Αγαπητέ κ. Μπαϊρακτάρη,
Σας περιγράφω με την σειρά μου, μετά το κείμενο της κ. Μπέσση Μιχαήλ, πώς ήταν το Απόζαρι, με τα δικά μου, παιδικά μάτια. Σας ευχαριστώ για την φιλοξενία στην εφημερίδα σας, η οποία συμπληρώνει ένα μεγάλο πολιτιστικό κενό του τόπου μας.
Με εκτίμηση
Μανιός Παπακώστας
Με ενθουσίασε η περιγραφή της κας Μπέσση Μιχαήλ για το Απόζαρι, που δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ, θα προσπαθήσω κι εγώ να γράψω για το δικό μας Απόζαρι, για τον μαχαλά του Αγίου Λουκά, ο οποίος αρχίζει από το σπίτι του Εκρέμ-μπέη ως το αρχοντικό του Μαυροβίτη και συνεχίζει με τον μαχαλά του Παντελεήμονα ως το βουνό. Έχει ρυκιές, καϊσιές, κληματαριές και βάγια στις εκκλησίες πλακόστρωτα με την διαφορά εμείς τα λέγαμε καλντερίμια. Τα όμορφα άσπρα τσαμπιά της ακακίας, τα τρώγαμε στην κατοχή.
Διαφέρουν οι αναμνήσεις μας, είμαστε παιδιά της κατοχής. Είχαμε στρατό με ξύλινα ντουφέκια και χάρτινα καπέλα. Αρχηγός μας ήταν ο Λάκης του Παπάνθιμου, μας έβαζε να ξαπλώνουμε στις τσουκνίδες για να σκληραγωγηθούμε όπως έλεγε. Οι γειτόνισσες μας φώναζαν, λερώναμε τις τσουκνίδες που τις μάζευαν για να κάνουν, μαζί με τα λάπατα, πίττα με προζύμη που ήθελε λιγότερη λίγδα.
Στην λίμνη κολυμπούσαμε, η πρασινάδα δεν μας πολύ-πείραζε, πέφταμε στο νερό στρατός ολόκληρος και αυτή διαλυόταν. Η λίμνη ήταν η κύριά μας απασχόληση, πιάναμε βατράχους βάζοντας στο αγκίστρι κόκκινη παπαρούνα. Οι βάτραχοι τ’ άρπαζαν σαν τρελλοί, τους ανταλλάζαμε για πάστα-σούπα με τους Ιταλούς. Αδύνατον οι ιταλοί στρατιώτες να ενσκήψουν πώς ήταν δυνατόν να τους δίνουμε βατράχια πανάκριβα στην Ευρώπη, και να μας δίνουν φαΐ από τις καραβάνες τους.
Ο αδελφός μου Περδίκκας περιγράφει στο βιβλίο του “Η ζωή με λόγια” πως ο Λάκης διέταξε το στρατό να ψήσουν και αυτοί τους βατράχους και να τους φαν όπως οι Ιταλοί. Έκαναν όλοι εμετό, δεν ήξεραν ότι μόνο τα πόδια από τους βατράχους τρώγονται.
λίμνη ήταν η χαρά μας, χειμώνα καλοκαίρι. Πιάναμε ψάρια, βοηθούσαμε τους ψαράδες στο τράβηγμα της ζάγαζας, μας έδιναν ψάρια. Τα μεγάλα μπερεκιέτια όμως τα είχαμε όταν βρίσκαμε ή κλέβαμε καμμιά χειροβομβίδα, την ρίχναμε στην λίμνη και γέμιζε ψάρια, τσουκάνια, περκιά, τούρνες.
