Πάνε 48 χρόνια από τότε που ο Στρατής Μυριβήλης περιέλαβε το πιο πάνω συγκλονιστικό κείμενο στον Πανηγυρικό που εξεφώνησε στην Ακαδημία Αθηνών για τη Μεγάλη Επέτειο. Και πόσο επίκαιρο φαντάζει αυτό το κείμενο στις μέρες μας.
Μιλά για τη χαμοζωή που μας απορροφά και μας αφαιρεί τη δυνατότητα να ασχοληθούμε με τα μεγάλα και τα ιερά. Μιλά για το γλεντοκόπι της διασκέδασης που τελικά αποχαυνώνει. Μιλά για το διχασμό, τα πάθη και τα ιδιωτικά συμφέροντα. Μιλά για όλα αυτά που, αν και με διαφορετική μορφή και τρόπους έκφρασης, εξακολουθούν στις μέρες μας να γεμίζουν τη ζωή μας με άχαρες στιγμές απογοήτευσης και επιφανειακές, επιδερμικές στιγμές αμφίβολης ψυχαγωγίας. Και θυμίζει τη στιγμή που η ιερή καμπάνα της πατρίδας σήμανε συναγερμό και ο λαός «αυτιάστηκε», σήκωσε τα μάτια προς την υψηλότερη κορφή και με τους κοινούς αγώνες του έκανε να βρεθεί εντάξει η ταυτότητά του η εθνική. Μέσα σε μια παράγραφο ο Μυριβήλης ξεκινά από τη χαμοζωή και καταλήγει στην ελπίδα και στην ψυχική ανάταση. Το κείμενο αυτό θα έπρεπε να είναι ο οδηγός μας τέτοιες ημέρες γιορτής για τη μεγάλη επέτειο. Αυτό που ζούμε είναι η χαμοζωή. Και αυτό που πρέπει να επιδιώξουμε είναι το αύτιασμα. Γιατί κάποτε οι αιώνες θα έρθουν να ελέγξουν και αυτά που συμβαίνουν την παρούσα στιγμή.” (Σοφία Βούλτεψη, εφ. Ελεύθερος Τύπος, 27/10/2005).
Την Ιστορία, λοιπόν , δεν τη μαθαίνουμε μονάχα για να ξέρουμε από πού προερχόμαστε. Την Ιστορία τη μαθαίνουμε γιατί το παρελθόν δεν είναι ξεκομμένο από το παρόν. Τη μαθαίνουμε για να κάνουμε τις αναγωγές μας στο σήμερα και να ωφελούμαστε απ’ αυτές. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο αποφάσισα σ’ αυτόν τον πανηγυρικό να στραφώ όχι στους πρωταγωνιστές όπως γίνεται συνήθως ,σ’ αυτούς που έμειναν στην Ιστορία και στους αιώνες ως ήρωες , αλλά στους απλούς ανθρώπους που συνέβη να ζουν τότε και συνέβη επίσης να έχουν πορευτεί ηρωικά και αυτοί, μόνο που δεν ανήκουν στους «διάσημους» ήρωες του Έπους του Σαράντα. Άλλωστε, είναι δεδομένο πως αυτό το Έπος δε θα είχε συμβεί αν δεν είχαν συμπράξει και συνεργαστεί όλες οι δυνάμεις του τόπου και του λαού. Σ’ αυτούς τους πιο απλούς Έλληνες θα σκύψουμε σήμερα, για να τους γνωρίσουμε καλύτερα. Αυτούς είναι πιο εύκολο να τους καταλάβουμε και να θελήσουμε να τους μιμηθούμε. Γιατί αυτοί μας μοιάζουν περισσότερο.
