28.11.08

Β.Π. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ: Η γλυπτική εν τω γίγνεσθαι

Η περίπτωση του Κώστα Χιωτίδη

9η Ιουνίου ενεστώτος έτους και παρελθόντος καλοκαιριού, ήταν η πλέον καταρρακτώδης μέρα του μέχρι τότε θέρους. Τότε ήταν, που άνοιξαν όλα τ’ αυλάκια τ’ ουρανού στη μεγαλύτερη διάστασή τους, και πλημμύρισαν τα επίγεια, δηλαδή αυτής της κατηφορικής πόλεως τους δρόμους, τα στενά και από τα ισόγεια και κάτω, τα σπίτια. Το θολό πανηγύρι της νερο-κατεβασιάς ήταν από τα πρωτοφανή καιρικά συμβάντα. Τρομαλέες οι ψυχές και τα καταβρεγμένα σώματα ανήμπορα παρατηρούσαν την μήνιν του Θεού, διότι ποιος άλλος μπορούσε να ξεθυμαίνει τοιουτοτρόπως επί των κτισμάτων του στη γη αν όχι ο αποκλειστικός κύριος και δημιουργός τους; Ποιός τέτοια ώρα, θυμάται τη γλυκιά βροχή, στην οποία ο άγιος Δίας μεταμφιέστηκε, όπως το ‘χε συνήθειο στα δύσκολα ερωτοπλησιάσματά του, και χύθηκε, περιτυλίχτηκε κ.λπ. στη Δανάη, κόρη φυλακισμένη υπό του πατρός της σε σιδερόφραχτα υπόγεια, από τον φόβο των ανθρωπο-επιβητόρων, (ο γιός της άρα κι εγγονός του πατέρα Βασιλιά, θα τον σκότωνε εντελώς του είπαν στο μαντείον). Αγνοούσε πως και οι θεοί των πνευμάτων κι ιδίως πάσης σαρκός στη φάση της δωδεκάθεης εκδοχής τους, ήταν ασυγκράτητοι παθών και ανεξάντλητοι εφευρέσεων ως προς την ικανοποίησή τους.
Εμειναν από την ξεχασμένη μυθική ιστορία εκείνη τη μέρα, μόνον οι κεραυνοί, που έπεφταν επί δικαίων και αδίκων, μέρα σε πλήρες μεσημέρι, λες κι έσπερνε ο Ιάσων στην Κολχική δόντια και φύτρωναν δράκοι.

Αυτές οι άτακτες κι ασύντακτες μπόρες αποτελούν ένα υψηλό αισθητικό και καλλιτεχνικό, θα λέγαμε, της φύσης, υπερφυσικό συμβάν. Μια δημιουργία με την άγρια ωραιότητα αλλά και τη δύναμη που τις χαρακτηρίζει και τις διέπει στην πράξη και δείχνει για μια εισέτι φορά την ασημαντότητα του ανθρώπινου είδους, μπροστά στης φύσης τα καμώματα θεία ή φυσιολογικά.

Προσπαθώ να βρω μια αναλογία σ’ αυτά που γράφω με την περίπτωση του συν-πολίτη Κώστα Χιωτίδη του Θεοδώρου, μηχανουργού, κατοίκου Κοζάνης, το σπίτι του είναι δίπλα στο Σιδηροδρομικό Σταθμό Κοζάνης, νοσταλγικά ενεργού ακόμα, λίγο πριν τον κλείσει η σιδηροδρομική ευτέλεια εργοδοσίας και εργαζομένων γενικώς. Ας τον ονομάσουμε καλλιτέχνη επί της ζωγραφικής αλλά και της σιδηρο-ατσαλο-γλυπτικής τέχνης. Εκείνη ακριβώς την ώρα και μέρα, στο μέσον της κοσμικής καταιγίδας, άφησε το μηχανουργείο του, τα σχέδια επί χάρτου κι υπολογιστού, την ογκώδη μηχανή αναπαραγωγής μηχανημάτων, που πριν λίγα χρόνια αγόρασε από την Κορέα, τα αδιαμόρφωτα ή διαμορφωμένα σίδερα, τα γρέζια, τα εργαλεία και όρμησε σίφουνας δημιουργίας, επί της οικίας του, μάλιστα επί του ανασφαλίστου από τους καιρούς, ημιδιαμπερές ανώγειο. Η βροχή –ποιά βροχή, ο κατακλυσμός θέλω να πω- να του χτυπά τα μπατζάκια-αυτός αδιάφορος- οι κεραυνοί κι οι αστραπές να τον ακουμπούν σχεδόν, ότι ήταν δίπλα –άφοβος- στο ρυπαρό αλσύλλιο πεύκων του Σ.Σ., κι όλα ήταν ευνοϊκά προς τη σμίξη ανθρώπου και φύσης και να αλληλογλείφονται με τις σπίθες που έβγαζε το οικιακό μικρό φλογοβόλο εργαλείο του, ένα και το αυτό, θείος δημιουργός κι άνθρωπος τεχνουργός.

