Όταν εκηρύχθη ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940, ήμουν μαθητής γυμνασίου εις το γυμνάσιον Τσοτυλίου Βοΐου. Με την έναρξιν των εχθροπραξιών, είδαμε να μεταφέρονται εις Τσοτύλιον οι πρώτοι ήρωες τραυματίες από την ελληνοαλβανικήν μεθόριoν, και δη από τα χωρία Φούρκα, Επταχώριον κλπ.
Τα ιταλικά βομβαρδιστικά αεροσκάφη εβομβάρδισαν την γέφυραν του ποταμού Αλιάκμονος, άνευ όμως επιτυχίας, διότι αι βόμβαι ερρίπτοντο πολύ μακρυά του επιδιωκομένου στόχου. Σκοπός των ήταν να ανακόψουν τον εφοδιασμόν εις πυρομαχικά και τρόφιμα των στρατευμάτων μας που εμάχοντο εις την πρώτην γραμμήν. Η δε επαρχιακή οδική αρτηρία Κοζάνης-Νεαπόλεως ήτο σπουδαιοτάτη διά τον ανεφοδιασμόν του στρατού μας.
Λόγω κηρύξεως του πολέμου, διεκόπησαν τα μαθήματα και έκλεισε το γυμνάσιον. Όταν έφθασα εις το χωρίον μου Μέγαρον Γρεβενών είδα στρατιώτας του τάγματος Αθανάσιου Πανταζή, οι οποίοι ηναγκάσθησαν να συμπτυχθούν, λόγω της ισχυράς πιέσεως, που εδέχθησαν από την ενεργηθείσαν επίθεσιν της περιφήμου ιταλικής μεραρχίας Αλπινιστών «Τζούλια», η οποία, ως θα ίδωμεν κατωτέρω, διελύθη υπό της ενεργηθείσης αντεπιθέσεως του στρατού μας. Αμέσως κατέφθασαν ενισχύσεις, ένα τάγμα ιππικού. Διοικητής ήτο ο ταγματάρχης κ. Παπατριανταφύλλου, καταγόμενος εκ Πελοποννήσου και κατηυλίσθη έξωθεν του χωριού μας εις τα υψώματα Άγιος Χριστόφορος-Πύργος και τα χαμηλότερα αντερείσματα του υψώματος Άγιος Αθανάσιος.
Ενθυμούμαι καλώς ότι πολλαί αποθήκαι πολεμικού υλικού ήσαν εις το χωρίον μας. Η παλαιά εκκλησία του Αγίου Δημήτριου, ήτο πλήρης πυρομαχικών, τόσον εντός αυτής, όσον και εις τον νάρθηκα της εκκλησίας. Ο διοικητής του εν λόγω τάγματος έδωσεν διαταγήν να μη βληθούν πολεμικά ιταλικά αεροσκάφη, για να μη υποπέση εις την αντίληψιν των Ιταλών αεροπόρων ότι προωθούνται ενισχύσεις του ελληνικού στρατού προς το σημείον των επιχειρήσεων.
Ευρισκόμην εις το ύψωμα Άγιος Χριστόφορος και μετ’ άλλων στρατιωτών κατηφορίζαμε να μεταβώμεν εις το ύψωμα Άγιος Αθανάσιος. Την περίοδον εκείνην όλον το ύψωμα είχε πυκνότατον δάσος βαλανιδιάς και εκεί ήτο καταυλισμένη η μεγαλυτέρα δύναμις του τάγματος. Την στιγμήν εκείνην υπερίπτατο άνωθέν μας ένα ιταλικόν αναγνωριστικόν αεροσκάφος εις πολύ χαμηλόν ύψος 300 έως 400 μέτρων, αλλά ήτο τόσο καλή η κάλυψις των στρατιωτών μας, εις το προαναφερθέν πυκνότατον δάσος, που αμφιβάλλω αν ηδυνήθη ο ιταλός αεροπόρος να αντιληφθή μονάδες του τάγματος. Διατηρώ ζωντανήν την εικόνα του ιταλικού αναγνωριστικού αεροσκάφους. Είχεν ως διακριτικόν ένα κίτρινον σταυρόν και υπερίπτατο εις χαμηλόν ύψος άνωθεν των κεφαλών μας. Πολύ εύκολα ήτο δυνατόν να βληθή υπό τας διμοιρίας πολυβόλων του τάγματος, αν δεν υπήρχεν ρητή διαταγή του ταγματάρχου, να μη πολυβοληθή.
