Το κείμενο γράφτηκε για την ημέρα της ανεξαρτησίας της Αρμενίας,
δηλαδή την αποκοπή της από την Ρωσσία
δηλαδή την αποκοπή της από την Ρωσσία
Με μια ιδιαίτερη προσοχή και ευαισθησία, σκάλιζε ο παππούς μου κάτω από κάθε δέντρο, πότιζε τα αυλάκια ανάμεσα στις φασολιές και τις ντοματιές. Μετά, καθόταν κάτω από την μεγάλη γέρικη μουριά να ξαποστάσει και να πάρει μια ανάσα: «Το κλαδί αυτής της μουριάς από την ‘‘χώρα’’1 το έφερα,- μονολογούσε ο παππούς μου, - και τώρα δες τι μεγάλο δέντρο έχει γίνει, τι γλυκιά δροσούλα δίνει.» Και σιγοτραγουδούσε το τραγούδι της ξενιτιάς: «Κελέ2, παιδί μου, σήκω να πάμε στη χώρα μας».
«Παππού, που είναι η «χώρα» σου, τι έχει εκεί και θέλεις τόσο πολύ να πας;»
«Στη χώρα μας είναι το σπίτι μας, είναι τα χωράφια και ο κήπος μας, οι τάφοι των παππούδων μας εκεί ανθίζουν. Οι ιεροί ναοί και οι εκκλησίες μας είναι έρημες και κανείς δεν ανάβει κεριά εκεί. Η καρδιά και η ψυχή μου είναι εκεί. Η ‘‘χώρα’’ είναι η πατρίδα μας, παιδί μου».
«Γιατί υποφέρεις τόσο, παππού; Σήκω μια μέρα να πας να δεις την ‘‘χώρα’’ σου, που επιθύμησες τόσο πολύ, και έλα πάλι πίσω», μες στην παιδική μου αφέλεια προσπαθούσα να παρηγορήσω την παραπονεμένη ψυχή του παππού μου.
« Εε, παιδί μου! Οι δρόμοι είναι κλειστοί, η κυβέρνηση δεν επιτρέπει, δεν έχουμε ανεξαρτησία, ελευθερία για να κάνουμε αυτό που ζητάει η καρδιά μας», με τρεμάμενη φωνή παραπονέθηκε ο παππούς μου.
Μη καταλαβαίνοντας από τα λεγόμενά του τίποτα, έτρεξα στους φίλους μου να παίξω, αφήνοντάς τον μόνο του να παλεύει για την ανεξαρτησία του αρμένικου λαού.
Γρήγορα κύλησαν και πέρασαν τα χρόνια. Και μαζί με αυτά έφυγαν κι ο παππούς μου και οι φίλοι του, που μαζευόταν κάτω από την μουριά μας και μιλούσαν για την ‘‘χώρα’’…
Θυμάμαι, σαν να ήταν σήμερα, που η Αρμενία ξαφνικά αναστατώθηκε, ο λαός επαναστάτησε, ξεσηκώθηκε. Αυτήν την φορά για την απελευθέρωση του Καραμπάχ και για την επανασύνδεσή της με την Αρμενία .
Ξανά πόλεμος, ξανά αίμα, μαυροφορεμένες χήρες, αδελφές, μητέρες, πάλι ορφανά παιδιά, πάλι νύχτες, φωτισμένες μόνο με κεριά, πάλι πείνα, φτώχια, και ανεργία, πολύ ανεργία…
Άλλα όπως και να’ναι , πραγματοποιήθηκε το όνειρό μας, που καρτερούσαμε τόσο πολύ – ο Αρμένιος απέκτησε την ανεξαρτησία και την ελευθέρια του.