Ο Λάκης του Παπαναούμ, ο Τσούμπαλας, και ο Νίκος ο Μήκας, Μπογατσιώτης, όταν είδαν τους δύο γερμανούς υπαξιωματικούς να κάνουν μπάνιο στην λίμνη, έμεναν σ’ ένα δωμάτιο στο αρχοντικό του Παπαντίνα, μπήκαν κρυφά στο δωμάτιό τους για να βρουν καμμιά χειροβομβίδα. Αντί χειροβομβίδα βρήκαν πιστόλι με σφαίρες. Το πήραν και τό’ φεραν στο στρατό μας: Σύσκεψη, τι να κάνουμε; Απόφαση, να το κρύψουμε ώσπου να βρούμε κανέναν αντάρτη να του το δώσουμε. Το έκρυψε ο Τσούμπαλας σε μια ξερολιθιά στον κήπο του. Σε δύο μέρες από την απόφασή μας για το πιστόλι, μας πλησίασε ο υπεύθυνος του ΕΑΜ της γειτονιάς μας, γνωστός γουνέμπορος, μας μίλησε σχετικά, του είπαμε όλη την αλήθεια, ξέραμε ότι ήταν εαμίτης. Μας είπε να καθίσουμε φρόνιμοι και να βγάλουμε τον σκασμό και συνέχισε αφού οι Γερμανοί δεν αντέδρασαν, προφανώς οι υπαξιωματικοί δεν ανέφεραν την κλοπή του όπλου τους, φοβήθηκαν το στρατοδικείο και το ανατολικό μέτωπο.
Τα πράγματα όλο και αγρίευαν κι εμείς το ίδιο. Γέμιζαν τα βουνά αντάρτες. Ο Θανάσης του Κάλλιαρη, πολύ καλός μου φίλος, μας έφερνε γραμμένα αντάρτικα τραγούδια, του τα έδιναν γραμμένα οι πελάτες από το μπακάλικο του πατέρα του που κατέβαιναν από τα χωριά. Τα ξέραμε όλα και τα τραγουδούσαμε…
«Στα όμορφα χωριά της Πίνδου δεν έχει πια Γερμανούς…
Ο φρούραρχος της Καστοριάς τραβούσε τα μαλλιά του, όταν άκουσε τα αντάρτικα στην περιφέρειά του…
Δενδροχώρι, Καλοχώρι, πάει και το Βογατσικό…».
Χειμώνιασε, η λίμνη πάγωσε, απαγόρευσαν αυστηρά να πατάμε στον πάγο της λίμνης και να κάνουμε σάνιες, γιατί στην απέναντι όχθη είχε αντάρτες. Εμείς δεν λογαριάζαμε, πατούσαμε στον πάγο. Μια μέρα μας πήρε ένας χωροφύλακας στο κατόπιν πάνω στην παγωμένη λίμνη. Μας στρίμωξε κοντά στον Άη-Σωτήρα. Ξέραμε τα κατατόπια και βγήκαμε από την λίμνη στον ταμπαχανά του Μαλεγκάνου, παππού της Μπέσσης, με σκοπό να βγούμε στον Παντελεήμονα. Αδύνατον όμως να ανεβούμε τα παγωμένα και χιονισμένα βράχια της όχθης. Νύχτωσε και ο χωροφύλακας δεν έφευγε. Απελπισία, εάν ξαναμπαίναμε στην παγωμένη λίμνη θα μας έπιανε και αμέσως στην καραμπινερία. Τότε ο Τσούμπαλας του φωνάζει «Σε ξέρουμε ρε μπασκίνα ποιος είσαι, δεν θα έρθει ο ΕΛΑΣ, θα δεις τις θα πάθεις». Θαύμα, ο χωροφύλακας έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Η οικογένεια του Τσούμπαλα υπέφερε πολύ, πεινούσαν, ο πατέρας του δούλευε ηλεκτροτεχνίτης στο εργοστάσιο ηλεκτροφωτισμού, είχε τέσσερα ανήλικα παιδιά. Με τα περισσεύματα του εργοστασίου σε πετρέλαιο και λιπαντικά, ο Κάλης και η οικογένειά του μπορούσε να περνάνε μπέηκα όπως και όλοι οι εργαζόμενοι στο εργοστάσιο. Στο πνεύμα του Βατοπεδίου είπαν ένα μεγάλο όχι, τα έστειλαν όλα στους αντάρτες που είχαν απόλυτη ανάγκη, λιπαντικά κυρίως και πετρέλαιο. Προδόθηκαν, τους έπιασαν οι καραμπινιέροι, τον διευθυντή του εργοστασίου, τον νεαρό ηλεκτρολόγο μηχανικό τον αείμνηστο Πελτέκη τον τουφέκισαν. Ο Κάλης την γλύτωσε γιατί ήταν ο μόνος που μπορούσε να κουμαντάρει την παμπάλαια ηλεκτρογεννήτρια.