Διότι μ’ αυτό, αυτός διαμόρφωνε, έλιωνε, κολλούσε, συγκολλούσε τα φύλλα χαλκού και έχτιζε το μικρό του, λίγο πάνω από μισό μέτρο, «Άγνωστο αριστούργημα» που σε πρώτη βάπτιση το ένιωσε ως «Ηλέκτρα μαινόμενη»! Αλλά η Ηλέκτρα δεν υπήρξε ποτέ σε παρόμοια έξαψη και τραγωδιακή φάση –ολοφυρόμενη ναι- εν τούτοις η στάση της ίσως κάτι να του θύμιζε κάπως απ’ αυτήν.
Στη λεπτομέρεια του άνω μέρους το γλυπτό θυμίζει στην εύγλωττη αοριστία του, έναν εσταυρωμένο θηλυκής υφής, που είναι καρφωμένος σ’ ένα επίγειο δράμα με μια υπέργεια εγκαρτέρηση. Αυτή η λεπτομέρεια είναι η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή που σταυρωμένη στα πάθη της εκδίκησης και της απελπισίας της, λίγο πριν την άφιξη του Ορέστη και την τελική έξοδο δια της μητροφονίας και της εραστοφονίας.

‘Οχι όχι, ποτέ του ποτέ
δε θα πάψω τους θρήνους εγώ
και τα ολόπικρ’ αυτά μοιρολόγια,
όσο που θενά βλέπω ταστερια τα ολόφεγγα
και το φως της ημερας αυτό•
και σαν μιας αηδόνας, που τάβουλα
έχει χάση παιδιά της, οι βόγγοι μου
μπρος στις πόρτες αυτές του πατέρα μου
θαντηχούν και θα κράζουν σ’ όλους…

(Σοφοκλή “Ηλέκτρα”, μετ.: Ι. Ν. Γρυπάρη)

Στη γλυπτική του κίνηση στο χώρο, θυμίζει χορό –πράξη, αλλά και σε παραπέμπει και στο χορό της τραγωδίας, που παρακολουθεί, κρίνει, συμβουλεύει, κατακρίνει. Η μονομελής αυτή σύνθεση είναι μια συνολική, σφιχτή, γλυπτική αφήγηση η οποία στις λεπτεμέρειές της, όμως χαλαρώνει σε ερμηνείες συμβατές με της τέχνης τα φαινόμενα και τα επιφαινόμενα.
Ηταν μια δημιουργική βακχεία διεμβολισμένη με οίστρο ευπλασίας, ας πούμε ερωτικό, αφού δεν είναι απαραίτητα έρωτας να υπάρχει μόνον επί σωμάτων δύο, αλλά να διαδηλώνεται και επί σώματος τέχνης -πολλά τα παραδείγματα- αψύχου κατ’ αρχήν αλλά ευψύχου κατά την τελεολογία του πνεύματος και του πολιτισμού.

Αυτό είναι μια συμπεριφορά-παραφορά θα έλεγα, του δημιουργού, ο οποίος ανάβει ερωτικά από την αγριότητα της φύσης και πέφτει με μανία στο δικό του μικρό έργο, και επ’ αυτού ενηδονίζεται και ως εκ τούτου, όλα πλέον γύρω του είναι ξένα, απόκοσμα ή απλά αποτελούν το λυσιτελές φόντο μιας σκηνής λυσιμελούς και παραληρηματικής επί ζωής και τέχνης.
Γι’ αυτό κι οι κεραυνοί περνούσαν αδιάφοροι, ξεχασμένοι από τον άνθρωπο του ανωγείου.
Επί του δημιουργικού πεδίου του κάτι λίγα.

