ήτοι περί του ορθώς λέγειν τε και γράφειν
-11.5.2015. Σε συζήτηση φίλων ρωτήθηκα ποια σχέση υπάρχει της λέξεως η πλάνη (το εργαλείο του ξυλουργού, με το οποίο αυτός λειάνει τις επιφάνειες) με την πλάνη (όχι ορθή γνώμη ή κρίση, δηλ. σφάλμα – πρβλ πλανάσαι πλάνην οικτράν). Η πρώτη πλάνη (το εργαλείο) είναι ξενκής προελεύσεως, μάλλον λατινκής (plana?), η δεύτερη προέρχεται από το ρήμα πλανώμαι (αρχαίο και καθαρευούσης), πέφτω έξω στην κρίση μου σφάλλω. (Θυμηθείτε: …και έσται η πλάνη χείρων της πρώτης...).
-Στην ίδια συζήτηση ο λόγος για μαλακτικά βραζόμενα χόρτα, π.χ.τσάι. Ελέχθη ότι το σαμπούκο (το ορθόν: ο σαμπούκος) είναι λέξη τουρκική. Και όμως… είναι ελληνική, ελληνικότατη… Είναι ο σαμβούκος (κατά το ο γαμβρός – γαμπρός, η ομβρέλα - ομπρέλα), το φυτό η κουφοξυλιά. Μικρό δέντρο με αρωματικά άνθη. Βραζόμενα προσφέρουν ένα τσάι.
-17.5.2015, εφημερίδα: Η άμποτη ακολουθεί συνήθως μετά την παλίρροια. Το ορθόν: η άμπωτη(αρχαία: η άμπωτις) πρβλ το πώμα, το πινόμενο, από το αναπίνω = αναρροφώ. Η άμπωτις είναι η υποχώρηση των θαλασσίων υδάτων από την ακτή προς τα μέσα, τρόπον τινά γίνεται… αναρρόφηση (αναπίνω, το πώμα αλλά και το ποτόν.) Σημείωση: Το πώμα, από τον παρακείμενο (στην αρχαία) του ρήματος πίνω = πέπωκα (πέπωκα). Έτσι το ποτόν αλλά και το πώμα.
-4.5.2015. Αταβιστική αφύπνηση συλλογικών παρορμήσεων (ψυχολογία, κοινωνιολογία, ανθρωπολογία). α. Το ορθόν: αφύπνιση (αφυπνίζω). β. αταβιστική, αταβισμός: οι λέξεις από το λατινικό atavus, -ι = προπάππος, «επίπαππος», δηλ. ο πρόγονος. Ο Αταβισμός είναι ελάττωμα των προγόνων, που επανεμφανίζεται στους απογόνους μετά από τρεις – τέσσερις γενιές! Αταβιστικός λοιπόν, τρόπον τινά = κληρονομικός. Εδώ μας είπε: παρορμητικά ξυπνούν των πολλών (συλλογικά) ελαττώματα από τους απώτατους προγόνους (αφού μεσολάβησαν 3-4 γενιές).
-Σε προηγούμενη στήλη δώσαμε λέξεις – φράσεις της ποντιακής διαλέκτου, που διατηρούν και σήμερα αρχαϊσμούς (ρίζα – θέμα της λέξης, κατάληξη ή και προσεγγίζουσα προφορά.) Συνεχίζω την καταγραφή τέτοιων λέξεων – φράσεων από την μετάφραση της Αντιγόνης Σοφοκλέους του φιλολόγου Κωνσταντινίδη Θεόδωρου και του υιού του Στάθη:
• Εχάξεν, αόρ. του χάσκω ή χαίνω. Σημαίνει άνοιξε το στόμα του το τεράστιον «αχαστόν», λένε οι Πόντιοι.
• Αχαστόν (το α- προσθετικόν, πχ. Χηβάδα, αχηβάδα, αμάχη, βδέλλα, αβδέλλα.
• Αλλέως ο Άρης (ο προστάτης της Θήβας) τα έκλωσε = αλλιώς τα γύισε. Έκλωσε, κλώθω. Να θυμηθούμε και την ΚΛωθώ και το εκλώστεν οπίσ’ = επέστρεψε.
• Εφάνθεν (εφάνθη και εφάνη), όπως εμαράνθη, εμάρανθεν η κόρ’.
• Οι μειζέτεροι (της Θήβας) = οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, οι σεβάσμιοι γέροντες. Παραφθορά της αρχαίας λέξεως: οι μείζονες.
• Ήντσαν (=υποθετικό ην = εάν+τινά, με τσιτακισμό: εάν τινά), όποιον.
• Να ορίεις (τύπος του ορίζω) =να καθορίζεις, να ορίζεις.
• Πίταξον είναν νέον: προστακτική του επιτάζω = επιτάσσω.
• Πολλούς αγούρτσ’ (νέους άνδρες αώρους, πρβλ αγόρια).
• Εποίκες περισσάν (περισσήν, από το περιττός, περισσός) επί μεγάλης συμφοράς: τους έκανες άνω κάτω. (πέραν του κανονικού).
• Ούτε τσ’ εποίκεν ξέρω. Τσ- (αποσιώπηση του άφωνου ιώτα, οπότε τσιτακισμός. Τα: τις, ερωτημ. Αντωνυμία = ποιος).
• Ξαμμένον (από το εξάπτω), εξημμένον = κατακόκκινο σαν την πυρά, ‘ξαναμμένο τον δράστεν (δράστην).
