30.8.08

ΗΛΙΑ ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΥ: Παραλλαγές πάνω σ’ ένα θέμα αμετάθετο

Time is a fake healer anyhow.
MALCOLM LOWRY
Under the volcano

1

Άκουγα το This hard land του Bruce Springsteen ξανά και ξανά, εκεί, στο παλιό γουναράδικο του πατέρα μου, που το ‘κανα γραφείο. Ξαπλωμένος στον καναπέ, απολάμβανα την ομορφιά της θλίψης αυτού του τραγουδιού που λέει για όνειρα ματαιωμένα. Ο ήλιος ήταν στη δύση του, περνούσε μες απ’ τις γρίλιες της σιδερένιας τζαμόπορτας κι έπεφτε πάνω στον ασβεστωμένο τοίχο. Στο σουβά, δίπλα απ’ την κλειδωνιά, ήταν κάτι χαρακιές, έπεφταν μέσα οι αχτίδες, ένα ποτάμι το φως, κι εκείνες σαν κοίτες κάποιων τυφλών του παραπόταμων. Ακούγοντας τη μελωδία, έβλεπα μια βάρκα να πλέει σ’ ένα ποτάμι, δίχως διόλου να κουνά, και να πιάνει σε μια όχθη, στην ίδια απ’ την οποία ξεκίνησε, η υγρή άμμος της ήταν γεμάτη χαρακιές απ’ το σύρσιμο βαρκών. Μην μπορώντας να εξηγήσω τούτη την ονειροφαντασιά, κι ενώ οι στερνοί ήχοι του τραγουδιού έσβηναν, οι χαρακιές του τοίχου(σημεία μιας γραφής που χαράχτηκε εκεί για να διαβαστεί), είχαν, ασύνειδα, μέσα μου μετατραπεί σ’ ένα αίνιγμα, που λύθηκε. Ήταν, σαν ένας σπόρος να ‘πεσε πριν χρόνια εκεί, σ’ εκείνα τ’ αυλάκια του ασπροβαμμένου ντουβαριού, και κείνη τη στιγμή να βλάστησε, μες στο, πάντα, εύφορο, με φως ποτισμένο, χώμα της ενατένισης, βλάστημα μιας παλιάς σποράς, απ’ όπου αναφύεται, καρποφορώντας, η ανάμνηση.

Οι χαρακιές ήταν οι νυχιές των σκυλιών, που τις έκαναν απ’ τη λαχτάρα τους, ενόσω αδημονούσαν περιμένοντάς τον πατέρα μου να ξεκλειδώσει την τζαμόπορτα και να τη σπρώξει για να ξεχυθούνε έξω. Ήταν οι χαρακιές εκείνες σαν τις άλλες που φανταζόμουν πως χαράζουν μέσα στο μυαλό οι αναμνήσεις μας, τόσο βαθιές που, κάποιες, απ’ τις σκέψεις μας, λοξοδρομώντας, εκεί μέσα κυλάνε, σε κείνους τους τυφλούς παραπόταμους• ένα δίχτυ μες στο μυαλό μας οι αναμνήσεις πλέκουν και πιάνουνε τις σκέψεις μας.
Συμβαίνει κάτι παράξενο σ’ αυτό το χώρο, μετά από απουσία εβδομάδων, μηνών, οσμίζομαι πάλι τη διαπεραστική μυρωδιά της γούνας κι εκείνη τη βαριά των σκυλιών, κει που ‘λεγα πως χάθηκαν για πάντα, επιστρέφουν• είναι τότε που είμαι μόνο μνήμη, είναι τότε που είμαι σαν ένα ζώο λυπημένο, γιατί μόνο απ’ τον άλλο κόσμο φυσάει.


2

Έχω να πάω χρόνια…, τέσσερα θα ‘ναι. Έπαιξε ρόλο και που μου ‘πε: «Έτσι κι έτσι τον θέλω, και μετά… στα σαράντα μόνο, εξάμηνα και χρόνους δεν θέλω». Ήταν κι ο τρίτος θάνατος στη σειρά, ο θυμός, που ξεκίνησε απ’ τον πρώτο, μέστωσε. Στην αρχή, ήταν για τον εκτελεστή, τότε πίστευα, γι’ αυτό δεν τόλμησα να τα βάλω με τον εντολοδότη. Μετά, που ‘χασα την πίστη μου, και δεν έβλεπα πίσω από το θάνατο τίποτα πέρα από φυσική αναγκαιότητα, κάτι σαν τη λήθη, όπως η αναβολή της λύπης, σκέφτηκα, ήταν ό,τι πρέπει. Δύσκολο είναι να ξεχάσεις, ειδικά όταν δεν πρέπει.

