5.8.08

ΟΔΟΣ: Μετά ή άνευ αοιδών

Συχνά προκαλείται η (εύλογη) απορία, αν είναι σκοπιμότερη η σιωπή και η αδιαφορία από την κριτική και μάλιστα από την καυστική κριτική. Και πράγματι, σε μερικές περιπτώσεις, ίσως η σιωπή να είναι χρυσός, αφού τα πράγματα, όσα στραβά κι΄ αν είναι ή κι’ αν φαίνονται, ως εκ θαύματος διορθώνονται.
Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις και ειδικά στα δημόσια πράγματα, και ακόμη ειδικώτερα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η σιωπή απέναντι στα όσα διαδραματίζονται και ανήκουν στα κακώς κείμενα, συνιστά παράλειψη. Και η παράλειψη ισοδυναμεί με πράξη. Δηλαδή με συνενοχή. Ειδικά σε μια εποχή, που δεν γίνονται πια θαύματα.

Γι’ αυτό και η ΟΔΟΣ, δεν μπορεί να μην σχολιάσει, για μια ακόμη φορά το αποπνικτικό περιβάλλον των «αυτοαποκαλούμενων» (αξίζει εδώ η εννοιολογική φόρτιση μιας λέξης που δεν είναι ακριβώς άσχετη με το πρόβλημα) πολιτιστικών εκδηλώσεων του φετινού θέρους. Τις οποίες φιλοξένησε, ή ετοιμάζεται να διοργανώσει, για μια ακόμη χρονιά υπό την (κατ) αιγίδα του, ο ρέκτης του πολιτισμού Δήμος Καστοριάς. Στο περίφημο αμφιθέατρο της Ολυμπιακής Φλόγας, όπου σιγοβράζει το άκαυτο πυρ του εγχώριου πολιτιστικού και αισθητικού κιτς. Του πλήρους και του απόλυτου, του γεωμετρικά τέλειου. Ιδίως σε συνδυασμό με τα αυτοσχέδια «μπάσια» των αρχαιοπρεπών εξεδρών των καταστημάτων καφέ-μπαρ στα νοικιασμένα (ή απλώς αυθαίρετα κατειλημμένα) δημοτικά παραλίμνια πλακόστρωτα πεζοδρόμια της Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Αυτή την χρονιά, το πολιτιστικό ανυψωτικό δρώμενο, προλόγισε κατά την έναρξη της πολιτιστικής καταιγίδας ο ίδιος ο κ. δήμαρχος Καστοριάς πριν μερικές εβδομάδες. Ο οποίος σε ελεύθερη απόδοση μ’ αυτά που είπε, ισχυρίστηκε ότι «ακούμε αυτά που είμαστε και αυτά που μας αξίζουν» καθ’ ότι αυτή είναι η «παράδοσή» μας.

Και κανείς δεν αναρωτήθηκε ότι «παράδοσή» μας ήταν και οι όνοι και ημίονοι (γαϊδούρια και μουλάρια) και τα λοιπά υποζύγια, «παράδοσή» μας ήταν τα κοτέτσια, οι οικόσιτες μπέτσκες και οι λάμπες πετρελαίου, οι θερμάστρες πετρελαίου, το πλύσιμο στην λίμνη, οι «διαμπερείς» τουαλέτες της οσμανλίδικης έμπνευσης, και άλλες γραφικές και αγύριστες συνήθειες. Αλλά ότι όλα αυτά, τα πειστήρια του κάποτε, και οι αποδείξεις μιας υποβάθμισης που αποτελούσε τον κανόνα, γρήγορα τα αφήσαμε πίσω μας. Και ας ήταν ανώδυνα. Διότι υπήρχαν «παραδόσεις» επώδυνες και επονείδιστες, όπως η καταπίεση και η αμορφωσιά, που ευτυχώς έχουν ήδη περιοριστεί.

Και ενώ είναι προφανές ότι η παράδοση δεν είναι άνευ άλλου πάντοτε θετική, και ήδη ορισμένες απ’ αυτές ανήκουν στο ξεχασμένο παρελθόν, υπάρχουν παραδόσεις, όπως η λεγόμενη μουσικοχορευτική, η οποία περιβάλλεται με ασυλία μύθου. Με αποτέλεσμα να μπορεί σήμερα ο καθένας, δηλώνοντας απλώς ειδικός, χορευτής, (αληθινός) πατριώτης, παλληκάρι ή βαλκανιολόγος, αυθαίρετα και ανάλογα με τα γούστα, τις εμμονές και τα απωθημένα του, να βαφτίζει ή όχι με το τεκμήριο της αυθεντικότητας και της γνησιότητας, οτιδήποτε εκτελείται με κλαρίνο, ποντιακά βιολιά, κύμβαλα αλαλάζοντα και λοιπά χάλκινα.

