16.8.24

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΙΩΚΗ: Καστοριά 1874-1901 | Όψεις μιας λησμονημένης εποχής

 
ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 22.2.2024 | 1213

Το κείμενο που ακολουθεί είναι η ομιλία του κ. Νικολάου Σιώκη, Δρ. Ιστορίας Ελληνισμού, στην παρουσίαση του λευκώματος των Ρωμύλου Μαντζούρα και Χαράλαμπου Παπαθανασίου "Καστοριά 1874-1901, όψεις μιας λησμονημένης εποχής, οι παλαιότερες φωτογραφικές αποτυπώσεις" (εκδ. Βάρφης), που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 10 Φεβρουαρίου στο Μπαϊρακτάρειο Ωδείο. Στην παρουσίαση συμμετείχαν επίσης οι δύο συγγραφείς του λευκώματος, καθώς και οι κυρίες Χρυσούλα Πατρώνου-Παπατέρπου και Μελίκα Σανταλίδου.

* * *


Η ΙΣΤΟΡΙΑ του ευρύτερου δυτικομακεδονικού χώρου και πιο συγκεκριμένα της Καστοριάς κατά την οθωμανική και νεότερη περίοδο για ποικίλους λόγους –που δεν είναι της παρούσας να αναλυθούν– παρέμεινε τρόπον τινά στο περιθώριο της σοβαρής επιστημονικής έρευνας και μόνο τις τελευταίες δεκαετίες γίνονται δειλά-δειλά κάποιες αξιόλογες ερευνητικές προσπάθειες, παρότι η περιοχή διαθέτει ένα ευρύ φάσμα ανεξερεύνητων πεδίων από τα οποία μπορούν να προκύψουν ποικίλες πρωτότυπες μελέτες αναφορικά με την ιστορία, τη γεωγραφία, την κοινωνία, την οικονομία και την πολιτιστική ταυτότητα του τόπου.

Θα ήταν ωστόσο παράλειψή μας να μην αναφερθούμε στο πλήθος των μελετών που έχουν ασχοληθεί συστηματικά με την ιστορία της Καστοριάς, τα μνημεία της, τους χορηγούς τους και τα καλλιτεχνικά της εργαστήρια κατά τη βυζαντινή περίοδο και τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, θέματα ιδιαίτερα γνωστά στην ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία. 

Σε πείσμα των χαλεπών καιρών, της γενικότερης οικονομικής καθίζησης και της απαξίωσης συχνά του επιστημονικού λόγου με ιδιαίτερη ικανοποίηση και χαρά συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ για να παρουσιάσουμε στο ευρύ (επιστημονικό και μη ειδικό) κοινό το πόνημα των φίλων Ρωμύλου Μαντζούρα και Μπάμπη Παπαθανασίου, που παρότι αρύεται από το τοπικό, υποστηρίζει το τοπικό, αναδεικνύει το τοπικό ή με μια λέξη γεωγραφεί το τοπικό, παρέχει ταυτόχρονα οριστικές λύσεις σε προβλήματα αναγνώσεως και ερμηνείας του αστικού τοπίου της Καστοριάς, εντοπίζοντας τα ίχνη των παρελθοντικών εκφάνσεων του τόπου.

Ο γεωγράφος Don Mitchell αναφέρει ότι: «Η σημασία του τοπίου ως προϊόντος του πολιτισμού και της ανθρώπινης εργασίας σχετίζεται με την ιδιότητά του ως στοιχείο της πολιτισμικής ιστορίας. Το τοπίο θα μπορούσε να αναγνωστεί ώστε να προσδιοριστεί πώς έφτασε να υπάρχει. Και μόλις γίνει αυτό, ένας ερευνητής θα μπορούσε να αναπαραγάγει τη φύση του πολιτισμού που το δημιούργησε». Σύμφωνα με τον πανεπιστημιακό Peter Smith, «τα κτήρια έχουν μια μοναδική ικανότητα να αντλούν μνήμες από τις πιο βαθιές “ρωγμές” του παρελθόντος» και η θέση αυτή μας ωθεί στο συμπέρασμα ότι οι πόλεις εμπεριέχουν αστείρευτες ποσότητες συλλογικής μνήμης. Ο εντοπισμός, η διατήρηση και ο εμπλουτισμός αυτής της μνήμης με τη χρήση εποπτικών μέσων, θεωρείται πλέον μια θεμελιώδης διαδικασία για την περαιτέρω ανάπτυξή τους. 