Πληροφορηθείσαι αι ιταλικαί ένοπλοι δυνάμεις ότι εις Μέγαρον Γρεβενών υπάρχουν πολλαί αποθήκαι πολεμικού υλικού του ελληνικού στρατού, η ιταλική αεροπορία ήρχισεν επανειλημμένας επιθέσεις βομβαρδισμού του χωρίου μας. Αι βόμβαι δεν ερρίπτοντο εντός του χωρίου, όπου υπήρχον αι αποθήκαι, αλλά έξωθεν αυτού, και δη νοτιοανατολικώς του χωρίου, πλησίον της βρύσεως «Σιάχος», καθ’ ότι έπλυναν γυναίκες του χωρίου μας και «γυάλιζαν» οι τενεκέδες... Πολλαί εκ των βομβών αυτών δεν εξερηγνήοντο και ήσαν διεσπαρμέναι εις τους αγρούς...
Από τα υψώματα Αγίου Χριστοφόρου-Πύργου παρακολουθούσαμε, τας διεξαγομένας μάχας, μεταξύ των υψωμάτων των χωριών Σμίξης-Σαμαρίνης Γρεβενων. Εφαίνονται καπνοί και ηκούοντο ευκρινώς τα πολυβόλα και οι όλμοι. Το τάγμα ιππικού υπό την διοίκησιν του ταγματάρχου Παπατριανταφύλλου ανεχώρησεν εσπευσμένως από το χωρίον μας, διότι η ιταλική μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια», εδημιούργησε θύλακα, και τα τμήματά της επλησίαζον το ύψωμα «Γομάρα», εις το χωρίον Δοτσικό Γρεβενών. Δέον να σημειωθή ότι, λόγω της προελάσεως των ιταλικών στρατευμάτων, κατέφυγαν εις το χωρίον μας πλείστα γυναικόπαιδα των χωρίων Βωβούσης, Διστράτου κλπ. Από αφηγήσεις του αειμνήστου πατρός μου Αθανασίου Κ. Γκούμα, μακεδονομάχου οπλαρχηγού, σημειώνω τα ακόλουθα:
«Ο αείμνηστος πατήρ μου ανεχώρησεν εθελοντής εις ηλικίαν 65 ετών μαζί με το τάγμα του Παπατριανταφύλλου και όταν έφθασαν εις θέσιν «Νιδρούζι Μεγάρου», κατευθυνόμενοι προς Δοτσικόν, έφιππος αγγελειοφόρος του στρατού τους ενημέρωσεν ότι τα ιταλικά στρατεύματα προωθούνται και πλησιάζουν να καταλάβουν το ύψωμα «Γομάρα Δοτσικού», και δέον να αλλάξουν πορείαν κατευθυνόμενοι αριστερότερον προς το χωρίον Πρόσβορον Γρεβενών, δια να επιτεθούν εναντίον των Ιταλών από τα πλάγια, όπως και έγινε.
