, και μέσα από τα μουλιασμένα χώματά τους. Από τότε και έως σήμερα, λες και ο τόπος τούτος έτσι απέμεινε. Καταδικασμένος να’ ναι νωπός και ρέων και πηχτός και κόκκινος. Γιατί κόκκινα τα σπίτια προς τα σύνορα, κόκκινα σαν το αίμα και σαν τη λάσπη κόκκινα που τα αρμολογεί. Και έτσι τον διέσχισε ο Κωνσταντίνος, τρέχοντας και μες στο δάσος κι απάνω του βροχή, ακατάπαυτη βροχή, σαν αυτή που νότιζε τα γράμματα του Παύλου, και δεν έπαψε να σκέφτεται το μουσκεμένο σώμα που τον καλούσε, μες απ’ τα αίματα και τον καλούσε, «αίματα που δεν ξεχνάω ότι φωνάζουνε, δεν τα λησμονεί κανείς, ούτε κι αυτή η φύση, γιατί εκείνα μένουν ολοζώντανα, ρέουν ασταμάτητα και την ποτίζουν, την κρατούνε σε εγρήγορση». Γιατί «γράφτηκε πως πλέουμε όλοι στο αίμα, στο δικό μας και στων αλλωνών, που φωνάζει μεσ’ από τα ρούχα μας κι από τα χώματα». Και από το αίμα να ξεφύγεις δεν το μπορείς. Το αίμα από παντού σε καλεί και σου φωνάζει.

Και τα αίματα τούτα «μπορεί να’ ναι το αίμα του Χριστού και των Μαρτύρων, που μερικούς τούς γνώρισα, και κάθισα και δείπνησα μαζί τους και κουβέντιασα», γράφει ο Κωνσταντίνος, και οι μάρτυρες τούτοι δεν ήσαν παρά οι σύντροφοί του μες στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας και ο καπετάνιος του, όλοι εν ζωή με φωτοστέφανα αγίων, γιατί «Εκείνοι μέσα στο χρόνο τους /Ζήσανε τον προορισμό τους /Έδωσαν το αίμα τους αλόγιστα προορισμένοι, /Για πρώτη φορά τα υποκείμενα /Κέρδιζαν το χρόνο /Όριζαν τον αέρα της μίζερης ζωής τους, /Ζούσαν /Την αλληλεγγύη της συντροφικότητας» [1],  κατά πώς το έγραψε ο μεταγενέστερος Μάρκογλου.

Πορεύεται, λοιπόν, ο Κωνσταντίνος εντός του δάσους και εντός της νύχτας και σαν ίσκιος πορεύεται και «βυθίζεται στα δέντρα, που είναι ένας κόσμος ίσκιοι ασάλευτοι» κι αυτοί, «σύντροφοι της νύχτας, ξυλιασμένοι κι άλαλοι». Σκύβουμε κι εμείς μαζί του και μας συμπαρασύρει στη νύχτα τούτη, την ασέληνη, μαζί του προσκυνούμε τη γη που προσκυνά, μια «γη υγρή, μονίμως καλυμμένη πιο πολύ με φύλλα και αθόρυβες ανάσες». Πορεύεται «σχεδόν ημιθανής κατά το μέρος της ψυχής, ωστόσο, η ψυχή δεν χάνεται, δια παντός κι απ’ όλους, ευτυχώς», πορεύεται μες σε «πηγές μυστικές» και γύρω του «φωνές δέντρων», που τον καλούν και του μιλούν και η πορεία του, αν και μοναχική, μοναχική δεν ήταν, γιατί τα είχε παραστάτες και συνοδοιπόρους της αγωνίας του και της απόλυτης μοναξιάς του.