Και στην περίπτωσή μας το φωτογραφικό τοπίο που αποτυπώνεται στα τρία πρώτα τεκμήρια του βιβλίου, επιτελεί μια μη συνειδητή ιστοριογραφική λειτουργία, καθώς το ίδιο παράγει ιστορία και καθίσταται ένα πολύτιμο εργαλείο πιστοποίησης και τεκμηρίωσης. Και παρότι ο θεωρητικός κινηματογράφου Christian Metz ισχυρίζεται ότι η φωτογραφία «ποτέ δεν είχε σκοπό να πει ιστορίες […] [καθώς] μια μεμονωμένη φωτογραφία προφανώς δεν είναι ικανή να αφηγηθεί τίποτα», καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «δια μιας περίεργης επαγωγής, δύο φωτογραφίες η μια δίπλα στην άλλη είναι αναγκασμένες να διηγηθούν κάτι» και «το να περάσεις από τη μια φωτογραφία στις δύο φωτογραφίες ισοδυναμεί με το να περάσεις από την εικόνα στη γλώσσα».

Στη σημερινή παρουσίαση του νεοεκδοθέντος πονήματος του Ρωμύλου και του Μπάμπη ας μου επιτραπεί η χρήση πρωτίστως του όρου “καταγραφική”, που χρησιμοποιείται ευρέως για τη φωτογραφική απεικόνιση αρχαιοτήτων προς εξυπηρέτηση κυρίως επιστημονικών σκοπών, και δευτερευόντως του όρου “τεκμηριωτική”, που μπορούν να προσδιορίσουν την καθ’ όλα επιτυχή προσπάθεια των συγγραφέων να ανιχνεύσουν και να ταυτοποιήσουν με ακρίβεια τη θέση των βυζαντινών οχυρώσεων, των βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων, των εβραϊκών συναγωγών (4), των οθωμανικών τεμενών (7) και διοικητικών κτηρίων, των χριστιανικών, εβραϊκών και μουσουλμανικών οικιών/αρχοντικών, ανασυνθέτοντας την ιστορία της πόλης, αναπλάθοντας την εικόνα του παρελθόντος της και εμπλουτίζοντας τις γνώσεις μας για το κοινωνικό και φυσικό της περιβάλλον.

Η συνδυαστική μελέτη των σπάνιων αυτών φωτογραφικών τεκμηρίων, που οι συγγραφείς εντόπισαν σε ιδιωτικές, πανεπιστημιακές και άλλες συλλογές, και η παράλληλη χρήση της πλούσιας βιβλιογραφίας αναπληρώνουν ένα τεράστιο κενό στη φωτογραφική απεικόνιση της πόλης, το οποίο οφειλόταν στον πολεοδομικό “εκσυγχρονισμό” της και στην ανεξέλεγκτη ανοικοδόμηση καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, και προσφέρουν μια νέα ερμηνεία της εικονογραφίας και της αρχιτεκτονικής της. Οι παλαιότερες φωτογραφίες της Καστοριάς επιτρέπουν την παρακολούθηση των αλλαγών που επήλθαν στον πολεοδομικό ιστό της και την συχνά ανεξέλεγκτη μεταμόρφωση του χώρου στα πλαίσια της εκσυγχρονιστικής διαδικασίας, που αναβαθμίζει αλλά και απαξιώνει, άλλοτε ορθολογικά και άλλοτε αναπάντεχα, επηρεάζοντας και μεταβάλλοντας ακόμα και την χωροταξική και κοινωνικοοικονομική κατανομή των εθνικοθρησκευτικών της ομάδων.

