13.2.22

ΧΡΗΣΤΟΥ ΧΑΤΣΙΟΥ: Ορεστίδος Μνήμες | Αρετές Κάστορος


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 27.5.2021 | 1081


Και να που αρχίζει το νησί της Ορεστιάδας λίμνης να καταδείχνεται από τους αυτόχθονες, ανά τις απεραντοσύνες, σαν η Καστορία πόλη, η πόλη του Κάστορα, η νέα Καστορία...


Από μέρα σε μέρα το νησί της Ορεστιάδας λίμνης έγινε βίωμα του Κάστορα, έγινε κτήμα του, το ήξερε απόλυτα σε όλες τις απαρασάλευτες πλευρές του. Ήξερε τι όποιες πηγές του, τις σπηλιές, τα υψώματα του γήλοφου, τις αποστάσεις μεταξύ τους, τυχόν ομαλά περάσματα, τα απόκρημνα σημεία του, τις όποιες χωματοπιές του· τις συναναστροφές του με τον ήλιο, με τους αέρες, τις διακυμάνσεις της λίμνης, του γύρωθε περιβάλλοντός της, τους κυματώδεις χρωματισμούς της. Από τους αυτόχθονες μάθαινε τις στέρεες ροές των εποχών, καταπώς κυλάει το καλοκαίρι, το φθινόπωρο, ο χειμώνας...· το τι αρχέγονη ζωή προϋπήρξε στα σπλάχνα του, τι μεταβολές στο κλίμα, στο περιβάλλον της· τι μύθοι τι θρύλοι μνημονεύονται επ’ αυτού…· προς τι τα όποια προγονικά τους ξυλοκάλυβα εδώ και κει στις έκπαγλες όχθες του, οι όποιες ξερολιθιές, το ότι πρόχειρο κτίζονταν τυχόν ανά τους αιώνες, λέγονταν ως και στις μέρες του ακόμα, κατ’ απαράβατης ροής: "κήλητρον, θέλγητρον οικίες, Κέλετρον πόλις", το ένα το άλλο… η κάποια "πελασγική" Ακρόπολη στα ύψη του ογκώδης βουνού, τα τόσα ιερά της… η κάποια χρυσοστάλακτη σπηλιά, η δρακοφύλακτη· οι Βριάρεως άνεμοι, οι κυματοπόλειες αύρες…, οι μύριες όσες απορροές τους κτλ.

Και αναμφίβολα ο Κάστορας είχε βαθιές αρετές ριζωμένες στην ψυχή του. Όλως ιδιαίτερα τον χαρακτήριζε η εγκράτεια, η εχεφροσύνη, πέρα από τις απαράμιλλες πλευρές της δικαιοσύνης, της ανδρείας, του ήθους, της απλότητας, της φιλοπονίας, της θείας διαίσθησης προπαντός (από ότι ανάβλυζε από τα ημερόεις μάτια του ανελλιπώς). Δεν θα αγγιζόταν τίποτα στο νησί πριν να το στοχαστεί βαθιά στο νου του, πριν αν τον κάνει περιούσιον κτήμα της ψυχής του. Μήτε ένα δέντρο δεν θα κόβονταν άσκοπα, μήτε μια πέτρα δεν θα μετακινιόταν ασυλλόγιστα, δεν θα κομματιάζονταν· για το καθετί θα το έστρωναν πρώτα καλά στο νου τους και έπειτα θα το άγγιζαν. Αν κρίνονταν ακαλαίσθητο κάτι για τον τόπο, τότε τον λόγο είχαν οι Κύκλωπες, είχαν τα τσεκούρια. Μόνο κατ’ αυτό θα μετακινούνταν ογκόλιθοι, θα κόβονταν δέντρα. Πολύ γρήγορα και οι αριστοτέχνες Κύκλωπες το συνειδητοποίησαν ότι οι απόψεις του Κάστορα ήταν αλάθητες, είχαν μια εκπληκτική χάρη. Είχε συλλάβει στο νου το ασύλληπτον της απολλώνιας αρμονίας, του πανάρχαιου πνεύματος των προγόνων του· του αληθές, του ωραίου, του μεγάλου.


Και το εκπληκτικότερο: δεν θα πειράζονταν, δεν θα εκδιώκονταν τα όποια άγρια ζώα που δεν τους πείραζαν, τυχόν δράκοι των… χρυσοστάλακτων σπηλιών του· το ότι αρχέγονο προϋπήρξε, το ότι η πανδώτειρα φύση είχε δημιουργήσει εκ καταβολής, με άπειρο σεβασμό, στα σπλάχνα αυτού του λιμνογέννητου νησιού, απεναντίας: θα προστατεύονταν όλα τους εν όποια θυσία κι αν τους μέλλεται.