Ξεκινάμε από έναν άντρα άγνωστο στους πολλούς ∙ το Γεώργιο Βλάχο, τον εκδότη της Καθημερινής, ένα δημοσιογράφο άγνωστο ακόμα και για ένα μνημειώδες άρθρο που έγραψε , την Ανοικτή επιστολή προς τον Αδόλφο Χίτλερ, ένα κείμενο που αποτέλεσε το μεγαλύτερο δημοσιογραφικό γεγονός της νεότερης Ελλάδας. Πρόκειται για την περίφημη επιστολή που δημοσιεύτηκε πριν από την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, είχε τότε παγκόσμια απήχηση και κατέληγε ως εξής:
«(…) Και σεις; Εσείς -λένε πάντοτε- θα επιχειρήσετε να εισβάλετε στην Ελλάδα. Και εμείς, Λαός αφελής ακόμη, δεν το πιστεύουμε. Δεν πιστεύουμε ότι στρατός με Ιστορία και παράδοση θα θελήσει να κηλιδωθεί με μια πράξη πανάθλια. Δεν πιστεύουμε ότι ένα κράτος πάνοπλο, ογδόντα πέντε εκατομμυρίων ανθρώπων, μαχόμενο για να δημιουργήσει στον Κόσμο «νέα τάξη πραγμάτων»- τάξη φανταζόμαστε αρετής- θα ζητήσει να πλευροκοπήσει ένα Έθνος μικρό που αγωνίζεται για την ελευθερία του, μαχόμενο με μία Αυτοκρατορία σαράντα πέντε εκατομμυρίων.
Γιατί τι θα κάνει ο στρατός αυτός, Εξοχότατε, αν, αντί για πεζικό, πυροβολικό και μεραρχίες, στείλει η Ελλάδα φύλακες στα σύνορά της είκοσι χιλιάδες τραυματίες, χωρίς πόδια, χωρίς χέρια, με τα αίματα και τους επίδεσμους για να τον υποδεχτούν;…Αυτούς τους στρατιώτες φύλακες θα υπάρξει στρατός για να τους χτυπήσει;
Αλλά όχι, δεν πρόκειται να γίνει αυτό. Ο λίγος ή πολύς στρατός των Ελλήνων, που είναι ελεύθερος, όπως στάθηκε στην Ήπειρο, θα σταθεί, αν κληθεί, στη Θράκη.
Και τι να κάνει;…Θα πολεμήσει. Και εκεί. Και θα αγωνιστεί. Και εκεί. Και θα πεθάνει. Και εκεί. Και θα περιμένει να επιστρέψει από το Βερολίνο ο δρομέας που ήρθε πριν από πέντε χρόνια και πήρε από την Ολυμπία το φως, για να μεταβάλει τη λαμπάδα σε δαυλό και να φέρει την πυρκαγιά στο μικρό σε έκταση, αλλά μέγιστο αυτόν τόπο ο οποίος, αφού έμαθε τον κόσμο όλο να ζει, πρέπει τώρα να τον μάθει και να πεθαίνει.»
Αλλά για άντρες ήρωες έχουμε μιλήσει πολύ στο μεταξύ. Σε όλα μας τα χρόνια στα σχολεία όλοι εμείς που δεν είμαστε πια μαθητές, μόνο γι’ αυτούς διδαχθήκαμε. Και λίγα ή και τίποτε για τον ηρωισμό των γυναικών. Μια αναφορά ίσως περιορισμένη σε μία μόλις αράδα. Κι όμως∙ οι Ελληνίδες γυναίκες , κόντρα στην εικόνα που είχε –και ίσως έχει ακόμα- γι’ αυτές η «κοινωνία των ανδρών», συναγωνίστηκαν σε ηρωισμό τους άντρες. Ακούστε τι λένε οι ίδιοι γι’ αυτές και πόσο πολύ και καθαρά τις παραδέχονται γι’ αυτά που πρόσφεραν στον πόλεμο:
Ο Αργύρης Μπαλατσός στο «Ημερολόγιον Πολέμου» γράφει: «7 Νοεμβρίου 1940. Σήμερα σκοτώθηκαν δύο παιδιά του 33ου Συντάγματος και αυτό μάνιασε περισσότερο τους στρατιώτες. Φωνάζαν εμπρός για τη Ρώμη. Ο θάνατος αυτός, αντί να μας δειλιάσει, μας έδωσε περισσότερα φτερά για να κυνηγήσουμε τους Ιταλούς. Συνάντησα γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά. Μία ήτο 88 ετών. Μία μου είπε κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα για να βοηθήσει τον στρατό. Το βράδυ είδα μια γριούλα να κρατά δυο μικρά και η μητέρα τους ζύμωνε ψωμί για τον στρατό με το φως δύο κεριών που είχε μέσα σ’ ένα ποτήρι. Τα χιόνια, ο πάγος, το τρομερό κρύο δεν φαίνονταν να τις τρόμαζε. Όλες γεμάτες χαρά ήθελαν να προσφέρουν στον στρατό ό,τι δεν μπορούσαν τα μεταγωγικά. Αλήθεια γυναίκες θαύμα. Τι διαφορά με τις πόλεις!». (Α. Τζινίκου Κακούλη «Η Μακεδόνισσα στο θρύλο και την Ιστορία»).