Παραθέτω ένα σημείωμα από τον αείμνηστον πατέραν μου, το οποίο υπάρχει εις το ιστορικόν αρχείον της οικογενείας μας, αναφερόμενον εις τον Ελληνοϊταλικόν Πόλεμον 1940-1941:
«Την 31ην Οκτωβρίου, οι Ιταλοί καταλαμβάνουν Φούρκαν και Σαμαρίναν. Οι πυροβολισμοί των πυροβόλων, όλμων κλπ, ηκούοντο από το χωρίον μου.Οι Φουρκιώται φεύγουν οικογενειακώς και μας πληροφορούν διά την κατάληψιν της Φούρκας και Σαμαρίνας υπό των Ιταλών.Την ίδιαν ημέραν συνεννοούμενος τηλεφωνικώς με τον διοικητήν της υποδιοικήσεως χωροφυλακής Πολυνερίου Γρεβενών κ.Καλαφατάκην, όστις είχε και περί τους 80 χωροφύλακας εκ διαφόρων σταθμών χωροφυλακής και ξεκινών από το χωρίον με τριάντα οπλισμένους, ενωθήκαμε εις την θέσιντρία σύνορα Σαμαρίνα-Δοτσικό-Φιλιππαίοι. Ελάβαμεν θέσεις μεταξύ Σκούρτζα-Ανίτσα και Γομάρα. Λίαν πρωί, οι Ιταλοί προχωρούν προς κατάληψιν των άνω θέσεων, διά να προχωρήσουν εκείθεν προς Δοτσικόν και Φιλιππαίους και εν συνεχεία προς Γρεβενά.
Την 1ην Νοεμβρίου, πίπτουν εις ενέδραν μας, όπου τους εβάλαμε με πυρά καθ’ όλην την ημέραν, ανακόψαντες την προέλασίν των.
Εκεί έφθασεν περί ώραν 12ην π.μ. ο ίλαρχος Πυλορώφ και ο διοικητής Δημάρατος με 300 ιππείς, 3 πεδινά πυροβόλα ιδικά μας από την θέσιν “Αγία Παρασκευή Δοτσικού” τα οποία έβαλον προς Σαμαρίναν. Όχι μόνον έσπασεν η ορμή των, αλλά εγκατέλειψαν την Σαμαρίναν αφού πρώτα την λεηλάτησαν.
Την 3ην Νοεμβρίου, ημέραν Κυριακήν, εισήλθαμεν εις Σαμαρίναν. Πλην των φονευθέντων συνελάβαμε και 85 αιχμαλώτους και πολύ πολεμικόν υλικόν.Την διοίκησιν του τάγματος Πανταζή ανέλαβε ο ταγματάρχης Εμμ. Τζανετής και μαζί με το τάγμα αυτό προχωρήσαμε, μαχόμενοι υπό την διοίκησιν του τότε συνταγματάρχου μικτού αποσπάσματος Θεμιστοκλέους Κετσέα, νομάδος 541, μέχρι Μπούμπε Σπίτι, Καμαρέτ Μπαλάνη κλπ. Κατ’ αυτόν τον τρόπον, η περιβόητος ιταλική μεραρχία Αλπινιστών “Τζούλια” κατετροπώθη και διελύθη κυριολεκτικώς. Οι πλείστοι εξ αυτών εφονεύθησαν και η ιταλική νεολαία εγέμισε με νεκρούς τα απότομα φαράγγια της Πίνδου.
Ενθυμούμαι να μεταφέρουν με λεωφορεία Ιταλούς τραυματίας αιχμαλώτους από το Δοτσικό με κατεύθυνσιν προς Γρεβενά. Ήταν Αλπινισταί συλληφθέντες εις Σαμαρίναν οι οποίοι μας έβλεπαν και έλεγαν “Μπόνο Γκρέκο!”. Ημείς ειργαζόμεθα διά την συντήρησιν της αμαξωτής οδού Γρεβενών-Δοτσικού εις θέσιν “Στερνάρι Μεγάρου”. Εδέχθημεν πολλάκις πολυβολισμούς ιταλικών πολεμικών αεροσκαφών, αλλά επειδή μας πυροβολούσαν από πολύ μεγάλο ύψος ουδείς εφυλάγετο.
Επετάχθησαν πολλά μεταγωγικά ζώα από την περιοχήν Γρεβενών και Βοΐου διά την μεταφοράν πυρομαχικών και άλλων εφοδίων του στρατού μας. Από το χωρίο μας, οι συγχωριανοί μας Ιωάννης Μπουκογιάννης, Στέργιος Κουρέλας, Χρήστος Σούλας και πολλοί άλλοι με τους ημιόνους τους, ηκολούθησαν τον στρατόν μας μέχρι το Λεσκοβίκι της Αλβανίας. Εις την πραγματικήν αυτήν τιτανομαχίαν, αι γυναίκες της Πίνδου φορτώνονταν εις τους ώμους των κιβώτια πυρομαχικών και άλλων εφοδίων του στρατού μας και τα μετέφεραν εις την πρώτην γραμμήν του πυρός, καθ’ ότι ήτο αδύνατον να μεραφερθούν με μεταγωγικά ζώα λόγω των αποτόμων χαραδρώσεων και του δυσβάτου του εδάφους».