Μια μέρα ακούμε τον ντελάλη να φωνάζει «Ακούσατε πολίτες, κατόπιν διαταγής του γερμανικού φρουραρχείου, απαγορεύεται η κυκλοφορία στους δρόμους για τρεις μέρες», δεν ήταν όμως η φωνή του Μπιγιαμή του Εβραίου με την βιβλική μορφή που ξέραμε, οι Γερμανοί τον μάζεψαν, μαζί με όλους τους Εβραίους. Ήθελαν αυτές τις τρεις μέρες να κάνουν πλιάτσικο στα σπίτια και στα καταστήματά τους, με την ησυχία τους. Μετά πλάκωσαν οι δικοί μας.
Μετά από μερικές μέρες με τον φίλο μου Λάμπρο Παπαλάμπρο πήγαμε και εμείς να βρούμε ό,τι-ό,τι να το πουλήσουμε την Δευτέρα στο παζάρι και να αγοράσουμε μπάλα. Βαρεθήκαμε τις παρταλένιες. Ανεβοκατεβήκαμε πολλές σκάλες, μπήκαμε σε διάφορα υπόγεια, τίποτα. Γυρίζαμε απογοητευμένοι όπου, πίσω απ’ το γυμνάσιο, στα εβραίϊκα στην βρύση με την τουλούμπα, ήταν ένας τρίποδας μεγκενές. Τον φορτωθήκαμε, ήταν βαρύς. Μπρος ο Λάμπρος και πίσω εγώ τον κουβαλήσαμε στην γειτονιά μας και τον παραχώσαμε σίγουροι ότι τα λεφτά που θα πιάναμε θα έφταναν να πάρουμε μπάλα. Έμεινε παραχωμένος 30 χρόνια. Το απόγευμα της ίδιας ημέρες ακούω την γειτόνισσά μας την Κλειώ την Τζώτζα να φωνάζει αγανακτισμένη την γιαγιά μου. Ουρανία, Ουρανία… Στήνω αυτί κι ακούω «Τους παλιάνθρωπους, από τον Θεό να το βρουν, έκλεψαν και τον μεγκενέ του δημαρχείου, δεν τους έφταναν τα εβραίϊκα; Και άλλον δεν έχει ο δήμος». Διόρθωνε ο Γιώρας την βρύση, πήγε να κατουρήσει, και όταν γύρισε δεν υπήρχε ο μεγκενές. Ευχής έργο θα ήταν να έγραφε για την γειτονιά του ο Λάμπρος «Τον Παντελεήμονα», είναι ο καλύτερος μαμπέτιας που γνώρισα.
Δεν μας έφταναν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί, πλάκωσαν και οι Κομιτατζήδες. Βουλγαρόφωνα ένοπλα σώματα στην υπηρεσία των κατακτητών. Σχολείο πότε κάναμε πότε όχι, όλα τα σχολικά κτήρια ήταν επιταγμένα. Όσο ο πόλεμος πήγαινε προς το τέλος του, τόσο ζωηρεύαμε. Γιορτάσαμε την νίκη των ανταρτών που διέλυσαν τους κομιτατζήδες στα λακκώματα. Ενθουσιαζόμασταν και με το σύνθημα του ΕΑΜ, ισότητα, ελευθερία, δικαιοσύνη, ό,τι θέλει ο λαός.