Θα καταλάβατε όλοι ότι ο άντρας αυτός που δεν κάνει καμία απολύτως προσπάθεια να κρύψει το θαυμασμό που νιώθει για τις γυναίκες αναφέρεται στις γυναίκες της δικής μας περιοχής ∙ στις γυναίκες από το δικό μας Επταχώρι, τη δική μας Ζούζουλη, την Κυψέλη, την Ιεροπηγή, το Σκαλοχώρι, το Λέχοβο, τον Πεντάλοφο,τη Δαμασκηνιά, τη Νεάπολη, τη Σιάτιστα, τη Μόρφη και τ’ άλλα χωριά του Βοΐου και πολλά άλλα χωριά της Δυτικής Μακεδονίας που, παρέα με τις Ηπειρώτισσες, έχουν περάσει με τις πράξεις τους στη σφαίρα του θρύλου για τα κατορθώματά τους και στις σελίδες της Ιστορίας μας. Μία από αυτές τις γυναίκες, μάλιστα, τις οποίες πολλά χρόνια αργότερα τίμησε η Ακαδημία Αθηνών, η Κυράτσω Τσιαπράζη από το Επταχώρι, λέει: «Κηρύχθηκε ο πόλεμος, ήρθε στα μέρη μας πολύς στρατός. Όπλα είχε, πυρομαχικά δεν είχε. Μας μίλησε ο Δαβάκης. Δακρύσαμε. Εμείς! Εμείς, είπαμε, θα φορτωθούμε. Άλλες γυναίκες τα έφερναν απ’ τον Πεντάλοφο. Εμείς από δω τα ανεβάζαμε στον Αϊ-Λια κι ως το Φουρκιώτικο. Γυρνώντας κατεβάζαμε τραυματίες. Θαρρώ πως βλέπω έναν νιο που πέθανε στα χέρια μου. Σ’ όλο το δρόμο έχανε αίμα. Έδεσα την πληγή με το μαντίλι. Τίποτα. «Νερό… νερό…» παρακαλούσε. Μούσκευα πανί. Του έβρεχα τα χείλη. Με το έμπα στο χωριό, βασίλεψαν τα μάτια του. Με κοίταζε από άλλο κόσμο. «Αχ! Μαννίτσα μ’…Αχ! αδερφίτσα μ’…» είπε σιγανά και ξεψύχησε. Τον ξενυχτήσαμε με μοιρολόγια. Μας έκαψε την καρδιά σαν γιος μας κι αδερφός. Θυμάμαι κι όταν κατέβασαν πληγωμένο τον Δαβάκη. Ανάστα ο Κύριος. Θρήνος! Τι γίνονταν…Τσιουρίζαμε ως τον ουρανό». (όπ) .
Ο λοχαγός Γ. Κατσίκης δίνει μια άλλη διάσταση στον αγώνα τους: «…Σ’ ένα στενό πέρασμα, κοντά στη Σαμαρίνα, προχωρούσε μια εφοδιοπομπή από είκοσι στρατιώτες του μεταγωγικού και πέντε γυναίκες. Ξαφνικά ακούστηκαν τουφεκιές. Οι φαντάροι που πήγαιναν μπροστά φώναζαν: «Ιταλοί!» Η μάχη άναψε. Ένας Ιταλός έπεσε νεκρός. Τότε μια μεσόκοπη γυναίκα άρπαξε το τουφέκι του κι άρχισε να ρίχνει. Το ίδιο έκαναν κι οι άλλες. Έπαιρναν τα όπλα των εχθρών που σκοτώνονταν και ορμούσαν στη φωτιά της μάχης. Σ’ αυτή τη μάχη έπεσε νεκρή μια γυναίκα και δυο τραυματίστηκαν».
