9.7.24

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Καστοριά 1874-1901 | Όψεις μιας λησμονημένης εποχής

 
ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 15.2.2024 | 1212

Το κείμενο που ακολουθεί είναι η ομιλία της κ. Χρυσούλας Πατρώνου-Παπατέρπου, στην παρουσίαση του λευκώματος των Ρωμύλου Μαντζούρα και Χαράλαμπου Παπαθανασίου "Καστοριά 1874-1901, όψεις μιας λησμονημένης εποχής, οι παλαιότερες φωτογραφικές αποτυπώσεις" (εκδ. Βάρφης), που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024 στο Μπαϊρακτάρειο Ωδείο. Στην παρουσίαση συμμετείχαν επίσης οι δύο συγγραφείς του λευκώματος, καθώς και ο κ. Νικόλαος Σιώκης και η κ. Μελίκα Σανταλίδου.

* * *


ΜΕΓΑΛΗ ΤΙΜΗ να μου ανατεθεί από τους δημιουργούς του φωτογραφικού αυτού λευκώματος η παρουσίασή του στο κοινό της πόλης μας. Και μεγάλη ευθύνη, ωστόσο. Τι μπορείς άραγε να πεις για μια τόσο επιμελημένη και προσεκτική εργασία των δύο αυτών, νεότερων τέκνων της γενέτειράς μας;
Ξεφυλλίζω τις σελίδες του λευκώματος, τις τόσο γεμάτες ιστορία μιας «αόρατης» για όλους μας, πλέον, πόλης. Πολύ ωραία χρησιμοποιείται σαν μότο, το απόσπασμα από το βιβλίο του Ίταλο Καλβίνο "Οι αόρατες πόλεις": «Η πόλη δεν αφηγείται το παρελθόν της, αλλά το εμπεριέχει, ό πως ένα χέρι τις γραμμές του».

Μια πόλη, όπως διαμορφώθηκε στον ενάμιση αιώνα από την ώρα που βγήκαν οι φωτογραφίες αυτές. Σ’ αυτήν την ίδια πόλη ψάχνω να βρω σημάδια, ίσως και μερικά κτήρια, απομεινάρια της τότε εποχής. Οι αναλυτικές οδηγίες που μας παρέχουν οι δύο ερευνητές, δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι πρόκειται για τα ίδια μέρη. Όχι όμως, όπως τα βλέπουμε σήμερα, ή όπως τα έβλεπα και τα έζησα η ίδια πολλά χρόνια πριν. Τουλάχιστον από τότε που μπορώ να έχω εικόνες. Θυμάμαι παρόλα αυτά, εξιστορήσεις των γονέων μου, οι οποίες ασυνείδητα τυπώθηκαν στο μυαλό μου και έγιναν δικές μου αναμνήσεις.
 
Η Καστοριά, λοιπόν, μια οθωμανική πόλη, στην οποία βέβαια κατοικούσαν και οι πρόγονοί μας, Έλληνες χριστιανοί, αν και δεν ανήκαν ακόμη στο ελληνικό κράτος. Ένας Γερμανός περιηγητής, ο Heinrich Gelzer, ο οποίος την επισκέφτηκε to 1902, σημειώνει ότι η Καστοριά περιλάμβανε 1762 σπίτια, από τα οποία, κατά την ορολογία που χρησιμοποιεί, 800 ήταν βουλγαρικά, 800 τουρκικά, 12 ρουμανικά, 120 ιουδαϊκά και 20 κατοικούνταν από Τσιγγάνους. Ο ίδιος αναφέρει ότι οι αριθμοί τού δόθηκαν από βουλγαρικά αρχεία. Γράφει επίσης ότι στο ανατολικό μέρος της πόλης ζει ο χριστιανικός πληθυσμός και ότι οι χριστιανοί όλοι μιλούν ελληνικά. Επομένως, για αδιευκρίνιστους για μας λόγους, ταύτισε τους Έλληνες Χριστιανούς με τους Βούλγαρους. Τα στοιχεία αυτά τα επισημαίνω, επειδή μετέφρασα το κεφάλαιο, το σχετικό με την Καστοριά, από το βιβλίο του «Από το Άγιον Όρος και από τη Μακεδονία», το οποίο μου παραχώρησε η κυρία Ζορπίδου. Η μετάφραση αυτή δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Οδός» το 2016*.

