ΟΔΟΣ 7.3.2024 | 1215 |
Μόλις είχαμε επιστρέψει από το Βέλγιο. Ήμουν δεν ήμουν δεκατεσσάρων. Τα πέντε είχα πατήσει, όταν φύγαμε από το χωριό για να βρούμε μια καλύτερη τύχη, έλεγε ο πατέρας. Θυμάμαι ακόμη τη μέρα που μας αποχαιρέτησαν οι συγχωριανοί στην πλατεία. Τη δική μας οικογένεια και άλλες τέσσερις. Η μόνη ανάμνηση από την ώρα του αποχαιρετισμού: να κλαίνε οι γυναίκες, να μας καλοτυχίζουν οι άντρες. Φορτοταξί μας μετέφερε στην κοντινότερη πόλη. Από κει πήραμε τον μουντζούρη για τη Θεσσαλονίκη και αμέσως μετά σε άλλο τρένο φορτώθηκαν βαλίτσες και χαρτοκιβώτια, φόρτωσαν εμάς τα παιδιά και τις γυναίκες, ανέβηκαν στο τέλος οι πατεράδες και το μεγάλο ταξίδι στις ράγες επάνω άρχισε. Το Βέλγιο είναι, σκεφτόμουν. Και είναι πελώριο και κινείται πάνω σε ράγες· και φεύγει, φεύγει όλο και πιο πέρα· και όπως κινείται, κάνει έναν περίεργο θόρυβο –τάγκα ντουν, τάγκα ντουν, συνέχεια. Όποτε σταματάει, ακούγεται ένα πνιχτό, συριχτό τσούουουφ και κινείται μπρος πίσω· μετά ξεκινάει πάλι το ταξίδι, το Βέλγιο. Δυο μέρες και δυο νύχτες ταξίδευε το Βέλγιο. Μέσα στο τρένο τρώγαμε ψωμοτύρι από τα μπογαλάκια της μαμάς. Είχε και τουαλέτες· πηγαίναμε όλοι μαζί. Στεκόταν ο μπαμπάς απ` έξω γιατί είχε τόσο πολύ κόσμο το Βέλγιο που φοβόταν μήπως μας πειράξει κάποιος από τους άλλους, τους Τούρκους, οι οποίοι ταξίδευαν μαζί μας για τις βόρειες χώρες για δουλειά, και τους Σέρβους. Αυτοί όλο ανέβαιναν στο τρένο και όλο κατέβαιναν κάπου αλλού. Πού, δεν ήξερα ούτε ρωτούσα· μονάχα χάζευα. Τους άκουγα που μιλούσαν τόσο παράξενα. Οι Τούρκοι με το στόμα ανοιχτό συνέχεια, οι Σέρβοι μού φαινόταν σαν να κορόιδευαν ο ένας τον άλλο. Τέλος, σταμάτησε το Βέλγιο σε ένα άλλο μέρος. Εκεί κατεβήκαμε. Όλοι· και τα πράματα μαζί. Φτάσαμε στο Βέλγιο, είπαν, και δεν πολυκατάλαβα πού ήμασταν μέχρι τότε. Τότε τέλειωσε και η νηπιακή μου ηλικία. Άρχισα να καταλαβαίνω κάτι περισσότερο από τόπους και έννοιες, να ξεχωρίζω τρένα από πόλεις και από κράτη. Άρχισα να μεγαλώνω. Και να συνειδητοποιώ ότι δεν μιλούσαν όλοι οι άνθρωποι την ίδια γλώσσα. Ούτε κι αυτοί που ήταν Βέλγοι. Στην πόλη που μείναμε –όπως και οι περισσότεροι συγχωριανοί– οι άνθρωποι μιλούσαν μ’ έναν τρόπο σαν να πνίγονταν στο ποτάμι ή να έκαναν φούσκες με σαπουνάδα και νερό. Και εκεί πήγα σχολείο· νήπια στην αρχή, δημοτικό ένα χρόνο αργότερα. Έμαθα πολύ γρήγορα να μιλώ με μπουρμπουλήθρες· και να παίζω με τ’ άλλα παιδιά στη γειτονιά. Να παίζω; Μόλις τέλειωσα την πρώτη δημοτικού, με επιστράτευσαν οι γονείς μου για φασίνα στο