Τρέχει και ορμά να φτάσει στο κοιμισμένο χωριό, αχάραγα, και να ξεθάψει το σώμα και να το κρύψει αλλού και ασφαλές να είναι, προχωρά και τη ζωή του αψηφά και ξέπνοος κι από πάνω του «ουρανός καπλαντισμένος δίχως αστέρια», ουρανός ασήκωτος, που νομίζει πως, «όπου να’ ναι, θ’ ακουμπήσει στο κεφάλι του». Τρέχει ξανά, μα κοντοστέκεται και στα δέντρα ακουμπά να στηριχτεί κι «ακριβώς εκείνη τη στιγμή αισθάνομαι», γράφει, «το δέντρο να δακρύζει επάνω μου κι ύστερα πιάνει και κλαίει συνέχεια, το ίδιο και τα άλλα δέντρα, κι αφουγκράζομαι κι οσμίζομαι το γύρω χώμα και τα χόρτα ν’ αποδέχονται τα δάκρυα, που πυκνώνουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Και μ’ ευφραίνουν. Και αρχίζει μια βροχή που ρέει ασταμάτητα από τον ουρανό στα δέντρα κι από κει στο τρίχινο καλπάκι μου, στην κεφαλή μου, στα μάτια, στο μυαλό μου και στο αίμα μου και τριγύρω και πιο πέρα, στα χορτάρια και στην πέριξ γη, σίγουρα στα μονοπάτια και στον κόσμο όλο, όπου σβήνονται τα ίχνη, οι πατημασιές. Μοιάζει να μας δένει όλους κι όλα σ’ ένα δίχτυ, που μπορεί να μας παιδεύει, αλλά και μας προστατεύει, ειδικά εμένα, με το παραπέτασμα και τη βουή του».

Ειδικά εμένα, γράφει ο Κωνσταντίνος, αυτός που βλέπει το δίχτυ τούτο μες στην παραζάλη του και τα δάκρυά του σαν μια «εικόνα θεία, θείας πρόνοιας, άγια σύνθεση στην καταχνιά, που μ’ έχει περιζώσει πλέον και τρυπώνει μέσα μου, στα ρουθούνια και στα μάτια, κι από κει στα σωθικά μου, όλο πιο βαθιά». Γιατί και τη βροχή ο άνθρωπος σαν το χώμα τη δέχεται και τόσο τη χαίρεται, σαν το χώμα, γιατί χώμα και ο ίδιος [2],  όπως το θέλει ο φτωχούλης του Θεού.

Και τούτη τη θεϊκή παραμυθία απλόχερα τη δίνει και σε όλους μας απλόχερα μας έρχεται, γιατί απλόχερα του δόθηκε η πίστη τούτη, που την έχει γνήσια, γιατί ανήκει κι αυτός με τον τρόπο του στη χορεία των ιπποτών της άπειρης παραίτησης του Kierkegaard, με πρώτο τον Αβραάμ και έπειτα τον Ιώβ. Σαν κι αυτούς, λοιπόν, κι αυτός, με το δισάκι της δικής του αλήθειας και του δικού του τρόπου, πορεύεται, «ίσκιος μες στους ίσκιους, μ’ έναν κόσμο πέπλους γύρω του», ένα κόσμο θολό και ξάστερο την ίδια ώρα, που τον φυλά, όσο κι αν τον δυσκολεύει. Οι ίσκιοι τούτοι, πέπλος αποδεικνύονται, παραπέτασμα της σωτηρίας. Και κάποτε φτάνει στον «καθαγιασμένο τόπο» και γύρω του αισθάνεται ξανά τη «γη υγρή, σαν ζωντανή και ρέουσα». Και το «πρόσωπο μουσκεύεται από τα δάκρυα που τρέχουν ασταμάτητα και ανεξέλεγκτα από τα μάτια» και τα δάκρυα τούτα, «τα μάγουλα της άπνοης κεφαλής» μουσκεύουν και «τις ρίζες των ματιών της κι όλο το πρόσωπο». Και είναι σα να κλαίνε μαζί, σε μια υπερβατική ένωση της χώρας των ζώντων και των νεκρών, που μόνο εντός του πένθους γίνεται.

