3.1.11

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Κυρά-Λαμπρινή

Ξενομερίτες ήταν. Είχαν έλθει από τα χωριά της Πίνδου, αμέσως μόλις σταμάτησαν οι εχθροπραξίες στα γύρω βουνά. Και απόμακροι. Ειδικά η μάνα, η κυρά-Λαμπρινή. Μια μικροκαμωμένη και λιπόσαρκη γυναίκα, με τα χωριάτικα ρούχα της, το κεφάλι πάντα σκυφτό, που μόλις και μετά βίας ψιθύριζε μια καλημέρα. Ο πατέρας, σωστός γίγαντας, δυο μέτρα μπόϊ, έλειπε όλη μέρα στα χωράφια που είχε νοικιάσει και τα καλλιεργούσε μαζί με την κόρη, την Αυγούλα. Ομορφούλα αυτή και στρουμπουλή, κόκκινα μάγουλα, μακρυά καστανά μαλλιά δεμένα σε πλεξίδες, σοβαρή όμως πάντα, χαιρετούσε βιαστικά, πριν κινήσει για τη δουλειά. Το γιο, τον Aλέκο, δεν τον ξέραμε σχεδόν καθόλου. Μάθαμε ότι υπηρετούσε τη θητεία του εδώ και δύο χρόνια, κι ερχόταν μόνο στη χάση και στη φέξη, με άδεια για ένα εικοσιτετράωρο. Αλλά αυτός ήταν από άλλη συνταγή. Γελαστός πάντα, χαρούμενος νέος, σου έλεγε την καλημέρα κιέλαμπε ολόκληρος.
Είχαν εγκατασταθεί σε ένα ετοιμόρροπο σπίτι, ένα από τα πολλά τούρκικα ανταλλάξιμα, που το είχαν εγκαταλείψει οι ιδιοκτήτες, από φόβο μήπως καταρρεύσει. Γεμάτη η παραλίμνια ζώνη με τέτοια μισογκρεμισμένα σπίτια. Τα είχε παραχωρήσει το κράτος στους πρόσφυγες, από τα μέρη της Προποντίδας, ψαράδες τους περισσότερους. Μια γειτονιά γεμάτη ζωντάνια και φτώχεια, όπου όλοι γνώριζαν όλους, ήσυχοι άνθρωποι, δουλευτάδες και γλεντζέδες.
Ήρθαν λοιπόν οι ορεινοί, προσπάθησαν οι λιμνίσιοι να τους πλησιάσουν, μάταια... Η κυρά-Λαμπρινή είχε ένα γαϊδουράκι που τόπαιρνε κάθε μέρα και πήγαινε να φέρει ξύλα από τα ριζά του βουνού. Τα ξεφόρτωνε στην αυλή, τα στοίβαζε σε μία άκρη, και με αυτά άναβε φωτιά για να μαγειρέψει, στην αυλή πάλι. Το ίδιο επαναλαμβανόταν καθημερινά. Στη λίμνη, δυο βήματα πιο πέρα, δεν πλησίαζε ποτέ, έμοιαζε να τη φοβάται. Μυστήρια η συμπεριφορά της για τις γειτόνισσες, σέβονταν ωστόσο την ιδιαιτερότητά της και δεν την ενοχλούσαν.
Ένα βράδυ, κι ενώ στη λίμνη είχε αρχίσει να φυσάει ένα απαλό αεράκι, κάτι ακούστηκε, σαν παφλασμός. Οι βάρκες όλες αραγμένες κοντά στην όχθη ήταν, γι αυτό και μερικοί καραβοκύρηδες βγήκαν ανήσυχοι, μήπως και κάποιος προσπαθούσε να πάρει μια απ` αυτές. Κανένα σημάδι ξένης εισβολής, γύρισαν πάλι στα κρεβάτια τους....
Το επόμενο πρωί, ένας ψαράς ήταν ο πρώτος που έβαλε τις φωνές. Μια γυναίκα πνιγμένη, αυτής το πτώμα χτυπούσε όλη τη νύχτα πάνω στα πρυμιά μιας βάρκας. Μαζεύτηκε όλη η γειτονιά, ειδοποιήθηκε η Αστυνομία. Το πτώμα ήταν της κυρά-Λαμπρινής. Μεταφέρθηκε στο πιο κοντινό εκκλησάκι, την απόθεσαν στο προαύλιο, και όλες οι γειτόνισσες περνούσαν και σταυροκοπιούνταν. Λόγια δεν έβρισκαν να πουν.
Την έθαψαν πατέρας και κόρη, βουβοί, σε μία άκρη του νεκροταφείου, χωρίς παπά και κύριε ελέησον. Δεν συγχωρεί η εκκλησία τούς αυτόχειρες. Ο Αλέκος δεν πρόφτασε την ταφή. Ήρθε στο σπίτι αργά το επόμενο βράδυ, ούτε χαμόγελα, ούτε καλησπερίσματα. Τα δάκρυα, είπαν, κυλούσαν ασταμάτητα στα μάγουλά του. " Μάνα μου!.. μάνα μου!.. " επαναλάμβανε γοερά.
 Η ζωή πολύ σύντομα ξαναβρήκε τους ρυθμούς της. Πατέρας και κόρη πάλι στα χωράφια, ο Αλέκος επέστρεψε στη μονάδα του. Ήρθε τον Αύγουστο, να βοηθήσει στο θερισμό. Με το χακί, κατ` ευθείαν στο χωράφι. Λίγες ώρες αργότερα πήγε και παραδόθηκε στη Στρατιωτική Αστυνομία της πόλης. Με την κόσα είχε αποκεφαλίσει τον πατέρα…
Τι ήθελε και πήγε να τους βρει απροειδοποίητα;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