...Οι κατάξεροι λόφοι που περιβάλλουν την χερσόνησο δεν μου προξενούν εντύπωση, διότι κάπως έτσι τους θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία. Άλλες ανάγκες, άλλες δραστηριότητες τότε: υλοτομία και κτηνοτροφία. Τώρα χαιρόμαστε το καταπράσινο τοπίο. 

Θυμάμαι επίσης τρία από τα επτά μουσουλμανικά τεμένη, τα λεγόμενα τζαμιά: εκείνο στο Χασάν Κατί, όπου και τέλειωνε το κτισμένο μέρος της πόλης, λίγο πιο δυτικά από το κτήριο της Αντιπεριφέρειας, αν δεν με απατά η μνήμη μου. Από κει και πέρα άρχιζαν οι μπαχτσέδες, δηλαδή η…εξοχή. Επίσης το τέμενος στην σημερινή πλατεία Δαβάκη και ένα ακόμη δίπλα στο Τρίτο Δημοτικό σχολείο. Δεν αναφέρω το υπάρχον ακόμη, από το οποίο έχει πάρει το όνομα όλη εκείνη η περιοχή, η λεγόμενη «Τζαμί». 

Για το Χασάν Κατί, δεν θυμάμαι πολλά πράγματα, μόνο την εξωτερική του όψη. Πώς χρησιμοποιήθηκε και από ποιους δεν γνωρίζω. Σαν αποθήκη; Ποιος ξέρει. Θυμάμαι, ωστόσο, πολύ έντονα το Γυαχλί τζαμί, δίπλα στο οποίο κτίστηκε το Τρίτο Δημοτικό σχολείο. Εκεί φοίτησα ένα μόνο χρόνο. Αμέσως μετά μετατράπηκε σε στρατιωτικό νοσοκομείο κατά τα χρόνια του Εμφυλίου και συστεγαστήκαμε με το Πρώτο Δημοτικό για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Το Γυαχλί τζαμί ήταν στρατιωτική αποθήκη. Έντονες οι μνήμες από στρατιώτες που μετέφεραν προς ή απ’ αυτό διάφορα υλικά και τους χαζεύαμε την ώρα του διαλείμματος.

Ολοζώντανη, πάντως, η εικόνα του Κουλέ τζαμί. Σκέτο τζαμί, για μας τα παιδιά τότε. Ολοζώντανη, λέω, η εικόνα, γιατί εκείνο που ακόμη μου προκαλεί τρόμο όταν το σκέφτομαι, είναι τα πτώματα ανταρτών, τα οποία είχαν φέρει οι στρατιώτες και συσσωρεύσει έξω από το τζαμί. Για παραδειγματισμό, υποθέτω, αλλά μην ξεχνούμε για ποια εποχή μιλούμε. Τρέχαμε τα παιδιά, για να μην χάσουμε το «θέαμα» και έπειτα βλέπαμε επί μήνες, αν όχι χρόνια, εφιάλτες.

Πάντως, ο Ρωμύλος Μαντζούρας και ο Χαράλαμπος Παπαθανασίου καταγράφουν το κάθε ένα από τα τεμένη με υποδειγματική σχολαστικότητα. Στην περιγραφή των κτηρίων, αναφέρονται στο αρχοντικό Μπετλή. Πράγματι, εντυπωσιάζει με τον όγκο του. «Τον φρουριακό του χαρακτήρα και το πλήθος των φωτιστικών του ανοιγμάτων». Το κτήριο αυτό ήταν ορφανοτροφείο θηλέων κατά τα μαθητικά μου χρόνια. Πράγματι, δέσποζε σε όλη την περιοχή. Τότε, βλέπετε, δεν είχαν κατασκευαστεί ακόμη οι τεράστιες πολυκατοικίες, ούτε γύρω απ’ αυτό, ούτε στις άλλες γειτονιές της πόλης. Εντύπωση, το τονίζω, μου προκαλεί η τόσο προσεκτική μελέτη και καταγραφή λεπτομερειών για τα τότε κτήρια της πόλης, είτε χριστιανικά ή οθωμανικά ή και εβραϊκά.
Όσο για τις εκκλησίες, πληροφορούμαστε ότι η Παναγία η Φανερωμένη ήταν μοναστήρι και περιστοιχιζόταν από κτήρια κελιών και λίθινο περίβολο.