Τότε, άλλοι ίσκιοι τον πλησιάζουν, ίσκιοι ζωντανοί τούτη τη φορά, που του παραστέκονται, των γυναικών οι ίσκιοι, που, σαν τις μυροφόρες, δίχως το ανελεήμον το μη μου άπτου, την εκταφή παραστέκουν και τον ίδιο παραστέκουν κι έπειτα χάνονται, όπως και ήρθαν, ίσκιοι, που πήραν μορφή μαυροντυμένη μες στο χάραμα. Και κείνος, εκεί και κατά τον αυγερινό, στο δάσος πάλι εισορμά, μα τούτη τη φορά με το δισάκι της Κεφαλής απάνω του κι ας ήταν «αποκοτιά» κι ας ήταν ίσως «ύβρις». Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει. Να αποκόψει την Κεφαλή και να θάψει ξανά το σώμα, μπρος στον ίδιο κίνδυνο που έφερε το θάνατο του Παύλου. ΄

Και ορμά ξανά μες στο ίδιο σκηνικό, μα τώρα «νιώθω κάτι ν’ αναδεύει στην καρδιά μου και αναρωτιέμαι αν αυτό που ρέει μέσα μου, που με διαποτίζει ή με πνίγει, είναι λιβάνι κι αίμα, προσευχή του αποθανόντος ή κι εκείνου ίσως που δεν έχει τελευτήσει, αλλ’ ακροβατεί στα σύνορα του άλλου κόσμου εν αγνοία του, ή, σωστότερα, εν αγνοία μου, και στερήθηκε την κεφαλή του κι επομένως και τα δάκρυα». Και ο λόγος του αμοντάριστος εκτοξεύεται, ακροβατώντας και αυτός, έλλογος και άλογος την ίδια ώρα, απόκομμα της ψυχής του, και για τούτο εισβάλλει απόλυτα αληθινός και ανόθευτος. Χαρά σ’ αυτόν που έτσι τον δέχτηκε, χαρά σ’ αυτόν που έτσι τον γράφει.

Ορμά και τρέχει και μες σε κείνη τη μέρα, μα και τη νύχτα που ακολούθησε, νύχτα-μέρα, μεταίχμιο και μεταξύ ζωής και θανάτου, «φθάνεις, έτσι, κάποια ώρα» σκέφτεται «στο συμπέρασμα ότι σε όλα κατοικεί ο Πανταχού Παρών, με άλλα λόγια στα αστέρια και στη θάλασσα και μέσα μας ή στο χορταράκι και στο χώμα, στη βροχή που με παιδεύει και στην τρίχινη την κάπα μου ακόμη, σίγουρα στην άγια κεφαλή του Παύλου». Δρόμο παίρνει και δρόμο αφήνει, μα δεν είναι τούτο παραμύθι κι ας είναι όλα στημένα σαν παραμύθι, τον τόπο αυτό σαν τον περπατάς, πέπλο παραμυθιού τον τυλίγει, μα ομίχλη είναι αδιαπέραστη και έτσι αδύνατο πέρασμα να βρεθεί από τη χώρα των παραμυθιών προς την πραγματικότητα, έτσι αδιαπέραστος και ο κόσμος τούτος από τη χώρα των ζώντων προς την άλλη. Μια πράσινη γραμμή ανάμεσα και ποιος αυτός που θα τολμήσει το όριο να διαβεί τον άλλον για να συναντήσει.

Ο τόπος τούτος μες σε φωνές σιωπηλές πορεύεται και μπορείς να τις ακούσεις, αν σωπάσεις, μα δεν «ευωδιάζουν αγριοκέρασα οι σιωπές» κατά πώς το θένε τα «Διάφανα Κρίνα», παρά το αμετάκλητο του θανάτου κραυγάζουν και την οσμή του πένθους που ξανά μας εμποτίζει. «Πλήθος ψιθυρίσματα του δάσους», υπόγειες φωνές, που σου κρατούν συντροφιά και σου φέρνουν τις βεβαιότητες που αναζητάς, που μπορεί και να μην είναι έτσι. Όμως, μηνύματα σου φέρνουν, που κάποτε τα εμπιστεύεσαι και τα ακολουθάς. Μηνύματα απ’ το Θεό ή τους ανθρώπους και σαν αερικό κάποτε ή πάντοτε πορεύεσαι, μισός εδώ και μισός λίγο πιο πάνω. Μα όχι ακόμα, εντελώς απάνω.