• Kανείται = ικανείται (ικανός) = αρκεί, φθάνει.
• Χούται (= χώνεται), γομούται (αρχαία: γόμος = γέμισμα), ρήματα σε –ούμαι, π.χ. δηλούμαι, δηλούται.
• Την ‘ην (την γην) την ακάματον, πολλά (φοβερός) εν, εν = είναι, του ρήματος ένι (ουκ ένι δούλος ή ελεύθερος), πρβλ ένεστι = είναι δυνατόν.
• Σ’ αδόκητον την χαράν (την απροσδόκητη), τώρα, βασιλέα, ανάκρινον ατέν (=αυτήν), προστακτική του ανακρίνω.
• Τα ωτία: υποκοριστικόν τα ώτα = τα αυτιά, σπογγίζ’ = σπογγίζει, σκουπίζει. Το ραschίν, υποκοριστικό η ράχη.
• Το ραχίον = Το ραschίν, η πλαγιά του βουνού. Εύκαιρος (άδειος, κούφιος, ανόητος).
• Το αγγείον εν εύκαιρον και λόγια εύκαιρα (=κούφια λόγια).
• Εγέντον μεσημέρ = εγένετο, έγινε.
• Σύρον = πήγαινε, αλλά και σύρον το σκοινίν, τράβηξε.
• Tη κοριτσί το φυσικόν (η φύση του κοριτσιού, τα φυσικά χαρακτηριστικά, ο χαρακτήρας). Σημείωση: τη: η προφορά του άρθρου του κατέληξε όπως το γαλλικό κ. Έτσι: τη Νίκωνος = του Νίκωνα, ή του Νίκου.
• Την χράν ατς’ = την χροιάν της, το χρώμα της, την όψη της.
• Πολλά γλυκέα = γλυκά τ ’ομμάτα τσ’.
-25.5.2015 Μια παλιά φωτογραφία στα Παραπολιτικά. Ο καγκελάριος της Γερμανίας Schmith φιλοξενεί στο σπίτι του τον αείμνηστο Κ. Καραμανλή. Καθήμενος ο Καραμανλής. Όρθιος ο γερμανός καγκελάριος, με αποτυπωμένη στο πρόσωπό του εκτίμηση, οικειότητα και σεβασμό, του προσφέρει ο ίδιος από το τσαγιερό της κουζίνας του τσάι. (Δεν του διορθώνει ... την γραβάτα, ούτε του προσφέρει "δείγμα" πώς να φορεί γραβάτα!). Άλλοι καιροί, άλλοι ηγέτες, με κύρος, αυτοσεβασμό και ευπρέπεια.
-Το βασανιστικό Grexit και γραικύλος. Στην ρωμαϊκή εποχή, ιδίως επί Αυγούστου (146 - 30 π.Χ.) παρατηρήθηκε υποτίμηση των Ολυμπιακών Αγώνων. Περιφρονητικά οι επηρμένοι Ρωμαίοι σχολίαζαν: Αυτούς τους αγώνες τους οργανώνουν οι Graeculi (από το Graecia ή Ελλάς), οι γραικύλοι, οι ταπεινωμένοι, οι μηδαμινοί Έλληνες! (graeculus: υποκοριστικό της λέξης Graecus = Γραικός, Έλλην). H συμφορά και η αρά της Ελλάδος, αν, έστω και ένας Έλληνας επιτρέπει ποτέ στον εαυτό του να καταντάει γραικύλος με τις σκέψεις του ή με τις πράξεις του. Αντιθέτως, ανέκαθεν ο Έλληνας συνέδεσε την ψυχή του, το πνεύμα του και την ζωή του με την αρετή (ετυμολογικώς σχετίζεται με το αρχαίο ρήμα αραρίσκω = εφαρμόζω, προσαρμόζω). Γι αυτό η λέξη απέκτησε μεγάλη ποικιλία σημασιών. Στα έπη του Ομήρου ήδη βρίσκουμε συχνά την λέξη αρετή στην έννοια της υπεροχής, δεξιότητος και πλεονεκτήματος (ιδίως στην Ιλιάδα). Επίσης στην έννοια της ικανότητος. Στην Οδύσσεια: ευκλείη τε αρετή τε ( = έπαινος της ικανότητος). Επίσης σε άλλα χωρία: αρετή = βαθμός, αξίωμα, μεγαλείο αλλά και χαρίσματα. Θυμούμαι τον στίχο: συν μεγάλη αρετή εκτήσω άκοιτιν (= απέκτησε σύζυγο με πολλά χαρίσματα). Η λέξη αρετή συναντάται και με την έννοια της ανδρείας και του θάρρους. Στην Ορθοδοξία η αρετή; Να το σχολιάσω; Ο κόσμος, το στολίδι της χριστιανικής ψυχής, η Αρετή. Ενάρετος άνθρωπος, ενάρετος Χριστιανός. Οι Λατίνοι την είπαν: virtus. Γενικά με την αρετή οι αρχαίοι δήλωναν ενεργητική υπεροχή ή και ηθικές αρχές. Υπήρχε ρήμα αρετά-ω, -ώ = προκόβω, είμαι ευτυχισμένος. Σε άλλους συγγραφείς συναντάται: Αρετόομαι, -ούμαι = γίνομαι ενάρετος, προκόβω με την αρετή.
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 11 Ιουνίου 2015, αρ. φύλλου 792
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.