Όχι ότι κάπου-κάπου (ή καλλίτερα αραιά και που, και από κάπως μακριά) δεν θα έπρεπε να αφιερώνεται λίγος χρόνος και για στοιχεία του παρελθόντος. Αλλά από το σημείο αυτό, μέχρι του σημείου να ξεφωνίζουν οι αυτοσχέδιες ορχήστρες μετά ή άνευ αοιδών, αργόσυρτα χαυνωτικά άγνωστα -στους μη μύστες- μουσικοχορευτικά σύνολα με τα μεγάφωνα στην διαπασών να εκτοξεύουν στο εξώτερο ακουστικό διάστημα, μουσικούς ρυθμούς φερμένους από λόγγους και ραχούλες περασμένων αιώνων, ή χαμένων πατρίδων, μοιρολόγια και φωνές σε μόνιμο και διαρκή παροξυσμό, αυτό λέγεται καταναγκασμός στην Καστοριά, την ανοικτή, υπαίθρια πολιτιστική φυλακή μετά της λιμναίας τάφρου. Και οι εκδηλώσεις, μουσικά αναστενάρια.

Μπορεί οι παρατηρήσεις αυτές να γράφονται με μια διάθεση ελαφρότητας και αποφόρτισης. Μπορεί η νομαρχιακή αυτοδιοίκηση να διοργάνωσε την συναυλία του π. Σαββάτου με καλλιτέχνες του (ευτυχώς κάπως) ελαφρού πενταγράμμου και ο Δήμος Καστοριάς να προετοιμάζει πυρετωδώς την μεσσιανική υποδοχή άλλου καλλιτέχνη. Όμως η κατάσταση στις πραγματικές διαστάσεις της είναι οριακή.

Διότι τις καθημερινές, εργάσιμες μέρες της εβδομάδος, βουλιάζουν και πνίγονται οι αισθήσεις από το απελπιστικό ντεκόρ, ορισμένων καφετεριών της ενδόξου Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ντυμένα «κουκλίστικα», με φαρμπαλάδες, τούλια, χιτώνες, φιόγκους, υφάσματα και κρετόν να πέφτουν από το ουράνιο πουθενά, με μαξιλαράκια αλά κυρά Φροσύνης, (πλαστικά) λουλούδια να βρέχει ο ουρανός, τα δημοτικά πεζοδρόμια της νότιας παραλίας, μοιάζουν σε πολλές περιπτώσεις σαν να απευθύνονται σε μυριάδες Bi bi bo ή σε Καλομοίρες, ή έστω στον Αλή Πασά, τον Τεπενλή. Έχουν στηθεί σεράγια για την αρπαγή της πελατείας. (Ενώ θα έπρεπε ο Δήμος Καστοριάς να επιβάλλει αισθητικά μέτρα και σταθμά).

Σαν φθάνει πάλι το Σαββατοκύριακο, σ’ αυτή την πολύχρωμη «πανδαισία», λόγω και της αμφιθεατρικής μορφής της Καστοριάς, στον ορυμαγδό των οφθαλμών, προστίθενται, οι μεγαφωνικές μακρόσυρτες ψαλμωδίες, φιλότιμων ιδιωτών, που σπεύδουν βέβαια να βοηθήσουν στις εκκλησίες τους ιερείς, αλλά έτσι όπως «τα δίνουν όλα» για μερικά δευτερόλεπτα, από την κάποια υπερβολή μπορούν να κάνουν τον ακροατή, ειδικά αν κλείσει τα μάτια του, να πιστέψει ότι βρίσκεται κάπου μεταξύ Μέκκας και Μεδίνας ή της Λαχώρης του Πακιστάν και ότι όπου ν’ άναι θα έλθει ο Αλλάχ με αρκετό πιλάφι. (και ότι θα κάψει όλους τους απίστους και κατά προτίμηση τον Τζ. Μπους και τον Κ. Σημίτη).

Κοντά σ’ αυτά, σαν έλθει η νύχτα, στο ημερήσιο χάρμα των οφθαλμών της νότιας παραλίας, έρχεται και προστίθεται το μουσικό κάρμα των «λαμπρών» μουσικοχορευτικών εκδηλώσεων. Με ζουρνάδες, κλαρίνα, νταούλια και σχήματα πιασμένα χέρι-χέρι σε ημικυκλικά σχέδια να αναπέμπουν, σπονδές στην αγνότητα και την παραδοσιακότητα που είχαμε και χάσαμε. Με μπουζούκια και νταϊρέδες. Για να μας κάνουν όλα αυτά, να μην ξεχάσουμε αυτό που είμαστε. όπως περίπου τόνισε ο κ. Ιωάννης Τσαμίσης, προλογίζοντας τον φετεινό πολιτιστικό λίβα του καλοκαιριού.

[δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 10.7.2008]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