εστιατόριο που είχαν ανοίξει στο λιμάνι, δίπλα στα διυλιστήρια. Σχολείο, σπίτι για παραλαβή του μικρού αδελφού, όταν γύριζε από την «κρίπε». Στο καρότσι αυτόν και κατευθείαν στο μαγαζί. Καθάριζα τα τραπέζια, έπαιρνα τις παραγγελίες από τους εργάτες των διυλιστηρίων, παίνευαν αυτοί τι ωραία που μιλούσα τη γλώσσα τους και τι νόστιμα που μαγείρευε η μαμά και, όταν πια γυρίζαμε σπίτι, άρχιζε η σχολική μελέτη. Μεγάλωνα. Μεγάλωναν και τα προβλήματα· στο σπίτι μέσα, στη δουλειά του μπαμπά, στο σχολείο. Στο σπίτι, ο μπαμπάς που άρχισε να πίνει και ξεσπούσε στη μαμά και σε μας τα παιδιά, ειδικά σε μένα τη «μεγάλη», που δεν εννοούσα να μεγαλώσω, έλεγε. Στη δουλειά, όπου κάποιοι πελάτες φλέρταραν ξεδιάντροπα τη μαμά και απαιτούσαν «ιδιαίτερη» περιποίηση. Στο σχολείο, επειδή, παρά τις αρχικές μου δυσκολίες προσαρμογής, τα κατάφερνα μεν μια χαρά στις υποχρεώσεις μου, αλλά έπρεπε να παρακολουθώ και το ελληνικό δύο φορές την εβδομάδα, σε ένα αρκετά απομακρυσμένο προάστιο. Με άλλο, τοπικό τρένο, μισή ώρα μακριά πήγαινα. Πεντακάθαρο, όχι σαν εκείνο που νόμιζα ότι ήταν το Βέλγιο. Ξεκούραση, καμιά.
Όταν το κακό παράγινε με τα μεθύσια του πατέρα και τις παρενοχλήσεις της μαμάς από τους πελάτες στο μαγαζί, όταν πληροφορήθηκαν οι γονείς ότι στην πατρίδα με ένα μικρό κομπόδεμα μπορούσαν να ανοίξουν δική τους επιχείρηση, αποφάσισαν να επιστρέψουμε στα πάτρια εδάφη. Στο τρένο και πάλι. Διασχίσαμε σχεδόν όλη τη Δυτική Γερμανία, όλη τη Γιουγκοσλαβία και είχα κολλήσει στο παράθυρο του διαδρόμου. Δεν χόρταινα να βλέπω πόλεις, χωριά, δάση, βουνά. Αχ, να μην τέλειωνε ποτέ το ταξίδι με το τρένο... Φτάσαμε, όμως, στα σύνορα, στην Ειδομένη. Δεν επιστρέψαμε στο χωριό. Σε μία κοντινή πόλη εγκατασταθήκαμε. Δεν μου άρεσε καθόλου αυτή η νέα μεταβολή στη ζωή μου. Είχα πια συνηθίσει για τα καλά να μιλώ και να σκέφτομαι με μπουρμπουλήθρες, να κάνω όνειρα για σπουδές. Μου το τόνιζε, ειδικά ο δάσκαλος της Αριθμητικής και Φυσικής στην τάξη. Να σπουδάσω οπωσδήποτε, αλλά δεν με ρώτησαν μάνα και πατέρας ούτε συγκινήθηκαν από τα εγκωμιαστικά λόγια των δασκάλων μου. Θα ήθελα, πάντως, να ταξίδευε πάλι το Βέλγιο, να ήμουν πάλι εκείνο το μικρό κορίτσι στο τρένο με τα τάγκα ντουν και το συριχτό τσούουουφ. Είχα μεγαλώσει αρκετά. Όχι, ωστόσο, τόσο ώστε να φανταστώ τι θα με περίμενε στη νέα πατρίδα. Ανεπτυγμένη σωματικά, με τις καμπύλες μου σχηματισμένες, με όμορφο πρόσωπο και τσαχπίνικα, έλεγαν, μάτια. Τέλος τα γράμματα, αποφάνθηκαν οι γονείς. Φτάνουν όσα έμαθες. Καιρός για τέχνη. Κομμωτική.
