5.8.08

ΒΑΣΙΛΗ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ: Το πετρέλαιο, αυτός ο… βρόγχος!

Η βενζίνη, τα πρατήρια, οι φορτηγατζήδες, οι βυτιοφορείς

Έτσι μας προϊδεάζουν οι ειδικοί, που το 2000, όταν ο Μπους ο μικρός, γινόταν πλανητάρχης και το πετρέλαιο ήταν στα 16 δολ. ενώ οι πετρελαιάδες (ποιοι είναι;) ήθελαν να κυμαίνονται μεταξύ 22 και 28, διατείνονταν πως τα 28 δολ. ήταν πάρα πολλά και θα φρενάριζαν την παγκόσμια ανάπτυξη και ευημερία. Τώρα μας μιλούν για 200 δολ., χωρίς να λένε πού θα φτάσει η… ευημερία (βλέπε πείνα, φτώχεια).
Εν πάση περιπτώσει, Μπους, Ιράκ, Κίνα, Ινδία, Ιράν, ο Τσάβες (που τον συμπαθώ πολύ), και ένα βήξιμό τους, μπαμ και ένα πέταμα της τιμής του (πετρελαίου) προς τα πάνω και… ξεχνιέται εκεί, περιμένοντας το επόμενο… βήξιμο!
Χωρίς δηλαδή καμιά επίπτωση στην παραγωγή για να υπάρξει μια δικαιολογία, λόγω μείωσης της προσφοράς που να δικαιολογείται αύξηση (βασικός οικονομικός παράγοντας, κανόνας).

Προ της πτώσης του «Ανατολικού μπλοκ» (του υπαρκτού σοσιαλισμού), η ζωή των λαών που συμπεριελάμβανε, ήταν φανερό πως δεν ήταν καλή (μετά την πτώση φάνηκε δυστυχώς η γύμνια του), σκεπτόμουν (ειλικρινά) πως η ύπαρξή του ωφελούσε περισσότερο τους λαούς της Δύσης, παρά τους υπ’ αυτό Ανατολικούς! Μια άποψη που λεγόταν από πολλούς, και επώνυμους.
Με την αρχή του κομμουνιστικού κινήματος για παγκόσμια επικράτηση και… κατατρόπωση του καπιταλισμού, με την ισχυρή βάση του, την ΕΣΣΔ (Σοβιετική Ένωση, Ρωσσία), (τώρα την ευθύνη αυτήν την ανέλαβε η συντρόφισσα Παπαρήγα), το κεφάλαιο είχε… «φρονημέψει», φοβούμενο την έκρηξη των λαών με την υποδαύλιση της ΕΣΣΔ, για να μην τα χάσει όλα και έκανε παραχωρήσεις, ώστε τουλάχιστον να μη πεινάει ο κοσμάκης. Γιατί όπως είχαν τα πράγματα λύση ήταν: ή εμείς ή εσείς! Και με την πτώση της ΕΣΣΔ, γίναμε όλοι… «εμείς», δηλαδή Δυτικοί, και μάλιστα οι νέοι στην ομάδα πιο φανατικοί (Πολωνοί κλπ). Και πλέουμε όλοι στον ωκεανό της ελεύθερης αγοράς, της παγκοσμιοποίησης… με βαρκούλες, με βάρκες, με τρεχαντήρια, με βαποράκια, με θαλαμηγούς, με κρουαζιερόπλοια, ανάλογα με το πώς καταφέρνει ο καθένας να εξασφαλίσει θέση στα πολλά… πλεούμενα αυτού του ενιαίου και απέραντου ωκεανού!

Σαν πολύ το σοβαρέψαμε το θέμα, που βέβαια αφορά τελικά την ακρίβεια με τις τόσες κακές συνέπειες για τους πολλούς (και αδύναμους), χωρίς κάποιο αισιόδοξο σημάδι για κάτι καλό!
Όμως ας αναζητήσουμε και σ’ αυτήν την… μαυρίλα κάποια περιστατικά που έχουν και την ευτράπελη πλευρά τους, για να ευφρανθεί όσο γίνεται το… πικραμένο χειλάκι μας. Θα το αναζητήσουμε στο παρελθόν… Θυμόμαστε πως οι βυτιοφορείς πέρα από την αύξηση κατά 5% των κομίστρων, ζητούσαν και άλλα πολλά για να σταματήσουν την απεργία που είχε ξεράνει τα πρατήρια από βενζίνη. Μεταξύ αυτών ήταν και αίτημα να μην θεωρούνται ένοχοι αν κάνουν νοθείες, ή τουλάχιστον να είναι ένοχοι μόνο οι οδηγοί και όχι οι παραλήδες ιδιοκτήτες.
Η απαίτηση αυτή, που βέβαια δεν έγινε δεκτή, μου θύμισε ένα παλαιό περιστατικό που έχει την πλάκα του.