Ω, τον Κάστορα…

Δεν λογάριαζε κόπους, ήταν το υπόδειγμα όλων· ήταν το άκρατο απόσταγμα των τόσων θείων αποφθεγμάτων των προγόνων του, που άκουγε από μια σταλιά μικρό παιδί, αν όχι από τα σπλάχνα της μητέρας του ακόμα που τους έλεγε επ’ αυτού: Άνευ ιδρώτος και πόνου ουδέν. Ότι τα καλά μεθ’ υπομονής και κόπων κτώνται· χαλεπά τα καλά· χρόνω και πόνω τα καλά· μελέτα τα καλά, ίνα κτίσεις καλά· άκουε τα από καρδίας· ιερόν η συμβουλή εστί… τέλος όρα βίου κτλ. Πέρα από τα γνωστά κεκτημένα των Σπαρτιατών, από το τι ανεκτίμητη περιουσία κρίνονταν τα παιδιά για μια Σπαρτιάτισσα μάνα, για μια Λακεδαιμόνια μάνα· το τι αταπείνωτους άνδρες τους άρθρωνε, τους διαπαιδαγωγούσε· το πώς τους ήθελε στα πεδία των μαχών, στα πεδία της ζωής· το πώς τους καλωσόριζε από κει νικητές ή νεκρούς με θεία δάφνη, με τις αιχμές των όπλων τους να ξεχειλίζουν από τα ύψιστα ιδανικά της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, από ότι τους έβγαζαν αγόγγυστους στα πεδία των μαχών, όχι από μίσος, από βαρβαρότητα, από ατιμία, από φθόνο, από αξεστία, από κακοήθεια, από σκύλευμα ποτέ· το πόσο ο λόγος τους θα πρέπει να είναι η καθ’ αυτού εικόνα  του εαυτού τους, το κάτοπτρο της ψυχής τους, να είναι ένα με τα έργα τους· να είναι απλός, λιτός, απέριττος, περιεκτικός, ουσιαστικός, αποφθεγματικός, αποσταγματικός ως μέλανος ζωμός, ως "λόγος τιμής"· να μην αγγίζεται από τις ταπεινότητες κανενός, να μην επισκιάζεται να μην υπερνικιέται από τις εξυπνάδες των λαοπλάνων προπαντός. 

Η καλόγνωμη βραχυλογία, η πρόσχαρη μακρολογία, η εμβριθής, να είναι αρετή τους· απεναντίας, η ακατάσχετη φλυαρία, η ψευδολογία πόσο μάλλον, η άραχλη ανοησία, να είναι βαθύτατη προσβολή τους. Άσε τα τόσα άλλα της σπαρτιάτικης αγωγής, της κακουχίας, της σκληραγωγίας, της καρτερίας, της στωϊκότητας…· τα αυτονόητα δε της φιλοπατρίας τους, της ανδρείας, της φιλαλήθειας, της δικαιοσύνης, της συλλογικής αυτοθυσίας, της αριστοποίησης, της φιλοξενίας, της αυταπάρνησης, του ήθους, του θάρρους, της τόλμης, του αλτρουισμού κτλ· το τι απαντούσαν ακόμα, οι μικροί  παίδες στους μεγαλύτερους κατά τους γνωστούς χορούς τους. Εκεί που οι γέροντες λέγαν τους νεότερους: Είμαστε εκεί που είσαστε...
-Τώρα είμαστε εμείς... τους απαντούσαν οι νεότεροι.
Οι δε μικροί παίδες τους αποκρίνονταν: Εμείς όμως θα γίνουμε πολύ καλύτεροί σας!
Ω, σαν δεν το είπε και ο μικρός Κάστορας αυτό… Και νάτος, λοιπόν, εν στιγμής· δεν ήταν να λογάριαζε κόπους: τώρα ήταν αυτός… τώρα είμαστε εμείς.

Σε λιγότερο από μήνα αχνόφεξε κιόλας στο νησί η αδιανόητη, η ασύλληπτη μορφή του, το περιπλέξιμο της νέας πόλης, οι κλίσεις του τόπου, οι ροές του. Θα ήξερες το μέρος της Ακρόπολης, το μέρος που κτίζονταν ο ναός του κάθε Ολύμπιου θεού. Θα ήξερες πού είναι τα ιερά των Τιτάνων, των Εκατόγχειρων, των Γιγάντων, των Κυκλώπων, των Μουσών, των Χαρίτων, των Νυμφών, των Ωρών, των Ωκεανίδων, των Νηρηίδων, πού είναι οι βωμοί τους, τα Ηρώα των αξιοθαύμαστων θνητών· τα στάδια, τα θέατρα δύο...

Δεν θα παρέλειπε τίποτα ο Κάστορας, για το καθένα θα σκέφτονταν μερόνυχτα πού ταίριαζε καλύτερα, ανάλογα με τις ροές τους. Και πέρα από το βάθος της γνώμης του, χωρίς να ακούσει προηγουμένως και τη γνώμη του καθενός, δεν άγγιζε τίποτα.