Στους έξι μήνες από την έναρξη του επαγγελματικού μου προσανατολισμού, ήρθε η προξενήτρα. Το και το. Ωραίος νέος, από σόι, θέλει να σε παντρευτεί. Ούτε τον είχα δει ποτέ μου, ούτε και με απασχολούσε ακόμη το θέμα των ερώτων. Μέχρι την ενηλικίωση, σκεφτόμουν, έχω καιρό. Τότε θα τα παρατούσα όλα και θα έφευγα πίσω στο Βέλγιο, για σπουδές. Αλλά απασχολούσε, όπως φαίνεται, τους γονείς μου η αποκατάστασή μου. Μια ώρα γρηγορότερα, όσο “γυάλιζα” ακόμη. Στα δεκαέξι μου, είχα βρεθεί ήδη με τον άντρα μου, τον νέο και ωραίο και δέκα πέντε χρόνια μεγαλύτερό μου στο τρένο πάλι, για τη Γερμανία αυτή τη φορά. Πρώτα στη Φρανκφούρτη. Καθώς οι συγγενείς του στο Δυτικό Βερολίνο ήταν για δουλειά, άλλα σύνορα πάλι περάσαμε, μέρος της Ανατολικής Γερμανίας διασχίσαμε. Νέα γλώσσα εδώ. Ασκήσεις συμφώνων και πάλι. Στο προάστιο που μέναμε, σε μια φτωχογειτονιά, το τοπικό τρένο είχε γίνει ο τόπος των ονείρων μου. Ανέβαινα για να πάω στο κέντρο για ψώνια και παρακαλούσα να μην σταματήσει ποτέ, να κυλά, να κυλά, μέχρι την άκρη του κόσμου. Στο σπίτι με περίμενε η οργή του άντρα μου, τώρα. Ξύλο για το παραμικρό. Γιατί χαμογέλασα του γείτονα, γιατί το φαγητό δεν ήταν έτοιμο στην ώρα του, γιατί, γιατί... Ατέλειωτα γιατί. Στα δέκα οχτώ μου είχα ήδη έναν γιο. Ενηλικίωση...Τον έπαιρνα τώρα μαζί μου στο τρένο και πηγαίναμε στον Ζωολογικό Κήπο. Τη στάση την είχε μάθει ακόμη και ο μικρός: Μπάνχοφ Τσόο. Μείναμε στο Βερολίνο άλλα πέντε χρόνια, όταν αποφάσισαν οι άντρες της ευρύτερης οικογένειας ότι θα επιστρέφαμε στην πατρίδα οριστικά. Οι οικοσκευές με TIR, εμείς με το αεροπλάνο. Τότε μουλάρωσα για τα καλά. Σε αεροπλάνο, είπα, δεν μπαίνω. Εγώ, με το τρένο θα γυρίσω. Ούτε το ξύλο με συνέτισε, ούτε τα παρακάλια. Έγινε το δικό μου: στο τρένο μπήκα μόνη μου. Πρώτα για τη Φρανκφούρτη. Από κει για τη Θεσσαλονίκη. Άκουγα το τάγκα ντουν, το τσιριχτό τσούουουφ και μετρούσα τις στάσεις. Αχ και να μην τέλειωνε ποτέ...
Πέρασαν τα χρόνια. Δούλεψα, μεγάλωσα τα παιδιά, μεγάλωσα και τα εγγόνια και σε τρένο μέχρι πριν ένα εξάμηνο δεν είχα ξαναμπεί. Ούτε σε αεροπλάνο, φυσικά. Μια φίλη μού πρότεινε να τη συνοδεύσω στο ταξίδι της στο Βέλγιο, όπου εργαζόταν ο γιος της. Δουλειά, εδώ στην πατρίδα, παρά τα δύο του πτυχία, δεν είχε καταφέρει να βρει. Δέχτηκα με μεγάλη μου χαρά και κανείς από την οικογένεια δεν τόλμησε να μου αντιταχθεί. Όρος μοναδικός και απαράβατος: με τρένο θα πάμε. Το δέχτηκε η φίλη, αν και θεώρησε την απαίτησή μου παράλογη και το ταξίδι κουραστικό. Επέμεινα. Το τρένο που επιβιβαστήκαμε ούτε τάγκα ντουν έκανε τώρα, ούτε έβγαζε τον τσιριχτό ήχο τσούουουφ. Ηλεκτροκίνητο. Γρήγορο, άνετο, καθαρό. Αλλά καμιά σχέση με το δικό μου τρένο. Επιστρέψαμε αεροπορικώς...
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 7 Μαρτίου 2024, αρ. φύλλου 1215.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.