Υπηρετούσα, πριν αρκετά χρόνια βέβαια, σε μία από τις πιο όμορφες πόλεις που έχει γύρω της η Θεσσαλονίκη, σαν δ/ντής υποκαταστήματος της Ε.Τ.Ε. Η ιστορία που έλαβε χώρα έναν Νοέμβριο, αφορούσε το γυμνάσιο της πόλης, που βρίσκονταν στα βόρειά της, σε δρόμο που ανηφόριζε λίγο. Θέλησε να προμηθευτεί πετρέλαιο για τον επερχόμενο χειμώνα, που εκείνη την χρονιά έδειξε νωρίς τα… δόντια του.
Αναζήτησαν τον προμηθευτή-επιχειρηματία της πόλης, που κάθε χρόνο τους εξυπηρετούσε, αλλά δεν βρισκόταν. Απευθύνθηκαν κατ’ ανάγκη σε άλλον επιχειρηματία, που τους ζήτησε την χωρητικότητα του ντεπόζιτου του σχολείου, όπως ήταν φυσικό. Αυτός έβαλε την πρέπουσα ποσότητα στο βυτίο και πήγε στο σχολείο να την αδειάσει. Και μετά την διαδικασία τοποθέτησε την βάνα στην υποδοχή της αποθήκης, ο οδηγός με τον βοηθό του κατηφόρησαν λίγο πιο κάτω σ’ ένα καφενεδάκι να πιουν έναν καφέ, ήσυχοι, αφού με το άδειασμα του βυτίου αυτόματα θα σταματούσε η λειτουργία του. Κάποιο στιγμή όμως, λίγο πριν τελειώσουν τον καφέ, βλέπουν ένα ρεύμα υγρού να κατρακυλάει τον κατήφορο δίπλα στο πεζοδρόμιο. Τι νερά είναι αυτά που έρχονται, λέει ο βοηθός, αφού δεν βρέχει. Όταν πρόσεξαν καλύτερα κατάλαβαν ότι ήταν πετρέλαιο και έτρεξαν αποφασισμένοι να κλείσουν την βάνα. Τι είχε συμβεί;

Με πολύ πρακτικό, αλλά δυσάρεστο τρόπο, αποκαλύφθηκε η θρασύτατη κλοπή που διέπραττε ο σταθερός για χρόνια προμηθευτής του σχολείου, αμειβόμενος για πολύ μεγαλύτερες ποσότητες από αυτές που παρέδιδε. Δεδομένου ότι στην κοινωνία της πόλης ήσαν γνωστά πρόσωπα και πράγματα το περιστατικό κυκλοφόρησε αμέσως σαν… καλαμπούρι με πολλά σχετικά σχόλια. Η αντιμετώπιση της σοβαρής πλευράς της υπόθεσης, ήταν θέμα του διαχειριστή του σχολείου και του παλαιού προμηθευτή, ίσως και των δικαστηρίων, που βέβαια δεν ενδιέφερε καθόλου την κοινωνία της πόλης, που οι άνθρωποι απόλαυσαν την εύθυμη πλευρά της.

Το δεύτερο περιστατικό είναι παλαιότερο και αναφέρεται στην εφηβική ηλικία μου. Έχει να κάνει με βενζίνες και πρατήρια, αλλά έχει άλλο χρώμα (υφή) ας πούμε.
Ζούσα την Θεσσαλονίκη για τις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου, σ’ έναν θείο αυστηρό, που είχε πρατήριο βενζίνης στην οδό Λαγκαδά, λίγο πιο πάνω από τον Βαρδάρη. Ήμουν άβγαλτος, επαρχιωτόπουλο, κλειστός τύπος, και τα καλοκαίρια βοηθούσα στο πρατήριο σαν το παιδί για όλες τις δουλειές.
Με πήρε στο πρατήριο ο μπάρμπας, για να βοηθώ, αλλά και για να… ανοίξω. Γιατί η πλατεία Βαρδαρίου, την εποχή εκείνη ήταν, ας πούμε, σαν ένα σχολείο. Αλλά διαφορετικό την μέρα και άλλο την νύχτα!