Με τρώει που δεν πάω, για το τι θα πει ο κόσμος, λιγάκι, μια χαζή σκέψη κυρίως, πως έχει κι ο νεκρός ανάγκες, ένα κορμί ζωντανό κι αγαπημένο να κάψει από πάνω του για λίγο, μα είπαμε, είναι ο θυμός κι ένα πείσμα παιδιάστικο που δεν μ’ αφήνει, η άρνηση το χαμό τους να δεχτώ, που δεν αφήνει το κορμί να κοντέψει και ν’ αρπάξει κι αυτό σαν κερί, μα κι απ’ τις δυο μεριές αυτό, και να κάψει γρήγορα απ’ τη μια ποτισμένο πως είναι από φόβο, κι απ’ την άλλη αργά, ποτισμένο πως είναι με λύπη βραδύκαυστη, κι όχι γι’ αυτό λιγότερο βασανιστικά, καθώς όλο σαν να πηγαίνει να σβήσει να κάνει, μ’ εκείνους τους μικρούς εκκωφαντικούς ήχους, που πιότερο απ’ τους μεγάλους σε τρομάζουν, καθώς είναι ποτισμένο τύψη το φυτίλι, τύψη, που σώνεται και μην στερέψει εντελώς το πένθος. Μην πηγαίνοντας, άλλωστε, πιο εύκολα τους ζωντανεύω, ξαναζούν πάλι και πάλι, το τέλος της φυσικής τους ύπαρξης σήμανε την αρχή της φανταστικής τους. Ζωοποιό πένθος η συγγραφή.
Απ’ τα μνήματα προτιμάω τον άλλο τον τόπο, εκείνο που είναι μέσα σου, απ’ τον οποίο δεν έχεις κάνει ρούπι στιγμή, εκεί ψηλά, στο καύκαλο είναι, αθέατη κορφή βουνού αδιάβατου.
«Πήγαινε να τους περιποιηθείς», μου ‘πε κάποια γνωστή, μ’ αυστηρό ύφος, κοιτώντας με υποτιμητικά, μου ‘ρθε να τη σκυλοβρίσω, μα τι θα καταλάβαινε; Μήπως το παραμελημένο μνήμα δεν κάνει κι αυτό τη δουλειά του; Ένα παραπέτασμα είναι, ένα ψέμα που δεν παύει να εξωραΐζει, έστω και ατελώς, την αλήθεια, και που ‘ναι απεριποίητο, καλύτερα, ενώ οι καθαροί, σαν καινούργιες κουρτίνες σ’ ερείπια.

Θα σ’ ωριμάσει αυτό, σκεφτόμουνα παλιά, το πένθος εννοώ, ουδέν κακόν αμιγές καλού, τώρα που πέρασαν τα χρόνια, ξέρω πως, στην ουσία, διόλου δεν μ’ άλλαξε, ό,τι δεν μπορείς να καταλάβεις (κι ο έρωτας, κάποιες φορές) μόνο να σε τρομάξει μπορεί, γι’ αυτό ένα φοβισμένο παιδί είμαι ακόμη, ένας μαθητής αδιάβαστος μέσα σε μια τάξη άδεια, που του ζητά ένας δάσκαλος να λύσει μια άσκηση για να ειρωνευτεί την αδυναμία του, θέλετε πείτε τον θεό, θέλετε πείτε τον θάνατο, ένας βιτσιόζος μαθηματικός είναι πάνω απ’ όλα, ένας σαδιστής που καυλώνει με το ακαριαίο και την ακρίβεια• είναι να πάτε εκδρομή, ακούγονται γέλια στην αυλή, κι αυτός σε κρατάει εκεί, μπρος στον πίνακα, κι είναι κάτι κιμωλίες σαν κοκαλάκια της παλάμης στη βάση του, και ξέρεις, απ’ το τράνταγμα που κλονίζει το κορμί σου όταν τις πιάνεις, πως είναι κομμάτια από κείνους, ξεντυμένα τη σάρκα τους• και δοκιμάζεις έστω μια γραμμή να σύρεις, όμως καμιά αντίσταση δεν βρίσκεις πάνω στο μαυροπίνακα, κι απελπισμένος, τρελαμένος από αγωνία – ο μπάσταρδος γελάει σαν ν’ ακούς κιμωλία να στριγκλίζει – θέλεις, τουλάχιστον, να τις βαρέσεις πάνω στον πίνακα, να βάλεις, έστω, μια τελεία, ν’ αφήσεις κείνη τη λευκή τη βούλα που κάνουν σπάζοντας, όμως αυτές μέσα του, μαζί με το χέρι σου, βυθίζονται, γιατί… ποιος έγραψε ποτέ επάνω στο σκοτάδι;


3

Θυμάμαι που ακροπατώντας πλησίασα στη φυρή πόρτα. Απ’ το άνοιγμα φαίνονταν το κάτω μέρος του κρεβατιού κι ένα κομμάτι του τοίχου. Εσάς δεν σας έβλεπα, άκουγα μόνο το ηδονόχαρο κοντανάσαιμα εκείνου και τη δική σου παραίνεση να μην τελειώσει μέσα σου. Ο ήλιος κατέβαινε αργά το ντουβάρι.
Κρυμμένος πίσω από μια πετσέτα θαύμασα το εφηβικό στήθος σου, το άγουρο καΐσι που σοφίλιαζε τέλεια με της μασχάλης σου την κοιλότητα, τα στήθη σου που κρέμασαν κι άδειασαν, σαν δυο μαραγκιασμένα σύκα οι θηλές, καθώς για μήνες σε θήλασε, σαν αδηφάγο μωρό, ο θάνατος. Έβραζε το στέρνο σου, η ανάσα σου με τρόμαζε, σαν μουγκρητό ακούγονταν, κι όλο τίναζες τα χέρια και τα πόδια, σαν για να διώξεις, σαν για να ξεφύγεις από κάτι, κι έλεγες κάθε τόσο: Μανούλα μου, μανούλα μου!
Η καρδιά μου είναι σαν το μανίκι του κουλού.
Θυμάμαι που κλεινόσουν στο δωμάτιό με τις φίλες σου και λέγατε τα μυστικά σας, που θύμωνα γιατί δεν με εμπιστευόσασταν, και βάραγα την πόρτα, κι έκλαιγα, και ούρλιαζα, και που της στερνής σου κάμαρης τη θύρα ξένοι την κλείσανε.
Με σένα, αδερφή μου, η πληγή πήγε κάτω από τη μνήμη, γι’ αυτό κι όταν δεν σε θυμάμαι πονώ.
Μέσα μου… δεν λιώνεις.

[δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 24.7.2008]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