Και έρχεται στιγμή που, μετά από κόπο πολύ και από πόνο πολύ, αναπαύεσαι. Και αυτό συνέβη στον Κωνσταντίνο και κατά τη διαδρομή του. Εκεί που χάθηκε, εκεί που χανόταν μες στο δάσος και μες στις αισθήσεις του χανόταν, ερημοκλήσι βρήκε και εισήλθε. Και εκεί ένιωσε την «απέραντη ευφροσύνη» και μια «ολόγλυκη νάρκη», που δεν μπορεί να πείσει κανένα, παρά είναι απολύτως προσωπική, όσο ο θάνατος ή η γέννηση. Και εκεί, «δε βλέπω πια», γράφει, και εκεί «δε νοιάζομαι, αφού έχει πληρωθεί η ψυχή μου, πλημμυράει. Και κει πάνω λύνονται τα οράματα, καταλαβαίνω ότι συλλαβίζω, πως προσεύχομαι και λέω αυτόματα και το ακούω, είναι η δική μου η φωνή που αντηχεί, «Χριστέ μου, σώσε με, σώσε την κεφαλή και την ψυχή μου». Γιατί και η ψυχή μας είν’ ευάλωτη». Και τούτη η φράση της μαρτυρίας του Κωνσταντίνου, ίσως και να αποτελεί το μαρτύριο της ζωής κάποτε. Πως και η ψυχή μας είναι ευάλωτη. Ίσως με τρόπο πιο κραταιό από το σώμα. Κι ας ακούσουμε ξανά το φτωχούλη του Θεού να λέει πως «δεν υπάρχει σώμα, υπάρχει μονάχα ψυχή, κι αυτή κάνει κουμάντο» [3].  Μια ψυχή-σώμα, σαρκωμένη ψυχή και για τούτο δραπετεύει.

 «Είναι πολλές φορές που νιώθω σαν να στέκομαι μπροστά σε μια θύρα σιδερένια», γράφει ο Κωνσταντίνος και ο λόγος του γίνεται απροσδόκητα άμεσα πολιτικός. Μια θύρα, «όχι με κάγκελα ή με στολίδια ή με λουλούδια ίσως πίσω της και δέντρα, παρά μπροστά σ’ ένα πελώριο πράμα αδιαπέραστο, που ούτε βλέπεις πέρα του ούτε ακούς, ούτε καν μυρίζεις οτιδήποτε. Έτσι, κουμπώνουμαι κάθε που μου μιλάνε για πολιτική, για κείνα που ίσως συζητούνε ο δεσπότης, αξιωματικοί ή δάσκαλοι, όλοι αυτοί οι κύριοι που έχουν μαζευτεί εδώ, γιατροί, αφεντικά (μα ποιος τους βλέπει, σε ποιον μιλούν, με ποιαν αιτία, κάθε πότε;) και φθάνουν σε μας μόνο μισόλογα, σχεδόν ακατανόητα, […] εντελώς τυχαία».