Περισσότερο τον τραβούσε η ζωγραφική και επ’ αυτής θέλησε να δοκιμάσει και να δοκιμαστεί το πρώτον. Πλήθος πολύχρωμα τελάρα του, στολίζουν ξένους, επί το πλείστον, αλλά κι οικείους τοίχους. Δεν υπάρχει ίχνος επαγγελματικότητας στο πράγμα, για αυτό έχει την άνεση και την πολυτέλεια να χαρίζει έργα, άρα και ταυτοχρόνως να χαρίζεται από τους λήπτες του σε μια τρυφερή εκτίμηση. Γιατί αυτό που δίνει είναι κομμάτι της ψυχής του –και μόνο τα έργα ψυχής μοιράζονται κι όχι τα έργα των χεριών- που δεν έγιναν για τον επιούσιο αλλά για τον περιούσιο λόγο ύπαρξης εν τω βίω τέχνης. Αυτό συμβαίνει μόνο με τους δημιουργούς που βιώνουν στην κατηγορία: 1ον του αυτοδίδακτου και 2ον του αδιάφορου περί της ανταλλακτικής αξίας του έργου τους. Έτσι λυτρωμένος από δεσμεύσεις ένυλες, στέκεται ψηλά στα νεφελώματα του τρόπου του και από κει, κατά Ελύτην, «μοιράζει δωρεάν την ψυχή του».
Μια υπερρεαλιστική απόπειρα φυγής προς τον ρεαλισμό, όσο κι αν ακούγεται αυτό αντιφατικό, εν τούτοις ο Κ.Χ. ξεκίνησε στη γλυπτική του εκδοχή από το αφηρημένο και το βαθύτατα υπαινικτικό και επιστρέφει σε μια πιο εύγλωττη ενατένιση του υλικού, που μετατρέπει σε οντότητα καλλιτεχνική.

Για χρόνια ένα πτερύγιο ανεμογεννήτριας από τους ΑΗΣ της ΔΕΗ, στηριγμένο σε έναν πωρόλιθο μ’ ακολουθούσε σε όλα τα γραφεία της περιπλάνησής μου. Ηταν μια τεχνική λιτοδίαιτη και ευθυτενής, περισσότερο έμοιαζε με τεχνική προσαρμογή των άψυχων μετάλλων επί του προσωπικού του φευγαλέου οράματος. Το ονόμασα «Απουσία», έτσι χωρίς ιδιαίτερο λόγο ή μήπως επειδή αυτό το αίσθημα σε διασχίζει, όταν το υφίστασαι, ευθυτενώς και δίχως διασπάσεις στο φλοιό του.
Είδε κάποτε, μήπως κι άκουσε, το Μέμο Μακρή, να αφηγείται για το «πως έδενε τ’ ατσάλι» του και στέριωνε τις μορφές της όρασης και ιδίως της ενόρασής του. Και του χάραξε σε βάθος η αφηγηματική του εμπειρία Αυτή η παγερή και δύσκολη ύλη που μοιάζει αδάμαστη στον τρίτο, σ’ εκείνον που θα την πλησιάσει μ’ απόφαση να τη δοκιμάσει και να την ακολουθήσει γίνεται πάθος λίαν εύπλαστο, αφού τον συνεπαίρνει η σκληράδα που μαλακώνει και πάλι ατσαλώνει στην ολοκλήρωση.

Βελβεντό. Μπροστά από το Πνευματικό του κέντρο μια μεταλλική κάπως κεκλιμένη σύνθεσή του, που το φέρνει από τον αρχαία λυράρη και τον πάει στον σύγχρονο αναγνώστη, εδώ και χρόνια προϊδεάζει τον επισκέπτη, μήπως και δυσανάλογα, πως εκεί μέσα κάτι γίνεται το διαφορετικό.
-Παίρνουμε πηλό κι ανάμικτο με σχοινί καννάβεως, θα έλεγα για να πιάνει αυτός, «ντύνουμε» με αυτά τις πρωταρχικές σιδερένιες βέργες του σκελετού. Στα γρήγορα γιατί πήζει το υλικό και να το πρώτο, κρίσιμο σχέδιο. Στη συνέχεια με ψαλίδι κόβουμε τη φέτα χαλκού, μαλακός σαν την εύπλαστη ύλη του ανθρωπίνου και θελκτικού σώματος -αυτό δεν το κόβουμε, μόνον το ψαύουμε περιφλεγείς στην πράξη και ποικιλοαφθόνως στη σκέψη, εννοείται.
Κομμάτι κομμάτι χτίζει το γλυπτό του.
Ενδύει το πρόπλασμα με μικρές και μεγάλες φέτες χαλκού. «Με τι να ντύσω το Θεό» αναρωτιώταν ο Ροντέν μπροστά στη σύνθεσή του για τον Ουγκώ, και τον ...έντυσε γυμνό! Ηδη τις έχει λιώσει, τις κάνει εύπλαστες και με το κοπίδι δίνει σ’ αυτές το σχήμα που τον ενδιαφέρει.