Ο ταγματάρχης Ι.Λιάκος μαρτυρεί:
«…Έπρεπε να περάσουμε από ένα στενό μονοπάτι που ήταν εκτεθειμένο στα πυρά του εχθρικού πυροβολικού. Οι στρατιώτες της εφοδιοπομπής είπαν στις γυναίκες που ακολουθούσαν βαριά φορτωμένες να γυρίσουν πίσω. Εκείνες όμως αρνήθηκαν και τους ακολούθησαν κάτω από τη βροχή των όλμων και των οβίδων. Τρεις απ’ αυτές πλήρωσαν το θάρρος τους με τη ζωή τους. Γκρεμίστηκαν στη χαράδρα από μια οβίδα που έσκασε ανάμεσά τους. Οι άλλες όμως δεν δείλιασαν, αλλά συνέχισαν την επικίνδυνη πορεία, κουβαλώντας τα κιβώτια με τις οβίδες στο ελληνικό πυροβολικό».
Ακόμη, ο Τ. Παπαγιαννόπουλος, αυτόπτης μάρτυρας, μας λέει: «Οι νικηταί προχωρούσαν. Καθώς έφτασαν στον ποταμό Βογιούσα κι είδαν οι ατρόμητες γυναίκες της Πίνδου πως το απότομο ρέμα εμπόδιζε τους σκαπανείς στη δουλειά τους, έκαναν αυθόρμητα κάτι που ξανάγινε ύστερα στον Καλαμά και στον Δρίνο: μπήκαν οι ίδιες μέσα στα νερά και, πιασμένες σφικτά από τους ώμους, σχημάτισαν πρόχωμα που ανάκοβε την ορμή του ποταμού και ευκόλυνε τους γεφυροποιούς!» (ό.π.)
Τέλος, ο Τάκης Τράντας αφηγείται: «Όταν φύγαμε από τη Λάρισα για να πάμε στην Κοζάνη, στο Σαραντάπορο εκεί πέρα οι δρόμοι τότε ήτανε καλντερίμια και χωματόδρομοι, θυμάμαι εκεί επάνω πριν από τα Σέρβια ότι ήταν γυναίκες οι οποίες τη δεύτερη ημέρα ακριβώς προς την τρίτη φτιάχνανε το δρόμο, δηλαδή ρίχνανε πέτρες μες στις λάσπες. Από τότε, από την ίδια μέρα και βέβαια εν συνεχεία στην Ηπειρο εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές. Εθαυμάσθησαν πολύ γιατί μετέφεραν εκεί που δεν μπορούσε ούτε μουλάρι. Βάζανε στην πλάτη, μαθημένες αυτές, αυτές κουβαλούσαν νερό και ξύλα.(…)».
(Χατζηπατέρα-Φαφαλιού «Μαρτυρίες» 1940-1941, εκδ. Κέδρος)
Είναι, λοιπόν, φανερό πως η καμπάνα που σήμανε το ‘40 για ν’ αναγγείλει στους Έλληνες το νέο της κήρυξης του πολέμου ξύπνησε μέσα σε όλους τους, ανεξαρτήτως φύλου, δυνάμεις ηρωικές που μέχρι τότε ίσως και οι ίδιοι τους ούτε να υποψιάζονταν πως τις διέθεταν. Και είναι επίσης φανερό πως περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να αποκτήσουν αυτές οι δυνάμεις υπόσταση∙ να εκδηλωθούν και να τις αντιληφθούν και οι άλλοι γύρω τους∙ κοντά τους, αλλά και πολύ μακριά τους. Δυνάμεις σαν αυτές που έσπρωξαν και τον κλήρο μας τότε να εκτοξευθεί σε ύψη πνευματικά που δύσκολα μπορεί κανείς να τα φτάσει ακόμα και σήμερα -ή, σωστότερα, προπαντός σήμερα- όπου θεωρείται πως είμαστε πιο εξελιγμένοι.