Ενώ την άλλη χρονιά, και ενώ θα έδινα εξετάσεις για το πανεπιστήμιο, με παρέδωσε σ’ έναν αετονύχη, που είχε… ΚΕΠ (Κέντρο Εξυπηρέτησης Πελατών) με εγκαταστάσεις… μια ξεφτιλισμένη τσάντα και βάση το καφενείο «Κρούσοβο» στην οδό Μοναστηρίου.
Στον κυρ Γιάννη, θα έτρεχα από το πρωΐ μέχρι το μεσημέρι (όσο τα γραφεία ήταν ανοικτά), εδώ και εκεί, εφορίες, ταμεία, πετρελαϊκές εταιρείες κλπ και αργότερα στο «Κρούσοβο» έδινα αναφορά και έπαιρνα το… μεροκάματό μου: ένα τάληρο, σιδερένιο, μεταλλικό, είχε αξία. Το πόσο… άνοιξα, ας το να πάει…

Στο πρατήριο βενζίνης έβλεπα, άκουα, μάθαινα πολλά, όμως ένα μόνο περιστατικό θυμάμαι, που έχει να κάνει με ένα τόσο δα, κοντούλη, αδύναμο βοηθό οδηγού φορτηγατζή.
Αν κατάφερνα, με όποιο τρόπο να πάρω, να… ληστέψω, ή με το καλό, ένα ποσοστό, μικρό έστω, από τον εγωϊσμό, την αυτοπεποίθηση, το τσαγανό, το θράσος αυτού του, θα έλεγα, κοντορεβιθούλη, θα γινόμουν άλλος άνθρωπος και θα πετύχαινα πολλά! Αλλά δεν γινότανε και έμεινα με αυτά που είχα!

Λοιπόν, μια μέρα απόγευμα, κοντά στα άλλα, πλεύρισε το μαγαζί ένα τεράστιο γκαζοζέν, έτσι ονόμαζαν τα αυτοκίνητα εκείνη την εποχή, που ήταν από αυτά που ξέχασαν να κάψουν οι Γερμανοί, φεύγοντας, ή ήταν μισοκαμένα και οι τεχνίτες τα έκαναν να τρέχουν. Ο οδηγός του γκαζοζέν μπήκε στο μαγαζί να τα πούνε με το αφεντικό και άφησε στον… κοντορεβιθούλη να τακτοποιήσει όλες τις εκκρεμότητες με το αυτοκίνητο: βενζίνη, λάδια, αέρα κλπ. Κι αυτός με ένα επιβλητικό ύφος, σαν επιλοχίας λόχου, με διέτασσε να κάνω το ένα και το άλλο: «Βάλε μου τόση βενζίνη, ωπ σταμάτα να ελέγξω, ξαναβάλε άλλα τόσα κλπ…». Και να σκεφθεί κανείς πως οι αντλίες ήταν χειροκίνητες και για να γεμίσει το ρεζερβουάρ ενός γκαζοζέν, που ήταν όσο ένα βαρέλι, έπρεπε να σου βγει η Παναγία, που λένε.

Κάποια στιγμή, αφού γέμισε το ρεζερβουάρ, θέλησε να ελέγξει και τα λάδια. Πού να φτάσει την μηχανή, ανέβηκε στον προφυλακτήρα και αφού είδε τι είχε μέσα φωνάζει επιτακτικά, ενώ εξυπηρετούσα άλλον πελάτη: «μικρέ, φέρε μου ένα κιλό λάδι!». Αυτό μ’ έκοψε, ακούς εκεί «μικρέ»! Μπαίνω μέσα, βάζω σε δοχείο του κιλού λάδι και του το πηγαίνω. Δίδοντας το εκεί ψηλά που βρισκόταν του λέω παραπονιάρικα: «όχι και μικρέ!». «Πόσο χρονών είσαι;» μου απαντάει. «Είκοσι» του λέω (ήμουν 18, με μεγάλωσα λίγο). «Ε, να με σέβεσαι, είμαι είκοσι δύο» μου λέει κοφτά. Μ’ έσκισε, κατά το λεγόμενο.

Ακούς εκεί, κοτζάμ δεκαοκτάχρονος, να σου λέει ο Ζορμπάς «μικρέ»! «Μικρός είσαι και φαίνεσαι Ζορμπά» θα έπρεπε να ήταν η απάντησή μου. Αν είχα το ένα εκατοστό του θράσους του. Δεν το είχα.

[δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 31.7.2008]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