Ένα πρωΐ ακούσαμε ότι έφυγαν οι Ιταλοί. Τους αιχμαλώτισαν οι Γερμανοί και τους πήγαν στην Φλώρινα. Ο κόσμος μουδιασμένος, ο μαχαλάς της Φανερωμένης δεν είχε «στρατό». Έτσι μόνο ο στρατός μας με τον Λάκη έτρεξε στο 3ο δημοτικό σχολείο, ένα θαυμάσιο μεγάλο κτήριο με κήπους, αυλές και βρύσες. Οι Ιταλοί το είχαν μετατρέψει σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Εκεί με πήγαν όταν χτύπησα σε μία βουτιά στην λίμνη, με φρόντισαν με πολύ προσοχή και αγάπη. Στην αυλή του έχτιζαν οι Ιταλοί καθολική εκκλησία.
Μπήκαμε μέσα στο νοσοκομείο, δεν υπήρχε ψυχή. Εργαλεία, τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα, όλα στην θέση τους. Σ’ ένα γραφείο βρήκαμε επιτελικούς χάρτες σε όμορφο γλασέ χαρτί, τους πήραμε, τους βρήκαμε καλούς για να κάνουμε τα καπέλα μας. Πήραμε και αντιασφυξιογόνες μάσκες, τις χαλούσαμε, βγάζαμε τις φλάντζες οι οποίες ήταν κατάλληλες για τις κλέτσκιες μας. Χειροβομβίδες δεν βρήκαμε. Ξαναμπήκαμε σε λίγες μέρες, δεν είχε μείνει τίποτε, έγινε γερό πλάτσικο, ως και τα τούβλα από την καθολική εκκλησία είχαν πάρει.
Φύγαν οι Γερμανοί. Ετοιμάζαμε μεγάλη υποδοχή για τους αντάρτες που θα ερχόταν, γεμίσαμε τους δρόμους λουλούδια, ρημάξαμε τους κήπους. Μόλις τους είδα απογοητεύτηκα. Ήταν μόνο δύο –άκουσα αργότερα ότι ήταν ανιχνευτές- τρέχω στο σπίτι. «Τι έχεις και κλαις» μου λέει η γιαγιά μου. Ήρθαν οι αντάρτες γιαγιά, τα όπλα τα έχουν δεμένα με σχοινιά στα πόδια φορούν πίντσες, τα αμπέχονα παρπαλιασμένα. Αλλιώς τους είχα φανταστεί. Ξαναγύρισαν σε λίγες μέρες οι Γερμανοί. Ο γερμανός αξιωματικός ρώτησε τον δήμαρχο, τον γιατρό Βουΐτση, γιατί τόσα λουλούδια στους δρόμους. Τα παιδιά, τα παιδιά στρατηγέ, του λέει ο σπουδασμένος στην Γερμανία δήμαρχος. Δεν κάναν κανένα αντίποινο, σπίτι στην Καστοριά δεν κάηκε στην κατοχή. Μόνο πολύ αργότερα κάηκαν δύο, το δικαστικό μέγαρο με όλο το αρχείο και το σπίτι του γιατρού Χρηστάκη Φίλιου στο Απόζαρι, αυτό όμως είναι μια άλλη θλιβερή ιστορία.