Γιατί μόνο θαυμασμό προκαλεί στον καθένα η συγκλονιστική στιγμή όπου πεθαίνει στη μάχη ο Έλληνας αξιωματικός και μεγάλος ήρωας του ‘40 Μαρδοχαίος Φριζής, που ήταν Εβραίος στο θρήσκευμα. Όταν τον πέτυχε θραύσμα οβίδας και ριπή πολυβόλου, κατάφερε, πριν πεθάνει, να ψιθυρίσει: «Για τη Ελλάδα». Μετά την επιδρομή ο ιερέας της ταξιαρχίας έσπευσε επιτόπου, αλλά δεν ήξερε τι να κάνει, αφού ο Φριζής δεν ήταν χριστιανός. Με δάκρυα στα μάτια έβγαλε από το σακίδιό του τα άμφια, έβαλε τα χέρια του στο γεμάτο αίματα κεφάλι του Φριζή και άρχισε να διαβάζει την επιθανάτιο εβραϊκή προσευχή: «Άκουε, Ισραήλ, ο Θεός είναι Εις και Μόνος».
Αλλά κι ένας πολύ δικός μας ιερωμένος, ο επίσκοπος Νικηφόρος από το γειτονικό μας Δισπηλιό, έχει μείνει στην Ιστορία, καθώς σε αξιόλογο ντοκουμέντο του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου όπου αναδεικνύεται ο αγώνας του Ορθόδοξου κλήρου και λαού είναι γραμμένα τα εξής:
«Στην Καστοριά και παρά τη στυγνή τρομοκρατία έγινε ένα θαρραλέο διάβημα από Καστοριανούς, με επικεφαλής το Δεσπότη- τον αείμνηστο Νικηφόρο- στο φρούραρχο Χίλντεμπραντ, να δεχθεί να παρέχεται ένα τουλάχιστον φτωχικό γεύμα την ημέρα από όσπρια ή πατάτες εκ μέρους της Μητροπόλεως. Το θηρίο έστερξε κι άρχισε για ημέρες αρκετές η παροχή αυτού του πενιχρού συσσιτίου. Από τους 900 Εβραίους της Καστοριάς τελικά επέζησαν μόνο 35.» (εφ. Ελεύθερος Τύπος,28/5/2006)
Η ίδια πηγή αναφέρει πως με τον τίτλο του «Δικαίου των Εθνών» οι Εβραίοι τίμησαν -μπορούμε να καταλάβουμε όλοι για ποιους λόγους- τον τότε Μητροπολίτη Δημητριάδος Ιωακείμ, τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, τους Μητροπολίτες Θεσ/νίκης Γεννάδιο και Ζακύνθου Χρυσόστομο, τον ιερέα Ειρηναίο Τυπάλδο, αλλά και δεκάδες Ελλήνων ορθοδόξων χριστιανών.
Αλλά, καθώς τη σημερινή γιορτή τη γιορτάζουν κατεξοχήν τα παιδιά, θα σταθούμε ιδιαίτερα σε δύο παιδιά ήρωες του ‘40, ένα κορίτσι και δύο αγόρια. Το κορίτσι είναι η 17χρονη Ηρώ Κωνσταντοπούλου. Η Ηρώ είναι μια από τις πιο νεαρές ηρωίδες της Κατοχής. Ίσως μάλιστα να είναι η πιο νεαρή απ’ όλες. Οι γονείς της ήταν Σπαρτιάτες και η ίδια ήταν μαθήτρια στην τελευταία γυμνασιακή τάξη, άριστη μαθήτρια του Αρσάκειου με πνευματικά ενδιαφέροντα που ξεπερνούσαν κατά πολύ τις συνηθισμένες επιδιώξεις της ηλικίας της. Είχε μια ιδιαίτερη κλίση προς τις ξένες γλώσσες, πράγμα που της επέτρεψε να έρθει κατ’ επανάληψη σε λογομαχία με τους εχθρούς. Ικανότατο και τολμηρότατο πλάσμα καθώς ήταν, έδρασε και μυστικά, αλλά ανέπτυξε πολύ και την προσωπική, την ανοιχτή μάλιστα αντίσταση. Είχε φτάσει μάλιστα στο σημείο να απλώνει συχνά το χέρι της ξαφνικά μέσα στο δρόμο και να σκίζει προπαγανδιστικές ή τρομοκρατικές αφίσες που οι κατακτητές κολλούσαν στους τοίχους. Αυτό το έκαμνε ακόμα και μπροστά σε στρατιώτες ή αξιωματικούς, με αποτέλεσμα να την κυνηγούν. Αλλά η νιότη της και η ταχύτητά της τη βοηθούσαν να ξεφεύγει.