Ο αείμνηστος πατήρ μου, γνώστης της Βορείου Ηπείρου από τον πόλεμον 1913 που ο ελληνικός στρατός την είχε καταλάβει και είχε πολεμήσει ως αξιωματικός, ήταν μοναδικός να βοηθήση στον στρατόν μας, καίτοι ήτο προχωρημένης ηλικίας, 65 ετών, γεννηθείς το 1875. Έλαβε μέρος σε πολλάς μάχας και εις καταλήψεις Λεσκοβικίου στενών Κλεισούρας κλπ. Η δράσις του αειμνήστου πατρός μου συνεκίνησε το πανελλήνιον. Το ραδιόφωνον είχεν αφιερώσει πλείστας εκπομπάς διά την δράσιν του εις το μέτωπον. Ολόκληρος ο ελληνικός τύπος ησχολείτο με την φράσιν του αειμνήστου πατρός μου και είχε αφιερώσει πολλάς στήλας. Δεν είναι δυνατόν εις το παρόν σημείωμα να περιγράψω εκτενέστερον, αλλά από σταχυολόγησιν, ελάχιστα μόνον γράφω.
Εις εφημερίδα «Καθημερινή» έγραφε ο δημοσιογράφος Κ. Ζαφειρόπουλος, με τίτλον «Ο παππούς στην μάχη». Εξιστορεί την δράσιν του από του έτους 1897 μέχρι το 1940, όταν κατετάγη εθελοντής, καίτοι ήτο εις προχωρημένην ηλικίαν. Εις μίας ανταπόρισιν από το Μέτωπο, ο Κ. Ζαφειρόπουλος γράφει εις ένα σημείον:
«Θα κουβαλήση στο σπίτι του λάφυρα... ένα μπαστούνι, στο οποίο στηρίζεται και ένα μετάλλιο αλπινιστού. Μία μικρή ορθογώνια πλάκα, που έχει ανάγλυφο ένα χέρι γατζωμένο σ’ ένα βράχο. Το πήρε από αιχμαλώτους που έπιασε στο τμήμα του. Είναι η αμοιβή του, γιατί κουβάλησε τα εξήντα έξι χρόνια του πάνω στα αλβανικά βουνά και εξέθεσε σε μύριους κινδύνους, πολεμώντας σαν αληθινός στρατιώτης επί εκατό ολόκληρα ημερόνυκτα». Εις ένα περιοδικόν, του οποίου μου είναι άγνωστος ο τίτλος του, του μηνός Φεβρουαρίου 1941, είναι αφιερωμένη ολόκληρος σελίς με τον τίτλον: «Ο εθελοντής των εξηνταεπτά ετών». Μεταξύ άλλων γράφει και τα εξής: «Ιδού τι ανήγγειλαν αι ειδήσεις από το μέτωπον. Ένας γέρων ηλικίας 67 ετών, ο οπλαρχηγός Γκούμας, ο οποίος υπήρξε συναγωνιστής του Παύλου Μελά εις τον Μακεδονικόν Αγώνα και ο οποίος μετέσχεν εις όλους τους διεξαχθέντας έκτοτε ελληνικούς πολέμους, έφυγε κρυφά από την γριά γυναίκα του, μόλις εξερράγη ο σημερινός πόλεμος και κατετάχθη ως εθελοντής εις τον ελληνικόν στρατόν με τον βαθμόν του ανθυπολαχαγού».