Παραμένει, λοιπόν, και για μας εξίσου αδιαπέραστη τούτη η θύρα, βράχος σωστός, που μας κουμπώνει και το πρόσωπο αποστρέφουμε, ανίκανοι να βαστάξουμε περισσότερη ευτέλεια, κακομοιριά και ξεδιαντροπιά. Πράσινα και μπλε και κόκκινα και παρδαλά τα φωτάκια σε τούτη τη θύρα και πρέπει να σκύψεις πολύ το κεφάλι, για να μπεις. Ποδιές να φιλήσεις και μαριονέτα να γενείς, αν θες στο φαγοπότι να συμμετάσχεις. Καθώς, όλα στα σφυρί τα βγάλαν, όλα, πολιτευτές-πραματευτάδες, της δικιάς μας μωρίας το επιστέγασμα, μικροί τυμπανιστές του παραδείσου που μολέψανε, μικροί θηριοδαμαστές της άστοχής μας σκέψης, μα όλα στο σφυρί τα βγάλαν, όλα, διαλαλητές της δικής τους πραμάτειας και τούτο το θέατρο δεν έπαψε ποτέ. Και εμείς εκεί, ευχαριστώντας τη μεγάλη τους σοφία. Όλα στο σφυρί, όλα, και προπαντός ιδέες και πράξεις και όλα αυτά που για κείνα χαθήκαμε. Όχι εμείς. Ο Παύλος και ο Κωνσταντίνος και οι συν αυτοίς.

Έρχεται πάλι ο καρδιακός λόγος του να μας παραμυθήσει, γιατί «μερική εικόνα του Θεού» [4],  έγραφε ο Claudel, είναι ο λόγος και κάποτε παραμυθεί, όταν δείχνει το μονοπάτι προς την ενδοχώρα ή προς την ύπαιθρο χώρα. το ίδιο και το αυτό: «Εμένα ο κόσμος όλος, ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες, είναι, εκτός από τις μάχες κι από τα κυνηγητά, η ανοιχτωσιά, το δάσος, το καμένο χωραφάκι, ένα λιβάδι με ταπεινά κρινάκια, τίποτα μαντριά φτωχά και ρημαγμένα, όπου εκεί μπορείς να μιλάς ελεύθερα με τον άνεμο και με τον ουρανό, πασχίζεις να τον διαβάσεις νύχτα, τα σκαλίδια με τ’ αστέρια, ή ν’ αφουγκραστείς νεροποντή, καρπούς που πέφτουν άνωθεν, καμιά φορά και το μεγάλωμα του χόρτου, ένα τρίξιμο μέσα στη γη -τόση μοναξιά, τόση γαλήνη. Τίποτ’ άλλο». Τιποτ’ άλλο.

Και τούτα τα λόγια του Κωνσταντίνου χτίζουν και τα επόμενα, «άρα, υπάρχει ένας κόσμος έξω, μια θεόρατη αδιαπέραστη θύρα στο ενδιάμεσο, κι ένας κόσμος μέσα». Και όλη τούτη η πορεία του Κωνσταντίνου, οι δυο νύχτες και η μια μέρα, την τριήμερη παραμονή του Χριστού θυμίζει εντός του τάφου, μα και τη δική μας κάποτε παραμονή εντός του μέσα κόσμου, προκειμένου να βρούμε τις αντιστάσεις ή την έξοδο για τον έξω. «Θάβομαι, για να μεστώσω», έχει χρόνια που το εκτόξευσε ο Ρασούλης.

Οκτώβρης ήταν σαν έπεσε ο Παύλος και Οκτώβρης είναι. Και έρχεται το τέλος της μαρτυρίας και τέλος είναι η ταφή κι έπειτα ένα κίτρινο λουλούδι από τα πρωινά αγριολούλουδα, για να στολίσει την αναπαυμένη Κεφαλή που αντάμωσε πια το Θεό της. Και τ’ αγριολούλουδο τούτο σε πάει χρόνια πριν και σε ένα πρωινό στην Αθήνα, όταν το χιόνι έπεφτε και τον ηλεκτρικό πήρες προς την Κηφισιά. Εκεί και στο σπίτι της Π.Σ.Δέλτα, όπου φυλάσσεται ως σήμερα το αρχείο του Παύλου Μελά. Φάκελοι τρεις με γράμματα και εντολές και σημειώσεις που ανοίχτηκαν και τα δάχτυλα έψαυαν την αλλοτινή μορφή που είχε χαθεί μες στα βουνά που και σένα τώρα διαφεντεύουν και στον τόπο που αγάπησε σα να’ ταν δικός του, που και σένα τώρα έτσι κρατά. Και κοντοστέκονταν στον ευγενή γραφικό χαρακτήρα και σταματούσαν στη σωριασμένη μελάνη της τελείας. Κι έπειτα η αφή βρήκε εμπόδιο τρανό και ήταν τ’ αγριολούλουδα του τόπου, που φώλιασαν μες στις σωσμένες επιστολές, να συνεχίζουν τη δική τους ζωή, πέραν των ανθρώπων, τ’ αγριολούλουδα που έστελνε στη Ναταλία, ενθύμιο μονάκριβο της γης που πατούμε εμείς σήμερα.