Όμως, με όλη αυτή τη δράση δεν ήταν δυνατόν να μη συλληφθεί. Την έπιασαν μια φορά στο σπίτι της κι οι δικοί της κατάφεραν να την ξαναπάρουν πίσω. Όμως η Ηρώ, παρόλο που παρακολουθείται στενά, αναπτύσσει και πάλι αντιστασιακή δράση. Τη δεύτερη φορά που συνελήφθη, φυλακίστηκε -αλλά δεν έπαψε ούτε στη φυλακή την αντιστασιακή τακτική της-, βασανίστηκε φρικτά, όμως δε λύγισε, γιατί αυτή τη φορά μοιράζεται τον ίδιο θάλαμο με μια άλλη σπουδαία ηρωίδα, τη Λέλα Καραγιάννη, που της παραστέκεται σαν μητέρα. Τελικά, στις 5 Σεπτεμβρίου του 1944, ένα μήνα πριν φύγουν οι Γερμανοί από την Ελλάδα, τουφεκίστηκε στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Πριν το τέλος κι ενώ οι Γερμανοί είχαν χωρίσει τους 50 Έλληνες που θα εκτελούσαν σε πεντάδες και τους είχαν βάλει να γονατίσουν, τινάζεται όρθια και φωνάζει: «Χτυπάτε, λοιπόν, κακούργοι. Να, χτυπάτε εδώ.» Κι οι Γερμανοί τη γαζώνουν με 17 σφαίρες πολυβόλου, όσα ήταν και τα χρόνια της. Πριν πεθάνει, προφταίνει να γράψει ένα σημείωμα: «Πέστε στη μανούλα μου να μην κλάψει, δεν πρέπει να κλάψει. Οι γενναίες Σπαρτιάτισσες δεν κλαίνε για τα ηρωικά παιδιά τους. Είναι περήφανες.»
(από το έξοχο μαθητικό περιοδικό της Μεταπολίτευσης «ελεύθερη γενιά» τεύχος 24)
Και, εντέλει και για να κλείσουμε το θέμα των γυναικών του ‘40, θα διαβάσουμε το τηλεγράφημα μιας ακόμα ηρωίδας μάνας∙ αυτό που έστειλε στον τότε πρόεδρο της κυβερνήσεως Αλ. Κορυζή η Ελένη Ιωαννίδου. Του έγραφε: «Ο υιός μου Ευάγγελος Ιω. Ιωαννίδης έπεσε κατά τας επιχειρήσεις της Κλεισούρας. Παρήγγειλα εις τους τέσσαρας ήδη υπηρετούντας υιούς μου Χρήστον, Κώσταν, Γεώργιον και Νίνον Ιω. Ιωαννίδη να εκδικηθώσιν τον θάνατον του αδελφού των. Κρατώ εις εφεδρείαν άλλους τέσσαρας: Πάνον, Αθανάσιον, Γρηγόριον και Μενέλαον Ιω. Ιωαννίδη, κλάσεως 1917 και νεωτέρων. Παρακαλώ κληθώσι ονομαστικώς και ούτοι, εις πάσαν περίστασιν ανάγκης της πατρίδος ή τυχόν απωλείας ετέρου τέκνου μου, προς εκδίκησιν εχθρού. Ύστατον επιφώνημα θέλει είναι: Ζήτω η πατρίς!