«Επολέμησεν εις την πρώτην γραμμήν ηρωϊκότατα, διευθύνων διμοιρίαν πολυβόλων και όταν εις μίαν από τας υπερόχους μάχας της Τρεμπεσίνας ετραυματίσθη, επέμεινε να μη μεταφερθή από την γραμμήν του πυρός ότου θεραπευομένου προχείρως του τραύματός του, δυνηθή να επαναλάβη την μάχην.
»Αλλά η κατάστασις του εχειροτέρευσε και μετά πέντε ημέρας παρέστει απόλυτος ανάγκη να μεταφερθεί εις το νοσοκομείον του εσωτερικού.
«Το καθήκον δεν έχει όρια. Το καθήκον δεν μετράται με τα χρόνια, με τον όγκον και το βάρος του χρυσού αποθέματος της ψυχής, το οποίον, εις την περίπτωσιν αυτήν, λέγεται αγάπη προς την Πατρίδα, πίστις και αφομίωσις εις τας ιεράς παραδόσεις και τα μεγάλα της πεπρωμένα, ενθουσιασμός και αυτοθυσία διά την προάσπισιν της τιμής, με δύο λέξεις. Εθνική συνείδησις...»
Η είδησις δεν μας καθορίζει από ποίον μέρος της χώρας είναι ο γέρων Γκούμας. Τι σημασία έχει; Η γενέτειρα του Γκούμα δεν είναι ωρισμένη πολιτεία ή ένα χωριό. Είναι η Ελλάς ολόκληρη.
Ο γέρων αυτός έχει εκπηδήσει από τα πλέον αγνά και πλέον ιερά βάθη της ελληνικής ψυχής. Και ούτε καν εχρειάζετο να έχη όνομα και να λέγεται Γκούμας. Θα ήτο αρκετό να ωνομάζετο Έλλην.
Η εφημερίς «Νέος Κόσμος» εις το φύλλον της 13ης Μαρτίου 1941 έγραφε τα εξής: «Ένας λεβεντόγερος που μάχεται από το ’97 έως σήμερα»:
«Στους Ιταλούς τάζουν χρήματα οι αρχηγοί τους, για να γίνουν καλοί στρατιώται, στους Έλληνες λένε μονάχα ένα “εμπρός για την πατρίδα” και ρίχνονται στην μάχη σαν λιοντάρια. Μέσα στα ελληνικά στρατεύματα υπηρετούνε και εθελονταί, που είδαν και έπαθαν να γίνουν δεκτοί και να βρεθούν στην πρώτη γραμμή του πυρός, στήθος με στήθος με τον εχθρό.
»Τέτοιος είναι κι ο Θανάσης Γκούμας, ο θρυλικός “παππούς”, έφεδρος ανθυπολοχαγός και πρώην οπλαρχηγός. Τα εξηνταεπτά του χρόνια δεν τον εμπόδισαν ν’ αρπάξη σαν στα νιάτα του τα όπλα και να τα τρέξη να πολεμήση κι αυτός τον άτιμο επιδρομέα.
Ο γιος του, ο οποίος έφυγε από τις πρώτες ημέρες του πολέμου για το μέτωπο, έγραφε στην μάνα του και αδερφές του:
- Δέστε τον πατέρα για να μη το σκάση και πάει στον πόλεμο. Δεν κρατούν τα κότσια για νέες κακουχίες.
- Ο γέρο-Γκούμας όμως δεν αισθανόταν γερατειά. Η ψυχή τον πετούσε.
»Αυτός λοιπόν ο λεβεντόγερος έχει πολεμήσει στα 1897 με τον Σμολένσκη και έχει παράσημα. Επίσης παράσημα έχει και από τους αγώνες του Μακεδονικού Κομιτάτου. Πολέμησε απόκη στο 1912 στο 1920 και απ’ όλα πήρε παράσημα ανδρείας».
Η εφημερίς «Ακρόπολις» μετά ην απελευθέρωσιν, με τον τίτλον: «Ζη ο παππούς του Αλβανικού Μετώπου», μεταξύ άλλων, αναφέρει τα εξής:
«Είναι ο θρυλικός καπετάν Θανάσης Γκούμας, για τον οποίο μιλούσαν τον αλησμόνητο χειμώνα του 1940 εφημερίδες, ραδιόφωνα, επίσημοι και ανεπίσημοι.