Αυτά τα αγριολούλουδα του Νίκου Μπακόλα και τα άλλα του Παύλου συναντήθηκαν και ήταν ανάγκη πάσα να αντιγραφούν, για να παρηγορηθεί ο ένας με τον άλλο από τη σημερινή σχετλιαστική πραγματικότητα. Ανάγκη να μοιραστούν και σαν τα μουσκεμένα χρυσάνθεμα της αυλής να φυγαδευτούν για μια ακόμα φορά στον άνεμο. Ή μες στη βροχή των φύλλων, φύλλα κι αυτά να γίνουν, και μέσα στην πτώση τους να βρεχόμαστε, φιγούρες απλές και καθημερινές που είμαστε, κι έπειτα το λόγο να κοινωνήσουμε ξανά και να σωθούμε. Γιατί, για να σωθούμε, συνεχίζουμε ακόμα να διαβάζουμε. Και γράφουμε για ακριβώς τον ίδιο λόγο. Για να μπλοκάρουμε την καθημερινότητα. Ή για να σκάψουμε ένα λαγούμι προς τον ουρανό. Και λοιπόν; «Λοιπόν, συμμαζωχτείτε /Αυτοί δώσανε το αίμα τους, /Εμείς μόλις λίγες λέξεις /Κι αυτές απερίσκεπτα». Και λοιπόν; «Αυτοί σπατάλησαν το κόκκινο αίμα τους /Εμείς ξοδεύουμε τώρα κόκκινη μελάνη», μας συμμαζεύει και μας σημαδεύει ο Μάρκογλου και τις δυο φορές.

Ωστόσο, κατά πώς το έγραφε ο Claudel: «[…] τι είναι η πέννα, κάτι παρόμοιο με το ρυθμό /πάνω σε ρολόγι ηλιακό; /Παρά η μυτερή άκρη της ανθρώπινης σκιάς μας, /που περιφέρεται πάνω στο λευκό χαρτί» [5].  Έτσι και εμείς, μες στις ψευδαισθήσεις μας ή την επίγεια έκστασή μας, στροβιλιζόμαστε κάποτε, ωσάν δερβίσηδες, πάνω και μέσα στο λευκό χαρτί. Γύρους κάνοντας ομόκεντρους αναζητώντας την αλήθεια ή το Θεό.


1. Μάρκογλου Πρόδρομος, Κείμενα μικράς πνοής, Κέδρος
2. Καζαντζάκης Ν., Ο φτωχούλης του Θεού, Καζαντζάκη 2001, 12
3. Καζαντζάκης Ν., Ο φτωχούλης του Θεού, Καζαντζάκη 2001, 56
4. Κλωντέλ Πωλ, Επιστολή για την ποιητική έμπνευση στον αββά Bremond, Η ποίηση Το βιβλίο Ο χρόνος (μτφρ.Χρυσούλας Τσικριτσή-Κατσιανάκη), Αστρολάβος /Ευθύνη 1996, 14
5. Κλωντέλ Πωλ, Πρώτη Ωδή: Οι Μούσες, Πέντε μεγάλες Ωδές και ένας Ύμνος για να χαιρετίσουμε τον καινούργιο αιώνα (μτφρ.Μ.Σ.Ζουμπούλη- ποιητική απόδοση, εισαγωγικό δοκίμιο, σχόλια, σημειώσεις και επίμετρο: Ε.Ν.Μόσχου), Ίκαρος 2000, 43.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 17 Οκτωβρίου 2013, αρ. φύλλου 711