Ελένη Ιωαννίδη, Κυπαρισσία (εφ. Ελεύθερος Τύπος, 25/10/1997)
Τέλος και καθώς δεν είναι δίκαιο ν’ αφήσουμε εκτός τα αγόρια-μαχητές για την υπόθεση της ελευθερίας στα χρόνια εκείνης της σκλαβιάς, θα διαβάσουμε την περιγραφή ενός γνωστού περιστατικού, μιας εξαιρετικής αντιστασιακής πράξης, όπως περιγράφεται από ένα συγγραφέα της εποχής το Νοέμβριο του 1961:
«(…) Μέσα, όμως, σε τούτο το σκοτάδι της σκλαβιάς που σκέπασε τον τόπο, άστραψε ξαφνικά μια σπίθα, το πνεύμα της Αντίστασης. Έτσι απλά κι αυθόρμητα, σαν μια δύναμη φυσική, σαν ένας νόμος ακατάλυτος της ψυχοσύνθεσης της ράτσας μας, που ηλέκτρισε και δόνησε τις ψυχές των δυο παιδιών, για να τ’ αναδείξει σε σύμβολα της αδούλωτης Ελλάδας.
Επάνω εκεί στην Ακρόπολη- το λίκνο της Δημοκρατίας- κυμάτιζε ο αγκυλωτός σταυρός, απλώνοντας τον μαύρον ίσκιο του στην πόλη της Παλλάδας. Δεν θάταν, βέβαια, το κατέβασμά του, ζημιά υλική για τον καταχτητή. Θάταν, όμως, μια πράξη ηρωική που θα είχε την πελώρια ηθική σημασία μιας παρουσίας απειλητικής, της παρουσίας της ελληνικής ψυχής, που όρθια αγνάντευε τον δυνάστη.
Και ξεκινάνε μόνα τους τα δυο παιδιά για την ηρωική αποκοτιά-ν’ ανέβουν στην Ακρόπολη, να κατεβάσουν το σύμβολο της σκλαβιάς που λέρωνε τον Παρθενώνα. Θάνατος θάτανε το τίμημα της πράξης. Ούτε στρατιώτες είναι που πήρανε διαταγή ούτε ωργανωμένοι που φιλοτιμήθηκαν από κόμμα. Μόνοι τους, ολομόναχοι οι δυο, γίνηκαν οι φορείς των πόθων και καημών ενός ολόκληρου λαού.
Ο ένας απ’ τους δυο, ο Σάντας-ο άλλος, ο Γλέζος, βρίσκεται στη φυλακή- κάλεσε προχτές στο σπίτι του τους δημοσιογράφους, ντόπιους και ξένους, για να θυμίση το υψηλό τούτο περιστατικό που τη λαμπρότητά του, δυστυχώς, σκίασε η πολιτική και η κομματική του εκμετάλλευση. Έμπνευση ευτυχισμένη ήταν του πρώτου (του Σάντα), γιατί μέσα στον σάλο και την θολούρα των πνευμάτων που προκάλεσαν τα μοιραία πάθη καταποντίσθηκαν πράξεις γεμάτες τιμή και ομορφιά, στολίδια της Ιστορίας της Ελλάδας.
Κάθονται και μελετάνε οι δυο νέοι πούθε και πώς μπορούσαν ν’ ανεβούνε στην Ακρόπολη, που κρατούσανε οι Ούννοι. Μελετάνε σχεδιαγράμματα και τέλος βρίσκουν μια σχισμή του εδάφους μέσα σε πεύκα, που ωδηγούσε από ανάβαση απόκρημνη στο Ερεχθείο. Τρυπώνουν εκεί και περιμένουν να νυχτώση. Απάνω στην Ακρόπολη ακούονται οι φωνές και τα χάχανα των Γερμανών που γλεντάνε με γυναίκες. Στιγμές αγωνίας. Κάποτε σταματά- νε οι φωνές. Κι αρχίζει το σκαρφάλωμα. Επίμονο, επικίνδυνο, δραματικό. Κι επί τέλους, ύστερα από προσπάθειες υπεράνθρωπες, φτάνουν ψηλά, στην έξοδο και βγάζουν τα κεφάλια:
-Είναι κανείς;
-Κανείς.