Η ταύτιση ιδιοκτησιών και δημόσιων κτηρίων που επιχειρείται από τους συγγραφείς, επιβεβαιώνει θριαμβευτικά τις γραπτές πηγές ή διασαφηνίζει σημεία αμφιβολιών, η γνώση μας για τα οποία περιοριζόταν στη μέχρι σήμερα γνωστή βιβλιογραφία για την Καστοριά. Η προσφορά τους στο παλίμψηστο της χαμένης εικόνας της πόλης επιτυγχάνεται με την ανασύνθεση των πηγών και των φωτογραφικών ντοκουμέντων, αλλά και με τη συγκριτική ανάγνωση και συνδυαστική μεθοδολογική προσέγγισή τους. 

Χωρίς να παραβλέπεται η αναφορά στη φωτογραφική απεικόνιση των καστοριανών καραβιών και στην περιορισμένη παρουσία του ανθρώπινου παράγοντα, που στις φωτογραφίες τοπίου βοηθούν στην απόσπαση του θεατή από την ψευδαίσθηση ότι είναι αντιμέτωπος με μια αμετάβλητη σκηνή της φύσης, οι συγγραφείς επιτυγχάνουν τον επεξηγηματικό υπομνηματισμό των τεκμηρίων, δίνοντας στον αναγνώστη τη δυνατότητα μιας πιο αντικειμενικής προσέγγισης και πολυεδρικής εκμετάλλευσης των παρεχόμενων πληροφοριών ακόμη και σε πλάνα στατικά. 



Μπαϊρακτάρειο Ωδείο, 10 Φεβρουαρίου 2024



Το παρελθόν δεν βρίσκεται κάπου «εκεί έξω» περιμένοντας να το ανακαλύψουμε, να το αναδείξουμε και να το διδάξουμε, η κατανόηση και επίκλησή του είναι μια διαδικασία ενεργητική, στην οποία εμπλεκόμαστε όλοι από κοινού – μολονότι ειδικό βάρος πέφτει στους αρχαιολόγους, τους ιστορικούς, τους εκπαιδευτικούς και τους ερευνητές (Husbands). Η γνώση του μάλιστα είναι αναγκαστικά «έμμεση» και όσο κι αν μοιάζει άμεσο και προσιτό, η κατανόησή μας γι’ αυτό θα είναι πάντα μερική και ατελής. Όχι μόνο γιατί πολλά τεκμήριά του έχουν χαθεί με το πέρασμα του χρόνου ή διατηρούνται αποσπασματικά, αλλά και γιατί πάντα σκεπτόμαστε το παρελθόν έχοντας τις δικές μας παραδοχές, στάσεις, αντιλήψεις, προκαταλήψεις και τα δικά μας ερωτήματα, που διαφέρουν από τα αντίστοιχα των ανθρώπων του παρελθόντος που μελετάμε. Κάθε φορά που εντοπίζουμε, αναγνωρίζουμε, ανακατασκευάζουμε, συντηρούμε, διατηρούμε, εμπλουτίζουμε, εξυμνούμε και «διαφημίζουμε» μνημεία ή αντικείμενα του παρελθόντος, επηρεάζουμε την ίδια τη φύση του παρελθόντος, αλλάζοντας το νόημα και τη σημασία του για κάθε γενιά στον εκάστοτε τόπο (Lowenthal). 

Κι εδώ, στην περίπτωση του παρελθόντος της πόλης της Καστοριάς, η συμβολή του Ρωμύλου και του Μπάμπη υπήρξε καίρια και καθοριστική στη διατήρηση της μνήμης, η οποία αποτελεί συστατικό στοιχείο τόσο της ατομικής όσο και της συλλογικής ταυτότητας των ανθρώπων και των κοινωνιών αντίστοιχα. 