Εβδομήντα περασμένα χρόνια τότε, ξεκρέμασε το ντουφέκι του, που είχεν από την εποχή του Μακεδονικού Κομιτάτου και έφυγε από το χωριό Μέγαρο των Γρεβενών για να κτυπήση τους Ιταλούς».
Εις το ιστορικόν αρχείον της οικογενείας μας, υπάρχουν πολλαί βεβαιώσεις ανωτέρων αξιωματικών, αι οποίαι γράφουν διά την αξιοθαύμαστον δράσιν του πατρός μου εις το Αλβανικόν Μέτωπον.
Μετά την θεραπείαν του τραύματός του, μετέβη εις την Κορυτσάν, και κατόπιν εντολής του στρατιωτικού διοικητού Κορυτσάς Μίκη Μελά, ήλθε προς συνάντησιν του πατρός μου, ο αείμνηστος αδελφός μου Αχιλλέας Γκούμας, λοχίας, από το ύψωμα Πόγραδετς.
Πράγματι, συναντήθησαν πατήρ και υιός εις Κορυτσάν. Ο αδελφός μου εζήτησε να επισκεφθούν το νεκροταφείον Κορυτσά , το μνήμα του «Λαζάρου Ι`κούμα», τουρκόπαιδος υιοθετημένος υπό της οικογενείας μας, κατά την ανταλλαγήν των πληθυσμών. Υπηρετών ως στρατιώτης εις το μέτωπον απέθανεν ούτος από κρυοπαγήματα.
Πατήρ και υιός εγένοντο στόχος των δημοσιογράφων. Η εφημερίς «Καθημερινή», εδημοσίευσε φωτογραφίας και αφιέρωσε πολλάς στήλας της εις αυτήν την συνάντησιν. Ήτο μοιραία η συνάντησις αυτή του πατρός μου με τον αδελφού μου, διότι την 5η Απριλίου 1941 εφονεύθη ο αδελφός μου Αχιλλέας Γκούμας, εις την τοποθεσίαν «το μνήμα της γρηάς» υψόμετρον 2.120 από βομβαρδισμόν εχθρικών αεροπλάνων. Ήταν το πλέον προχωρημένο σημείο του μετώπου εις τα παγωμένα βουνά.
Σωστός θρύλος έγινε ο γνωστός «παππούς του Αλβανικού Μετώπου». Οι φαντάροι μας εμψυχώνονταν, όταν έβλεπαν τον γέροντα Γκούμα εις την πρώτην γραμμήν τον πυρός, εις το Μέτωπον.
Με άδεια ήλθε στο χωριό μας. Μίαν ημέραν μετέβημεν εις την πόλιν των Γρεβενών και είδαμε φάλαγγες του γιουγκοσλαβικού στρατού να διέρχωνται από την πόλιν, με κατεύθυνσιν την Καλαμπάκα. Πλησίον της πλατείας ο κόσμος εχειροκρότει. Μου λέγει: «Ποιούς χειροκροτούν; Αυτοί οπισθοχωρούν!».
Μετά την λήξιν της αδείας του, ανεχώρησε και πάλιν διά το Αλβανικόν Μέτωπον. Δεν θα λησμονήσω την ώρα του αποχαιρετισμού. Μας είπε «προσέξετε! οι Γερμανοί θα επιτεθούν και θα καταλάβουν την Ελλάδα».
Δεν πρόλαβε να φθάση εις το μέτωπον. Εις την Καστοριάν επληροφορήθη την κατάρρευσιν του μετώπου. Εις Τσοτύλιον, με μεγάλο πόνο, επληροφορήθη υπό στρατιωτών τον θάνατον του υιού του και αδελφού μας Αχιλλέα. Και πικραμένος, επέστρεψεν εις το χωρίον μας.
Δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην ΟΔΟ στις 13, 20 και 27 Νοεμβρίου 2014,
αρ. φύλλων 764, 765 και 766 αντίστοιχα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.