Ξεχωρίζω τη φωτογραφία με τον ναό της Μητρόπολης της πόλης μας και δίπλα ακριβώς το κονάκι του Μητροπολίτη, το οποίο καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1940. Οι γονείς μου πάντοτε μιλούσαν με θαυμασμό για το κονάκι αυτό. Αλλά και με πικρία για την καταστροφή του, επειδή είχε θρησκευτικά αντικείμενα και βιβλία ανεκτίμητής αξίας.

Το περίφημο Ελληνικό Φροντιστήριο εντοπίζουν οι μελετητές των φωτογραφιών, δίπλα στο αρχοντικό Σκούταρη, το οποίο ναι μεν σώζεται ακόμη, αλλά αν αφεθεί στη μοίρα του, σύντομα θα το βλέπουμε μόνο σε φωτογραφίες. Και θα είναι πολύ κρίμα...

Διαβάζοντας τα σχόλιά τους, ζωντάνεψε στη μνήμη μου η λέξη Γκραντίντσα, όπως αποκαλούσαν οι Αποζαρνοί τον μυχό ενός κόλπου. Δεν έτυχε να ξανακούσω το όνομα αυτό από τα παιδικά μου χρόνια. Όσο για το ογκώδες αρχοντικό Καραμπίνα, όχι αυτό που απεικονίζεται στη σελίδα 20, φωτογραφία 12, δίπλα στο σπίτι των αδελφών Μαντζούρα, αλλά εκείνο που βρισκόταν στο σημείο όπου στεγαζόταν μέχρι πρόσφατα η πιτσαρία «Ζορμπάς», όχι απλώς το φέρνω ολοζώντανο μπροστά μου, αλλά το γνώρισα και από την καλή και από την…ανάποδη. Ήδη η ηλικιωμένη χήρα του τσιφλικά Καραμπίνα, το είχε χωρίσει σε διαμερίσματα, δύο νομίζω προς τον παραλίμνιο δρόμο και άλλο ένα με είσοδο στο στενοσόκακο που ένωνε τον παραλίμνιο με την οδό Χριστοπούλου. Εκεί έμενε η οικογένεια μιας φίλης και περνούσα πολλές ώρες την εβδομάδα στο τόσο ασυνήθιστο αυτό διαμέρισμα: τρεις όροφοι, από ένα δωμάτιο σε κάθε έναν! Στο πίσω μέρος είχε και έναν αρκετά μεγάλο οπωρώνα. 



ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
Μπαϊρακτάρειο Ωδείο, 10 Φεβρουαρίου 2024


Πολλά άλλα, παλιά αρχοντικά οικοδομήματα, υπήρχαν στην περιοχή αυτή και ευτυχώς, αρκετά σώζονται ακόμη. Σε αντίθεση με τη νοτιοδυτική πλευρά, όπου και κατοικώ, της οποίας η όψη έχει αλλάξει εντελώς τα τελευταία πενήντα χρόνια. Η βόρεια πλευρά βέβαια, εκτός από τα παλιά αρχοντικά, προτιμήθηκε κατά τον εικοστό αιώνα από τους εύπορους μετανάστες, σε Αμερική και Γαλλία ως επί το πλείστον, για την κατασκευή πολυτελών κατοικιών σε στυλ εκλεκτικισμού, κοινώς ονομαζόμενων νεοκλασικών, τα οποία, ευτυχώς, σώζονται και κατοικούνται ακόμη και σήμερα.