Οι δύο συγγραφείς δεν εφησύχασαν και δεν περιορίστηκαν στα ήδη παραδεδομένα, αλλά για μια ακόμη φορά αποπειράθηκαν να κατανοήσουν, να ανασυνθέσουν και να ερμηνεύσουν το παρελθόν της Καστοριάς, αξιολογώντας εις βάθος τα ιστορικά γεγονότα και επιχειρώντας έναν ατέρμονο διάλογο ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν με τη μελέτη και την ανάλυση των φωτογραφικών τεκμηρίων. 

Η «ανατρεπτικότητα» του βιβλίου τους οφείλεται στον τρόπο προσέγγισης των οπτικών ντοκουμέντων ως ιστορικά και πολιτισμικά προϊόντα. Η οπτική τους ανάλυση δεν είναι μια απλή ερμηνεία των επιφανειακά φαινομένων, αλλά μια ερευνητική εμβάθυνση και κριτική προσέγγιση της εικόνας. Χρησιμοποιώντας τις φωτογραφίες ως μνημονικό εργαλείο και αξιοποιώντας τις πηγές και τη βιβλιογραφία, καταφέρνουν να μετουσιώσουν το οπτικό υλικό σε επιστημονικό πόνημα. Η εικόνα μοιάζει να αποτελεί για τους συγγραφείς τη θρυαλλίδα της έκρηξης των γνώσεων και των πληροφοριών. Η επιβεβαίωση των επιμέρους συμπερασμάτων της πολυμεθοδολογικής έρευνάς τους βασίζεται πάνω στις αρχές της διασταύρωσης (triangulation) και του πληροφοριακού κορεσμού (saturation), με τις οποίες βρέθηκα συχνά αντιμέτωπος κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου τους.

Η προσπάθεια ερμηνείας των φωτογραφικών τεκμηρίων με τη βοήθεια της βιβλιογραφίας και η συνεργασία με επιστήμονες διαφόρων κλάδων συνετέλεσαν στην επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος. Η αξιοπιστία και η εγκυρότητα, ωστόσο, των δεδομένων επιβεβαιώθηκαν με την επαναληπτικότητα των στοιχείων και την εξαντλητική διερεύνηση των πηγών, συμπληρώνοντας τα κενά σε ό,τι αφορά τις γνώσεις μας για την πολεοδομική διάρθρωση και εξέλιξη της πόλης, προσφέροντας στον αναγνώστη μια πλήρη και ακέραιη εικόνα της κοινωνίας της Καστοριάς και βοηθώντας κατ’ επέκταση τις νεότερες γενιές να επανασυνδεθούν με το παρελθόν τους. 

Σημαντικό επίτευγμα των συγγραφέων αποτελεί η επίπονη προσπάθεια ιχνηλάτησης της ιστορίας της πόλης με ένα πλήθος πληροφοριών, που λειτουργούν επικουρικά στην αποκωδικοποίηση των εικόνων, ενεργοποιούν την αναμνησιμότητα και την αναγνωρισιμότητα, συντείνουν στη συμπλήρωση των ερευνητικών κενών και συντελούν στην υπόμνηση του τόπου καταγωγής. Σε τελική ανάλυση η εικόνα ενσωματώνεται στο αφήγημα των γενεών, βοηθάει στην διατήρηση της τοπικότητας και αποτελεί μια γέφυρα τελετουργικής επικοινωνίας των ανθρώπων με τον τόπο καταγωγής τους, δημιουργώντας ένα σύμπλεγμα μνημών, μέσα από τις οποίες πηγάζει η νοσταλγία για την πατρίδα τους. 