Δόξα σοι ο Θεός της Ελλάδας, σκοπός δεν υπάρχει να φυλάη τη σημαία-μια σημαία πελώρια με τον αγκυλωτό, που ανεμίζει σε γερό σιδερένιο κοντάρι, έξη μέτρων, και κυματίζει μέρα-νύχτα, χωρίς να υποστέλλεται ποτέ. Βγαίνουν μπροστά στο Ερεχθείο και μέσα στο σκοτάδι κυττάνε την σημαία. Δεμένη με σιδερόσκοινο, είναι γερά στηριγμένη. Παλεύουν να την λύσουν. Ακατόρθωτο. Κομπιάζουν, λαχανιάζουν, αγωνίζονται, ιδρώνουν. Μάταιος ο κόπος. Σκαρφαλώνουν στο κοντάρι, πρώτα ο ένας, ύστερα ο άλλος, προσπαθούν να κόψουν το σιδερόσκοινο, ματώνουνε τα χέρια…τίποτα! Αλλά η δυσκολία φτερώνει τις καρδιές τους, κάνει το πείσμα τους να βράζη κι επί τέλους νάτη που λύθηκε η σημαία και κατεβαίνει. Την πιάνουν, την σκίζουν -ο Γλέζος έχει ένα μαχαίρι- πετάνε τα κομμάτια γύρω και κρατάνε μόνο δυο μικρά, γι’ ανάμνηση, που τα βάζουνε στον κόρφο. Ύστερα, με τον ίδιο τρόπο, κατεβαίνουν.
Ξημερώνει. Δίχως αγκυλωτό η Ακρόπολη. Λυσσάνε και σκυλιάζουνε οι Γερμανοί. Σε θάνατο-ερήμην-καταδικάζονται οι δράστες.(…)»
Ο συγγραφέας που μιλά γι’ αυτή την εξόχως ηρωική πράξη των δύο παιδιών είναι ο Δημήτρης Ψαθάς (πρόλογος του βιβλίου του «Αντίσταση», όπου σημειώνονται και άλλες γενναίες πράξεις παιδιών της Κατοχής) και, όπως πολύ χαρακτηριστικά κλείνει τον πρόλογό του: «Μακριά από οποιεσδήποτε πολιτικές επιδιώξεις, έναν σκοπό μονάχα έχει να υπηρετήση το βιβλίο τούτο: Να περισώση ζωντανή την ατμόσφαιρα των ημερών εκείνων στις σελίδες του, που τις αφιερώνω μ’ ευλάβεια στον λαό μας-ολόκληρο τον Ελληνικό λαό που αγωνίστηκε και μαρτύρησε στα σκοτεινά και τιμημένα εκείνα χρόνια».
Κλείνοντας, αναρωτιέμαι τι θα μπορούσε κανείς να προσθέσει στα λόγια των ίδιων των ανθρώπων που έζησαν, αλλά και που έφτιαξαν το μεγαλειώδες Έπος του Σαράντα. Τίποτα παραπάνω, παρά μόνο να θυμίσει σε όλους την εξήγηση που δίνει το ετυμολογικό αλφαβητάριο του Νίκου Βαρδιάμπαση στη λέξη «Έλληνας». Προέρχεται από τη λέξη «ήλιος», γιατί
«Ο Έλληνας είναι λαμπρός∙ έχει τη λάμψη του Ήλιου στα μάτια του».
Ο Έλληνας του Σαράντα το απέδειξε. Απομένει να ξεκολλήσουμε από τη χαμοζωή μας και να το αποδείξουμε κι εμείς οι σημερινοί Έλληνες. Μπορούμε να το καταφέρουμε. Μπορείτε να το καταφέρετε προπαντός εσείς τα παιδιά μας, που είστε η ελπίδα όλων μας. Αρκεί να έχετε τη δύναμη να αγωνίζεστε για να πετύχετε τους στόχους σας. Αρκεί να αντιστέκεστε απέναντι σε οτιδήποτε σας ισοπεδώνει και δε σας αξίζει. Τότε θα είστε αληθινοί μαχητές, άξιοι απόγονοι αυτών που δημιούργησαν την εποποιία του Σαράντα.
Και τότε θα έχετε τη λάμψη του Ήλιου όχι μονάχα στα μάτια σας, αλλά και μέσα στις καρδιές σας.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 23 και 30/10/2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.