1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος2/2/14

    Κεφαλές πηγαιναν κι έρχονταν στα αιματοβαμένα Βαλκάνια. Αγιων , Ηρωων, ληστών επικυρηγμένων, αλλόδοξων, απίστων κλπ Σε παλουκια, σε σακκιά σε κοινη θέα. Φριχτά πράγματα.
    Μας ακολουθησαν σχεδόν μέχρι τις μέρες μας...

    Τα κεφάλια

    Του Γιώργου Ιωάννου



    Μπαίνοντας εκείνο το βράδυ στο δικηγορικό γραφείο του φίλου μου, με χτύπησε μια πολύ βαριά βρώμα. Μέσα, ένας γεροδεμένος μα μεγαλούτσικος στα χρόνια χωρικός κουβέντιαζε ζωηρά μαζί του για κάποια μάλλον κτηματική υπόθεση. Έμοιαζε παλιός πελάτης.

    Κάθισα στον προθάλαμο κι άνοιξα την εφημερίδα. Όμως η ανεξήγητη βρώμα ήταν ανυπόφορη. Κοίταξα το ταβάνι, τους τοίχους, μήπως είχε σπάσει καμιά σωλήνα απ’ αυτές που κατεβάζουν τις βρωμιές, μα δε φαινόταν τίποτε. Όλα λευκά και πεντακάθαρα. Έφτασα στο σημείο να φέρω στη μύτη μου ακόμα και την εφημερίδα, που ήταν ν’ ανοίγει η καρδιά σου, σωστός μπαχτσές: μάχες, τουφεκισμοί, συλλήψεις, προδοσίες, αποκηρύξεις και φυσικά μπόλικες δηλώσεις πολιτικών αρχηγών. Ένα νέο, πάντως μας αφορούσε ιδιαίτερα: μες στη βδομάδα θα περνούσαν απ’ τους κεντρικούς δρόμους μας τους αιχμάλωτους αντάρτες, που λίγες μέρες πριν είχαν βομβαρδίσει την πόλη μας με κανόνι. Προαναγγέλλονταν άγρια αποδοκιμασία.

    Καθώς διάβαζα αυτά, τέλειωσε μέσα η ακρόαση κι ο χωρικός βγαίνοντας σήκωσε απ’ τη μισοσκότεινη γωνιά ένα μικρό σακί που είχε εκεί αφημένο. Βρωμοκόπησε ο τόπος. Εδώ λοιπόν ήταν η πηγή της βρωμιάς. Ο φίλος δε βαστάχτηκε, τον ρώτησε για το περιεχόμενο. Κι αυτός με το φυσικότερο ύφος μας είπε: «είναι τα κεφάλια δυο συγχωριανών μου. Τα πηγαίνω στο χωριό να τα στήσουμε στην πλατεία. Θα περάσει όλο το χωριό να τα δει και να τα φτύσει. Θα σας τα έδειχνα, μα είναι τυλιγμένα σε εφημερίδες».

    Μόλις γκρεμοτσακίστηκε, ανοίξαμε τα παράθυρα και πήραμε δρόμο. Γυρίζαμε στην παραλία πάνω κάτω σαν τρελοί. Δε μιλάγαμε καθόλου, ούτε καν κοιταζόμασταν. Ύστερα μπήκαμε σε μια ταβέρνα και γίναμε στουπί στο μεθύσι. Κερνούσε ο φίλος απ’ τα λεφτά που είχε εισπράξει προηγουμένως. Εγώ δεν έβγαζα ακόμα χρήματα, κόντευα όμως. Ήμουν φοιτητής, άνθρωπος του Μέλλοντος, όπως μας ξεγελούσαν διάφοροι σιχαμεροί και τότε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