Και να πώς από μέρα σε μέρα, χωρίς κι αυτοί να το διακηρύξουν κάπου, έστω στα μεταξύ τους λόγια, να που αρχίζει το νησί της Ορεστιάδας λίμνης να καταδείχνεται από τους αυτόχθονες, ανά τις απεραντοσύνες, σαν η Καστορία πόλη… η πόλη του Κάστορα, η νέα Καστορία· του αξιολάτρευτου Κάστορα, του γήινου, του χερσαίου, του ανθρώπινου, γιατί προϋπήρχε κιόλας και η πόλη του υδρόβιου κάστορα. Υπήρχε μάλιστα από καταβολής κόσμου (έβριθε η Ορεστίδα λίμνη από το έκλαμπρο γένος του).

Κάστορας στον κάστορα δεν ήταν να βρεθούν· ποτέ άλλοτε οι αυτόχθονες δεν είδαν να διαχέεται να διαθλάται μέσα στους ορίζοντες της Ορεστίδος, τόση αργυρόχρυση λάμψη, τόση ανταύγεια… να απλώνεται η Θέση Ήλιου από άκρα σ’ άκρα της. Μόνο στα άδυτα της μνήμης τους αν θα την εύρισκαν κάπου-κάπου· τότε στα αρχέγονα χρόνια που αναδύθηκε από τα σπλάχνα της λίμνης η ακτιδοβόλα εκείνη θυγατέρα του Ουρανού και της Γαίας· η αλησμόνητη Κηλέω θεά, Κηλέω κόρη· η ουράνια, η γήινη, η Καλή θεά τους, η Καλλίστη η Καλλιστάτη κατ’ έκφρασης πανάρχαιας ροής, η Διολάτρευτη!
Να, κάτι παρόμοιο βασίλευε τώρα στους ορίζοντες της Ορεστίδος (ω, μ’ αυτός ο Φοίβος Απόλλωνας...).

Τώρα και οι βάρκες σαν να πλήθαιναν στην ηλεκτρόχροη λίμνη· σαν πολλά όνειρα των αυτοχθόνων να αναδύονταν από τα γόνιμα σπλάχνα της, να αρμένιζαν στα βάθη της· πέρα από ότι βάρκες – καράβια, είχαν την έγνοια των εργατών του Κάστορα, είτε για τη μεταφορά υλικών είτε της διατροφής τους κτλ. Σαν μια νέα μορφή ζωής να έπαιρνε κατάβαθη ροή. Μια ροή που θα προϋπήρξε, βέβαια, στα χρόνια των αμνημόνευτων λιμναίων του Δουπιάκοι, του δεύτερου μικρού νησιού τους· στα χρόνια της Καλής θεάς, μα να που στις μέρες τους είχε ατονήσει κατά πολύ, είχε σχεδόν ολότελα εξαλειφθεί.

Μα να που τώρα ξαναεύρισκε πάλι τις αρχέγονες φλέβες της, την προαιώνια λάμψη της, την αεικοίμητη ελπίδα, την έλλογη οιστρηλασία της, τον ιδεατό ύμνο της, την αρχέτυπη ακτινοβολία της. Στ’ αλήθεια Κάστορας στον κάστορα δεν ήταν να βρεθούν (ω, μ’ αυτός ο θείος Απόλλωνας…).
Τώρα πια η Καστορία πόλη ήταν διάπλατη· ήταν μαζί και υδάτινη και χερσαία, ως ήταν η μορφή του πρωτοαγγιχτή της εκατόγχειρα Βριάρεω, οι μορφές των αδερφών του, ως ήταν τα αταπείνωτα σύμβολα της ψυχής του: γη και ύδωρ.

Ήταν και εγκαινιάσθηκε και υμνήθηκε από όλες τις πόλεις και τους οικισμούς της Ορεστίδος.
Και τι, ήταν δεν ήταν στα μέσα του καλοκαιριού ακόμα, στο θέρισμα της Αργεσταίας πεδιάδας, στο θέρισμα της θείας χρυσοσταχυάς. 



 Φωτογραφία: Κύριλλος Σαμαράς.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 27 Μαΐου 2021, αρ. φύλλου 1081


3 σχόλια:

  1. Ανώνυμος14/2/22

    Εύγε,εύγε,εις την νιοστήν Οδέ. Απλά υπέροχο. Πρέπει να διαβαστεί στις αίθουσες των σχολείων της Καστοριάς. Καθηγητάδες κλείστε τα βιβλία διαβάστε το Δυνατά στους μαθητές σας και συζητήστε το ώς υπόθεση εργασίας..... Πρεσβύτης Μέτοικος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ανώνυμος15/2/22

      Τέτοια κείμενα δύσκολο να διαβαστούν, σε μια περιοχή που χρησιμοποιεί ακόμη σλαβικά τοπωνύμια και ορολογίες. Και καμαρώνει με μια αμφιλεγόμενη παράδοση.

      Διαγραφή
  2. Ανώνυμος16/2/22

    Μα νόμιζα ότι ο υπέροχος Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε την Μακεδονία δεκαετίες τώρα....

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