Θα ήθελα να συγχαρώ τον Ρωμύλο και τον Μπάμπη για την εμπεριστατωμένη μελέτη τους, η οποία διακρίνεται για την εξαντλητική τεκμηρίωση και τη συμμόρφωσή της με τους κανόνες της ιστορικής μεθόδου και είναι απαλλαγμένη από ιδεολογικούς καταναγκασμούς και αγκυλώσεις. Κατά τη γνώμη μου, το πόνημα αυτό συγκαταλέγεται μεταξύ των σοβαρότερων μελετών της ιστοριογραφίας της Καστοριάς και συμβάλλει σε μια εμβριθέστερη προσέγγιση και ανάδειξη της τοπικής ιστορίας, δίνοντας νέες οπτικές και νέες αναγνώσεις της. Ελπίζω και εύχομαι να δώσει το έναυσμα για τη συγγραφή και άλλων μελετών αναφορικά με την ιστορία και τον πολιτισμό της ευρύτερης περιοχής και γιατί όχι, το κίνητρο για τη διοργάνωση επιστημονικών ημερίδων και συνεδρίων.

Αναμφίβολα η έκδοση αυτή θα αποτελέσει ένα νέο σημείο εκκίνησης για έρευνα σε νέα αρχεία για την αποκρυπτογράφηση του γοητευτικού ιστορικού παλίμψηστου της Καστοριάς, δεδομένης της έλλειψης στην περιοχή μας ενός οργανωμένου κρατικού φορέα, όπως τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, ο οποίος θα αναλάβει την περισυλλογή, τη διατήρηση, την ταξινόμηση, τη ψηφιοποίηση και την ανάδειξη της αρχειακής μας κληρονομιάς και ιστορίας πρωτίστως Υπηρεσιών και Αρχών (εκπαιδευτικών, δικαστικών, διοικητικών, θρησκευτικών) και δευτερευόντως συμβολαιογραφείων και ιδιωτών, με γνώμονα την ελευθερία της γνώσης, της πληροφόρησης και της έρευνας και την καλλιέργεια αρχειακής συνείδησης. Ευελπιστώ ότι θα παρέχει ισχυρό κίνητρο για παράλληλες αναγνώσεις της πόλης από συγγενείς επιστημονικούς κλάδους, όπως η οικονομική και κοινωνική ιστορία, η κοινωνική ανθρωπολογία, η αρχιτεκτονική και άλλοι. 

Το βιβλίο του Ρωμύλου και του Μπάμπη προσδοκώ ότι θα συμβάλλει στην κινητοποίηση όλων των επιστημόνων και των ερευνητών της τοπικής μας ιστορίας και θα καταστεί ευχάριστο ανάγνωσμα για το ευρύτερο κοινό της πόλης και της ευρύτερης περιοχής, από την πνευματική εγρήγορση του οποίου εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό η διάσωση και η ανάδειξη του νεότερου ελληνικού πολιτισμού. 

Η Καστοριά οφείλει να σεμνύνεται που διαθέτει τέτοιους φλογερούς μελετητές της τοπικής ιστορίας, μιας ιστορίας που οφείλουμε να τη θεωρούμε κριτικά και δημιουργικά και όχι ως θεραπαινίδα σκοπιμοτήτων μέσα από έναν εξιδανικευτικό καθρέφτη. Εύχομαι να ευοδωθεί κάθε προσπάθειά τους και είμαι βέβαιος πως το πάθος και η γνώση για τη γενέτειρά τους θα αποδώσουν σύντομα και άλλους πνευματικούς καρπούς, πολύτιμα βοηθήματα για τους κατοπινούς αναδιφητές της αυθεντικής ιστορικής γνώσης. 




Φωτογραφία: Γκαμπριέλ Μιλέ (1867-1953) ο Άγιος Στέφανος στην Καστοριά | PLS Université Paris, Γαλλία.  | Φωτογραφικό τεκμήριο IV (1901) από το Λεύκωμα των Ρ. Ματζούρα & Χ. Παπαθανασίου.




Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 22 Φεβρουαρίου 2024, αρ. φύλλου 1213.



Επιλογή σχετικών αναρτήσεων:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