Ξανάφυγαν οριστικά οι Γερμανοί. Ήρθαν οι αντάρτες, κάλεσαν τον λαό σε συγκέντρωση στην πλατεία στο Παλλάδιο. Θα έβγαινε ο νέος δήμαρχος και το συμβούλιο δια βοής. Ο Εαμίτης ομιλητής από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου πρότεινε δήμαρχο τον γιατρό Χαρισιάδη. Άξιος φωνάξαμε από κάτω. Ύστερα πρότεινε συμβούλους, μεταξύ των άλλων ονομάτων ακούω και το όνομα Σεβαστή Παπακώστα, ήταν η μητέρα μου. Άξια φωνάζω και εγώ μαζί με τους άλλους. Δεν το ήξερα Ήταν Εαμίτισα, το πλήρωσε όμως ακριβά, πολύ ακριβά. Μεγαλώναμε σε πλήρη σύγχυση. Δεν καταλαβαίναμε…
Ακούγαμε κάθε βράδυ στο ραδιόφωνο ότι γινόταν μάχες με τους Άγγλους στην Αθήνα. Το αντάρτικο όμως σύνταγμα της Καστοριάς, το 28 αν θυμάμαι καλά, το έστειλαν να κυνηγάει τον Ζέρβα. Έφυγαν και οι αντάρτες. Ήραν Άγγλοι, κάναν γιορτή στο Χασάν Κατή, πήγαμε, παίζαν γκάϊντες και κάναν διάφορες ασκήσεις. Οι μάχες στην Αθήνα είχαν τελειώσει, οι αντάρτες παρέδωσαν τα όπλα. Αλλάξαμε και εμείς τα ξύλινα τουφέκια με κοντάρια, γίναμε πρόσκοποι. «Γιούπι γιάγια, γιούπι-γιούπι γιάγια».
Άρχιζε ο εμφύλιος πόλεμος, κεφάλια κομμένα και κρεμασμένα στα κάγκελα του Κοβάτση. Φοβηθήκαμε, ηρεμήσαμε, γίναμε φρόνιμα και καλά παιδιά. Η γειτονιά το χάρηκε, ησύχασε από μας, πιο πολύ όμως το χάρηκαν τα δέντρα. Θα μπορούσαν να ωριμάζουν τα φρούτα τους που χρόνια δεν τα κατάφερναν, τα τρώγαμε πράσινα.
Πέρασαν 60 χρόνια, θυμάμαι πάντα με ευγνωμοσύνη τους αντάρτες που πολέμησαν με το όπλο στο χέρι τους κατακτητές, όπως από την γειτονιά μας τον Τάσο Τζώτζα, τον Πετράκη Σιώμκο, και τον Στόμε Παπάνθιμο, όσο καιρό ήταν αντάρτης του ΕΛΑΣ. Και την γλυκιά Λευτέρω, κόρη καλής και πλούσιας οικογένειας που είπε στον μακεδονομάχο πατέρα «Θα πάω στο βουνό να παίζω ακορντεόν στους αντάρτες», και ανέβηκε στο Βίτσι, το πλήρωσε κι αυτή πολύ ακριβά.
Ο πόλεμος τέλειωσε, τότε οι νεοέλληνες κάναμε το μεγάλο λάθος, μεταφράσαμε το «χρόνου φείδου» σε ο χρόνος είναι χρήμα, μεγάλη ύβρη. Και την καταστήσαμε πανελλήνια ιδεολογία.
Έγραψα τι ήταν τ’ Απόζαρι για μένα, όχι ιστορία. Την ιστορία ας την γράψουν τα παιδιά μου που σπουδάζουν αρχαιολογία, ιστορία της τέχνης και εθνολογία στην Θεσσαλονίκη. Θα βρουν υλικά από τον παππού τους Κοσμά Φίλιο, ο συμμαθητής μου Κ. Σημαιοφορίδης, φιλόλογος, που του τα έδωσα για αξιολόγηση, τα βρήκε πολύ ενδιαφέροντα.
Συγχαίρω την αγαπητή μου Χρυσούλα Πατρώνου Παπατέρπου για την άκρως ευρηματική αφιέρωση στις δημοτικές αρχές. Τους αφιερώνω και εγώ τους 23ο, 24ο, και 25ο στίχο από τον Θούριο «για την ελευθερία και ισότητα του Ρήγα Βελεστινλή Φεραίου:
Συμβούλους προκομμένους με πατριωτισμόν,
Να βάλομεν εις όλα να δίδουν ορισμόν
Οι νόμοι ναν’ ο πρώτος και μόνος οδηγός.
Να βάλομεν εις όλα να δίδουν ορισμόν
Οι νόμοι ναν’ ο πρώτος και μόνος οδηγός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.