Φωτογράφισα το γλυπτό με το κινητό, εμφάνισα τις φωτογραφίες και τώρα τις παρατηρώ ήσυχα. Η αυτοψία λίγα απέδωσε, σαν άμεση αίσθηση και γνώση. Ήθελα να σκεφτώ, να φανταστώ ίσως και να διαπιστώσω τι χώρο κρατά, αν κρατά, στην σκέψη μου μετά την πρώτη επαφή. Προφανώς δεν είναι και το έργο ζωής του Κ.Χ. Ομως είναι αυτός ο θαμπός εισέτι μεταλλικός κορμός, με τον οποίο νιώθει πως πρέπει να διαδηλώσει την όποια ιδιαιτερότητα διαθέτει, και να καταθέσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα με τα οποία προηγείται των άλλων, στον αγώνα «της μνήμης κατά της λήθης». Οι δημιουργοί, κάθε λόγου και αιτίας διαθέτουν ένα προβάδισμα στην αντιμετώπιση του καιρού που περνά, από τους άλλους, στον κόσμο της εφήμερης διάβασης και του τρέχοντος εντυπωσιασμού. Αυτή του η διάβαση (αγχιβασίη) από το τεχνολογικό στο ανθρωπολογικό στοιχείο της γλυπτικής του οντότητας, τον κάνει να θέλει να φέρει πιο κοντά τις δημιουργίες του και στους άλλους• «και δεν μπορείς χωρίς αυτούς». Οι μέχρι τώρα γλυπτικές συνθέσεις του ήταν ένας μοντέρνος, τεχνολογικός διάκοσμος στα σπίτια και στις θέσεις που τα όριζαν, σιωπηλούς μάρτυρες της αγίας οικιακής ρουτίνας, οι δωρεοδόχοι, αποδίδοντας τα διάσημα σ’ αυτόν ο καθένας με τον τρόπο της γνώσης και της κρίσης του. Τώρα επιζητεί τον λελογισμένο «έπαινο» του δήμου, δηλαδή την από τους τρίτους, τυπικά ξένους, συγκατάθεση και συγκατάβαση.
Ολοι ο δημιουργοί κυνηγούν το κοινό τους. Φορές και στο κενό του εαυτού τους• αλλά αυτή είναι μια ασίγαστη αναζήτηση, αφού έχει ως συνέπεια τη συνεχή ύπαρξη στο έργο, μια αέναη επανάληψή τους στις παραλογές του ίδιου, άρα έχει και την ολοκληρωτική κι ακόρεστη διάθεση της συνύπαρξης.

Ο άλλος, στον οποίο θα καρφωθούν ανθρώπινες σφήνες για να του χαράξουν τον κορμό της καθημερινότητας, ρωγμές μήπως μπουν και τους κοιτάξουν έστω κάποιες από τις ανταύγειες του ονείρου. Άλλοτε πάλι να αναπεταθούν μικρές σημαίες, αέρινες και κυματιστές στα ποδήλατα, με τα οποία στίλβουν στο διαρκές και στο στιγμιαίο της ζωής, της κάθε ζωής, που ενώ νομίζεις πως περνά –ακινητεί- εσύ περνάς απ’ αυτήν δρομαίως και συνήθως εν απογνώσει δια το ταχύτατον.
Τα έργα της τέχνης μας σταματούν, ας κοινοτοπήσουμε, ποσώς.
Τα έργα της αγάπης χωρίζουν τον καιρό σε πριν και σε μετά, ας παραφράσουμε τον ποιητή.
Όταν τα έργα της τέχνης είναι και έργα αγάπης τότε έχουμε ένα συγκερασμό αχτύπητης αισθητικής συγκυρίας.

Τώρα που κάθομαι και συλλογίζομαι εδώ, με τις φωτογραφίες του έργου, με τις αίσθησες του ανθρώπου που γνωρίζω πολυετώς και πολυεπίπεδα, αυτή η μοναχική, γλυπτική εξιστόρηση, λέω πως ίσως αποτελεί μια ιδιαιτερότητα όχι μόνον στη συνέχεια της γλυπτικής πρακτικής του, αλλά και στην προσωπική του οντότητα, καθώς κάνει την υπέρβαση από το τεχνολογικό σύμπαν στο ανθρωπολογικό είναι. Και είναι, έγινε από τεχνίτης άνθρωπος της τέχνης. Κι αυτό κι αν είναι συναρπαστικό!
Αλλά μπορεί να οδηγεί και στη σιωπή του ή στο ατελέσφορο κι ανολοκλήρωτο. Του ημιτελούς που θέλει πάντα συμπληρώσεις, κυρίως από ανθρώπινες επιστρώσεις, μάτια φιλικά και νεύματα αγαπητικά, σε ένα πάρε δώσε με το διαρκές του ανθρώπινου ωραίου.
Τέλειωσα!
Το θέμα δεν είναι απαραίτητα πως δημιουργεί ο καλλιτέχνης, αλλά πως και τι βλέπει, τι είδε ο επισκέπτης του εργαστηρίου του, δηλαδή της ανοιχτής σοφίτας του Κ.Χ., μια άγριαν κι υπέροχη μέρα του φετινού καλοκαιριού.
Αυτό έκανα κι εγώ και θέλω να το πω, δηλαδή το έγραψα.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 30.10.2008 και 6.11.2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