5.1.11

WOLFGANG BORCHERT: Οι τρεις μάγοι με τα δώρα

 Μετάφραση Χρυσούλας Πατρώνου Παπατέρπου


Προχωρούσε μπουσουλώντας στις σκοτεινές παρυφές της πόλης. Τα σπίτια υψώνονταν τσακισμένα προς τον ουρανό. Το φεγγάρι απουσίαζε και το καλντερίμι είχε κατατρομάξει από τον αργοπορημένο βηματισμό. Έπειτα βρήκε ένα παλιό μαδέρι. Πάτησε με το πόδι πάνω του μέχρι που στέναξε μια σαπισμένη σανίδα και έσπασε. Το ξύλο μύριζε μούχλα και γλύκα συνάμα. Μέσα από τη σκοτεινή πόλη επέστρεψε μπουσουλώντας και πάλι. Αστέρια δεν υπήρχαν.

 Όταν άνοιξε την πόρτα (έκλαψε τότε, η πόρτα), τον κοίταξαν τα ξέθωρα γαλάζια μάτια της γυναίκας του. Ερχόταν από ένα κουρασμένο πρόσωπο. Η ανάσα της έπλεε άσπρη στο δωμάτιο, τόσο κρύο ήταν. Λύγισε το αποστεωμένο του γόνατο και έσπασε το ξύλο. Το ξύλο αναστέναξε. Έπειτα μύρισε παντού σαπίλα και γλύκα. Έβαλε ένα κομμάτι κάτω από τη μύτη. Μυρίζει περίπου σαν γλύκισμα, γέλασε αχνά. Μην, είπαν τα μάτια της γυναίκας, μην γελάς. Κοιμάται.
Ο άντρας έβαλε το γλυκό σάπιο ξύλο στην τενεκεδένια σόμπα. Αυτό άναψε λιγάκι και έριξε μια χούφτα ζεστό φως στο δωμάτιο. Και φώτισε ένα μικροσκοπικό στρογγυλό προσωπάκι, και σταμάτησε εκεί για μια στιγμή. Το πρόσωπο ήταν μόλις μιας ώρας, είχε όμως ήδη όλα όσα ανήκουν σ` αυτό: Αυτιά, μύτη, στόμα και μάτια. Τα μάτια πρέπει να ήταν πολύ μεγάλα, το έβλεπες , αν και ήταν κλειστά. Αλλά το στόμα ήταν ανοιχτό και ανάσαινε απαλά. Μύτη και αυτιά ήταν κόκκινα. Ζει, σκέφτηκε η μητέρα. Και το μικρό πρόσωπο κοιμόταν.
 Έχει και φαγητό, είπε ο άντρας. Ναι, απάντησε η γυναίκα, καλό αυτό. Κάνει κρύο. Ο άντρας πήρε και άλλο ένα κομμάτι από το γλυκό, σάπιο ξύλο. Τώρα γέννησε το παιδί της και πρέπει να κρυώνει, σκέφτηκε. Δεν είχε παρ` όλα αυτά κανέναν, που να μπορούσε να του ρίξει γροθιές στα μούτρα. Όταν άνοιξε την πόρτα της σόμπας, έπεσε πάλι μια χούφτα φως πάνω στο κοιμισμένο πρόσωπο. Η γυναίκα είπε σιγανά: “ Κοίτα, σαν φωτοστέφανο, βλέπεις; “Φωτοστέφανο! Σκέφτηκε εκείνος και δεν είχε κανέναν, που να μπορούσε να του ρίξει μια γροθιά στα μούτρα.
Έπειτα κάποιοι φάνηκαν στην πόρτα. Είδαμε το φως, είπαν, από το παράθυρο. Αλλά έχουμε μωρό, τους είπε ο άντρας. Αυτοί δεν είπαν τίποτα άλλο, μπήκαν μόνο στο δωμάτιο, τίναξαν την ομίχλη από τη μύτη τους και σήκωσαν τα πόδια. Και τότε έπεσε πάνω τους φως.
 Τρεις ήταν. Με τρεις παλιές στολές. Ο ένας κρατούσε ένα χάρτινο κουτί, ο άλλος έναν σάκο. Και ο τρίτος δεν είχε χέρια. Πάγωσαν, είπε, και σήκωσε ψηλά τα κουλά του. Έπειτα έστρεψε προς τον άντρα την τσέπη του παλτού. Καπνό είχε μέσα και λεπτό τσιγαρόχαρτο. Έστριψαν τσιγάρα. Αλλά η γυναίκα είπε: Μη, το παιδί.
Τότε βγήκαν από την πόρτα, και τα τσιγάρα τους ήταν τέσσερα σημεία στη νύχτα. Ο ένας είχε χοντρές, φασκιωμένες πατούσες. Έβγαλε από το σάκο ένα κομμάτι ξύλο. Ένα γαϊδουράκι, είπε, επτά μήνες το δούλευα με το σκαρπέλο. Για το παιδί. Αυτό είπε και το έδωσε στον άντρα. Τι έπαθαν τα πόδια σου; ρώτησε ο άντρας. Υγρό, είπε ο χαράκτης του γαϊδάρου, από την πείνα. Και ο άλλος, ο τρίτος; ρώτησε ο άντρας και ψηλάφισε στο σκοτάδι το γαϊδουράκι Ο τρίτος έτρεμε ολόκληρος: Α, τίποτα, μουρμούρισε, τα νεύρα είναι μόνο. Φοβόμασταν τόσο πολύ Μετά έσβησαν τα τσιγάρα και πήγαν πάλι μέσα.
 Σηκώθηκαν στις μύτες και κοίταξαν το μικρό κοιμισμένο πρόσωπο. Αυτός που έτρεμε έβγαλε από το χάρτινο κουτί δύο κίτρινες καραμέλες και είπε: Για τη γυναίκα είναι.
 Η γυναίκα άνοιξε διάπλατα τα ξέθωρα γαλάζια μάτια της, μόλις είδε τους τρεις μάγους να σκύβουν πάνω από το παιδί. Φοβήθηκε. Τότε όμως το μωρό τέντωσε τα πόδια του προς το στήθος της και έβγαλε μια τόσο δυνατή φωνή που οι τρεις μάγοι έσυραν τα πόδια και κατευθύνθηκαν προς την πόρτα. Εκεί, έγνεψαν άλλη μια φορά και έπειτα χάθηκαν μέσα στη νύχτα.
Ο άντρας τούς κοίταζε. Περίεργοι άγιοι, είπε στη γυναίκα του. Και έκλεισε την πόρτα. Ωραίοι άγιοι είναι, μουρμούρισε και κοίταξε το φαγητό. Αλλά δεν είχε κανένα πρόσωπο να κατευθύνει τις γροθιές του.
 Μα το παιδί έβαλε τις φωνές, ψιθύρισε η γυναίκα, έβαλε δυνατές φωνές. Τότε φύγανε. Για δες τι ζωηρό που είναι, είπε όλο περηφάνια. Το προσωπάκι άνοιξε το στόμα και έβγαλε και πάλι κραυγές. Κλαίει; ρώτησε ο άντρας.
Όχι, νομίζω πως γελάει, απάντησε η γυναίκα.
Σχεδόν σαν γλύκισμα, είπε ο άντρας και μύρισε το ξύλο, σαν γλύκισμα. Πολύ γλυκό
Μα σήμερα είναι Χριστούγεννα, είπε η γυναίκα.
Ναι, Χριστούγεννα, μουρμούρισε, και από τη σόμπα έπεσε μια χούφτα φως και φώτισε το μικρό κοιμισμένο προσωπάκι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