Όλοι οι δρόμοι άνοιξαν. Ο πολυπόθητος δρόμος του παππού μου προς την ‘‘χώρα’’ έγινε μια απλή υπόθεση. Κι ο αφελής Αρμένιος, που πάντα θεωρούσε τον εαυτό του από τους εξυπνότερους λαούς, αντιλήφθηκε ότι τον γέλασαν και πάλι. Η μήπως δεν γελάστηκε και η ελευθερία, που απέκτησε, ήταν αληθινή…;
Αλλά μερικοί άνθρωποι επωφελήθηκαν την ασταθή κατάσταση στο κράτος και λειτούργησαν για το συμφέρον τους. Και η ελευθερία, που αποκτήσαμε με αίμα και τόσες στερήσεις, μας έφερε μόνο απογοήτευση, ο λαός έμεινε να πλέει αβοήθητος, σαν ακυβέρνητο καράβι.
Και πάλι οι άνθρωποι πιάσανε το δρόμο της ξενιτιάς για να βρουν ένα κομμάτι ψωμί σε ξένες χώρες… Τι απογοήτευση και τι ταπείνωση…!
Και εμένα με περίμενε η ίδια μοίρα. Τις τελευταίες ημέρες, πριν την άφιξή μου, περπατούσα στους δρόμους του Ερεβάν, στα πάρκα και στις γειτονιές, και σκεφτόμουν, σκεφτόμουν… σαν να ήθελα να βεβαιωθώ για τελευταία φορά, αν πράττω σωστά. Μήπως δεν χρειάζεται να φύγω, ίσως ακόμα δεν είναι αργά, ίσως μπορώ να βρω κι εδώ ένα κομμάτι ψωμί για την επιβίωση των τριών ορφανών μου, ίσως…
Το αίμα χτύπησε στο πρόσωπο μου , όταν είδα την αγαπημένη μου καθηγήτρια σε ένα δρόμο να πουλάει σπόρια. Προσεκτικά κρύφτηκα, για να μην με αναγνωρίσει...
…Αντίο, αγαπημένη μου Αρμενία, αντίο αγαπημένη μου πρωτεύουσα Έρεβαν. Πόσο πολύ σε αγαπούσα και σ’ αγαπώ! Αντίο, «ελεύθερη» Αρμενία…!
Τώρα, εδώ στην Ελλάδα φροντίζω μια κατάκοιτη ηλικιωμένη γυναίκα, που μπορεί να κινεί μόνο το ένα της χέρι. Και με αυτό το χέρι, που και που σκουπίζει τα δάκρυά μου, δίχως να καταλαβαίνει γιατί αυτά όλο τρέχουν και τρέχουν…
Μερικές φορές θυμάμαι των παππού μου. Αγαπημένε μου και αθώε μου παππούλη! Αν μπορούσες μόνο για μια στιγμή να δεις την τόσο πολύ ονειρεμένη ελευθερία και ανεξαρτησία μας. Οι δρόμοι άνοιξαν. Είμαστε ελεύθεροι, είμαστε ανεξάρτητοι. Και δες πού μας πήγε αυτός ο διάπλατα ανοικτός δρόμος, δες πού βρίσκεται η αγαπημένη σου εγγονούλα, και τι κάνει αυτή τώρα.
1. «χώρα» ο παππούς -και οι ξενιτεμένοι σαν κι αυτόν φίλοι του, ονόμαζαν τα μέρη τους, που έμειναν στα χέρια των Τούρκων, μετά από διωγμό και την τελευταία γενοκτονία των Αρμενίων.
2. «κελέ» στα αρμ.- άντε πάμε
[δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 31.7.2008]
agapith margarita,
ΑπάντησηΔιαγραφήto keimeno sou einai arketa melo, alla se kamia periptwsh den einai kako sthn periptwsh auth. dioti h istoria sou einai alithinh kai h alitheia einai poly perissotero apo melo kai lipyrh. einai tragikh.
oi armenioi exte mia toso omorfh xwra, kai toso plousia paradosh. krima pou h politikh(oi) sas den einai ikanh (oi) nas sas dwsei (dwsoun) auto pou sas aksizei!
grapse mas kai alles istories!!
ilias/gl