Αβγατές δεν πρόφτασα, η γειτονιά μου όμως όλη ήταν γεμάτη με παλιά τούρκικα σπίτια, τα οποία είχαν παραχωρηθεί στους Απολλωνιαδίτες. Όλα αυτά κατέληγαν παλιότερα σε αβγατές. Και ναι μεν δεν πρόφτασα τις αβγατές, σίγουρα, πάντως, πρόφτασα τα παλιότερα καράβια που, όπως αναφέρεται, ήταν πιο μακριά σε μήκος και πολύ λεπτότερα στην κατασκευή. Μ’ αυτά ψάρευαν οι γείτονές μου και μερικές φορές, όταν πήγαινε ο μακαρίτης ο Στέλιος Χωματόπουλος πριν το μεσημέρι να μαζέψει τα δίχτυα, με έπαιρνε μαζί του για να λάμνω, πράγμα που χαιρόμουν αφάνταστα.

Όσο για τον Εβραίικο μαχαλά, όπως αναφέρονταν σ’ αυτόν οι γονείς μου, τον περπατούσα αρκετά συχνά για να βρεθώ στο Ντολτσό, όπου ήταν το πατρικό της μητέρας μου και στο οποίο έμεναν συγγενείς μας. Έντονη η μνήμη, ειδικά σε ένα ή δύο σημεία, στα οποία υπήρχε μία στοά κάτω από το κεντρικό μέρος του σπιτιού και έπρεπε υποχρεωτικά να περάσεις από κει για να κατεβείς στην πλατεία. Θυμάμαι επίσης να αφηγούνται ιστορίες από την τότε καθημερινότητα και τις αγαθές σχέσεις μεταξύ Χριστιανών και Εβραίων.

Δεν είναι δυνατόν να μη θυμόμαστε εμείς οι παλαιότεροι τη Συναγωγή Αραγωνία. (Το όνομά της δεν το ήξερα, να άλλη μία πληροφορία που μου παρέχει το παρόν λεύκωμα). Και, φυσικά, όχι ως χώρο λατρείας των Εβραίων αλλά ως κατοικία καταφυγόντων κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου. Ήταν η εποχή που γενικώς στη χώρα μας, όχι μόνο στην Καστοριά, γκρεμίζονταν όλα τα παλιά και εγκαταλειμμένα κτήρια, χωρίς να σκέφτονται οι υποτιθέμενοι ειδικοί, αν θα έπρεπε να διατηρηθούν ως μνημεία μιας άλλης εποχής, όπως γινόταν σε άλλα μέρη της Γηραιάς Ηπείρου. Με εντυπωσίαζε με τον όγκο της. Δεν διακρίνω στις φωτογραφίες το εβραϊκό σχολείο. Ο Θρασύβουλος Παπαστρατής, στο βιβλίο του «Στάχτες και δάκρυα στη λίμνη», αναφέρει ως έτος ανοικοδόμησής του το 1892. Η τελευταία ανάμνηση από το κτήριο αυτό: εκεί στεγάζονταν οι πρόσκοποι της πόλης μας 

Στη φωτογραφία της σελίδας 26 του λευκώματος, φωτογραφικό τεκμήριο ΙΙΙ (1894-1899), μπορώ και διακρίνω το σημείο, όπου στέκει σήμερα το σπίτι μου. Και λίγο πιο πέρα ήταν τα τουρκικά λουτρά. Σώζονταν ακόμη οι κουμπέδες τους όταν ήμουν νέα, το δε εσωτερικό τους το χρησιμοποιούσε ο παγωτατζής της γειτονιάς. Έβαζε μέσα κομμάτια πάγου από τη λίμνη και τα σκέπαζε με άχυρο. Εξασφάλιζε μ’ αυτόν τον τρόπο τον πάγο του για το καλοκαίρι.

Διακρίνω επίσης τμήμα του εσωτερικού τείχους. Πάνω σ’ αυτό περπατούσαμε ξεκινώντας από την αρχή της Κελέτρου μέχρι και την αρχή της οδού Παπαρέσκα. Πάνω στο τείχος ήταν ο πλακόστρωτος δρόμος. Καλντερίμι μάλλον. Το μόνο μέρος που έμεινε για να μας θυμίζει την ύπαρξη του τείχους αυτού, είναι το κομμάτι του που δεσπόζει ακόμη στο αριστερό μέρος της Παπαρέσκα, πριν αρχίσει η ανηφόρα.

Η μοίρα των πόλεων; Ή η κακοδαιμονία του λαού μας και η αποστροφή, για πάρα πολλά χρόνια, προς κάθε τι παλιό, έστω κι αν αυτό θα μπορούσε να είναι η ζωντανή ιστορία μιας πόλης; Βλέπω στη φωτογραφία τεκμήριο Ι (1874), να σημειώνουν οι φίλοι μας ότι στην περιοχή του δημοτικού μεγάρου, διακρίνεται μια οικία που προσομοιάζει με κατοικίες στους παραλίμνιους οικισμούς των Πρεσπών, με μεγάλο ανοιχτό χαγιάτι. Έτσι, κάπως, συμπεραίνουν, θα πρέπει να ήταν οι παραλίμνιες κατοικίες κατά τα βυζαντινά χρόνια. Διαβάζω τέτοιου είδους σχόλια και θαυμάζω την εργασία τους.

Θα ήθελα να σταθώ επίσης στο φωτογραφικό τεκμήριο ΙΙΙ (1884-1899). Μία πανοραμική άποψη της πόλης. Δεν θα ισχυριστώ ότι κάπως έτσι τη θυμάμαι. Τότε, ζούσαν στην Καστοριά οι πρόγονοι της μητέρας μου. Το σπίτι τους δεν διακρίνεται στη φωτογραφία, διότι κατοικούσαν στην ανατολική πλευρά της πόλης, στο Ντολτσό. 

Μιλούν, ωστόσο, για πυκνή δόμηση στη νοτιοδυτική περιοχή. Πράγματι, η δόμηση πυκνή από τις αβγατές των παραλίμνιων κατοικιών μέχρι το Τσαρσί. Από κάθε σπίτι, όμως, μπορούσαν να βλέπουν τη λίμνη. Τόσο σοφά κτισμένα τα σπίτια όλα, όλα ανοιχτά στην ευεργετική για την ψυχή θέαση του υγρού στοιχείου. Κάτι που, δυστυχώς, σήμερα έπαψε να ισχύει. Πυκνή δόμηση, μόνο για πλήρη εκμετάλλευση της γης, χωρίς κανέναν σεβασμό στην αισθητική της πόλης.

Ένα τελευταίο σχόλιο, θα μου επιτρέψετε, παρακαλώ. Διακρίνω στην άκρη του τρίτου φωτογραφικού τεκμηρίου και στο σκίτσο της ίδιας φωτογραφίας, το λεγόμενο σήμερα «Αρχοντικό Παπατέρπου». Ναι μεν αρχοντικό, αλλά τούρκικο την εποχή που τραβήχτηκε η φωτογραφία και ανήκε στον Μουσουλμάνο Ιμπραήμ Μουλά. Αγοράστηκε, ως ανταλλάξιμο, από την οικογένεια του παππού μου, Μάρκου Παπατέρπου, δημογέροντα από το Νεστόριο και από τους πρώτους Μακεδονομάχους 

Θα συγχαρώ τον Ρωμύλο και τον Μπάμπη για όσα προσφέρουν στον τόπο μας και θα ευχηθώ καλοτάξιδο το λεύκωμά τους. Εύχομαι σύντομα να μας χαρίσουν και άλλα τους έργα.






Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 15 Φεβρουαρίου 2024, αρ. φύλλου 1212.



Επιλογή σχετικών αναρτήσεων:


* * *


Αύγουστος 2023


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς

[...] Η επιλογή σημαντικών ποιημάτων από ξένους ποιητές που δεν ανήκουν στην πρώτη γραμμή του marketing αναγνώρισης και η απόδοσή τους στην ελληνική γλώσσα, έργο ιδιαίτερα σημαντικό και δύσκολο, στο πλαίσιο μιας Ωδής για την Φωτιά του Έρωτα, ανήκει εξ ολοκλήρου στην κυρία Χρυσούλα Πατρώνου-Παπατέρπου. Που είναι ήδη πολύ γνωστή στην Καστοριά για το σημαντικό της συγγραφικό και ουσιαστικό κοινωνικό της έργο.

LOVE

ΟΔΟΣ 3.8.2023 | 1186





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