8.11.15

ΑΝΑΣΤΑΣΗ Κ. ΠΗΧΙΩΝ: Ο κλήδονας: Περί μαντείας και μαντικής


ΟΔΟΣ 18.6.2015 | 793

Ένα πρόβλημα πού ταλανίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἀρχή τῆς ὑπάρξεώς του καί ἕνα ἀναπάντητο, μέχρι σήμερα, ἐρώτημα εἶναι τό ἀκόλουθο: ἀπό ποῦ προήλθαμε (οἱ ἄνθρωποι), ποιοί εἴμαστε καί ποῦ πάμε. Τά δὐο πρώτα ἐρωτήματα ἀφοροῦν τό παρελθόν καί τό παρόν καί κατά κάποιο τρόπο ἡ ἐπιστήμη καί οἱ ὡς τώρα γνώσεις μας, ἔδωσαν μιά ἀληθοφανῆ καί ἀποδεκτή ἀπʹ ὅλους σχεδόν τούς ἀνθρώπους ἀπάντηση· τό τρίτο ἐρώτημα τό ὁποῖο ἀφορᾶ τό ἐπέκεινα, τό μέλλον, ἀποτελεῖ ἕνα οὐσιῶδες πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου τό ὁποῖο δέν μπορεῖ ἡ ἐπιστήμη καί ἡ ἀνθρώπινη γνώση νά τό λύσει καί νά δώσει μιά ἀπάντηση.

Τήν λύση τοῦ ἐρωτήματος καί τήν κατά κάποιο τρόπο προσπάθεια ἰκανοποιήσεως τοῦ αἰσθήματος ἀβεβαιότητας τοὺ τί μέλλει συμβεῖ στόν ἄνθρωπο μετά τόν θάνατό του, ἀνέλαβαν οἱ διάφορες θρησκεῖες, ἀπό τήν ἄπω ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα, ἄλλοτε ἐπιτυχῶς καί ἄλλοτε ὄχι. Ὅλες βέβαια οἱ θρησκευτικές ἀπαντήσεις καί ἀπόψεις περί τοῦ ἐπέκεινα τοῦ ἀνθρώπου δέν ἐπιδέχονται τήν ἐπιστημονική ἐπαλήθευσή τους ἀλλά στηρίζονται στήν πίστη τῶν ὀπαδῶν τους.

(Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ ἐδώ νά ἀναφέρω, ὅτι κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, μέ τήν σύγκριση πού ἔκαμα μεταξύ τῶν διαφόρων γνωστῶν, σύγχρονων θρησκειῶν, μετά ἀπὀ ἀναζητήσεις καί σχετικές σπουδές, κατέληξα στό συμπέρασμα, ὅτι τήν πλέον ὀρθήν ἀπάντηση στό ἐρώτημα πού μπορεῖ νά ἰκανοποιήσει ἀπόλυτα τόν ἄνθρωπο, τήν ἀνευρίσκει κανείς μόνον στήν χριστιανική πίστη καί μάλιστα ὅπως αὐτή ἐκφράζεται ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία).

Τά μελλούμενα νά συμβοῦν, ὁ ἄνθρωπος δέν ζητοῦσε νά μάθει μόνον γιά τά ἐπέκεινα ἀλλά καί γιά τήν τρέχουσα ζωή του. Γιά τόν λόγο αὐτό ἐπιζητοῦσε καί ἀνέτρεχε στίς διάφορες προρρήσεις, μαντεῖες, προφητεῖες κ.λ.π. οἱ ὁποῖες τοῦ προσφέρονταν μέ πολλούς καί διαφόρους τρόπους.

Οἱ  Ἕλληνες, ἀπό τούς πλέον δεισιδαίμονες λαούς τῆς ἀρχαιότητας, προσέτρεχαν, γιά τίς προρρήσεις τῶν μελούμενων νά συμβούν, κυρίως στά μαντεῖα, τά κυριώτερα τῶν ὁποίων, στόν Ἑλλαδικό χῶρο, ἤταν τό μαντεῖο τῶν Δελφῶν καί αὐτό τῆς Δωδώνης. Ἐκτός ἀπό τά μαντεῖα οἱ πρόγονοί μας προσέτρεχαν καί σέ διαφόρους μάντεις οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονταν ὅτι κατείχαν τήν τέχνη καί τόν τρόπο νά προβλέπουν τό μέλλον, στό νά ἀναζητούν καί βρίσκουν, μελετούν καί ἐπεξηγούν διάφορα καί ποικίλα σημεῖα πού, κατά κάποιο τρόπο, μπορούσαν νά θεωρηθούν ὡς προμηνύματα.

Οἱ πλέον διάσημοι γιά τίς προρρήσεις τους μάντεις ἤταν οἱ Χαλδαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἀνήγαγαν τήν μαντική τους τέχνη σέ ἐπιστήμη. Στόν Ἑλλαδικό χῶρο διάσημοι μάντεις ἀναφέρονται ὁ Τειρεσίας, ὁ Κάλχας κ.ἄ.

Οἱ τρόποι τῆς μαντικῆς ἤταν πάρα πολλοί καί χρησιμοποιούνταν ὅλα τά στοιχεῖα, ὁ Ἀέρας, το  Ὕδωρ, ἡ Γῆ, διάφορα συμβαίνοντα στό ἀνθρώπινο σῶμα ὅπως φτάρνισμα, τό παίξιμο τῶν ὀφθαλμῶν, ἡ βοή στό ἕνα αὐτί, κ.λ.π., ὀρισμένες ἐνέργειες, πράξεις ἤ συναντήσεις π.χ. ἐάν συναντούσαν στόν δρόμο εὐνοῦχο, Αἰθίοπα, μαύρη γάτα, ἐάν ἐχύνετο στή Γῆ νερό ἤ ἄλας ἤ γάλα κ.λ.π καί πολλά ἄλλα. Ἀναφέρω ἐνδεικτικά μερικούς ἀπό τούς τρόπους πού χρησιμοποιούσαν: τἡν ὀνειρομαντεία, τἡν ἱερομαντεία, τἡν ἱεροσκοπία κατὰ τὴν ὁποία παρατηροῦσαν τὰ σφάγεια τῶν θυσιῶν, τἡν οἰωνοσκοπία, τἡν ὀρνιθοσκοπία, ποὺ παρατηροῦσαν τὸ πέταγμα τῶν πουλιῶν, τἡν νεκρομαντεία, καί πλεῖστες ἄλλες. Μιά ἀπό τίς ἄλλες αὐτές ἦταν καὶ οἱ προμαντεύσεις διὰ τῶν λέξεων, τὰ προμαντεύματα δὲ αὐτὰ τὰ ὀνόμαζαν Ὄπτας, ἢ Κλήδονας ἤ Φήμας.

Μέ τήν ἐπικράτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ οἱ περισσότερες ἀπό τίς προλήψεις αὐτές καί οἱ μαντεῖες ἔπαυσαν νά ἰσχύουν καί νά χρησιμοποιούνται καί τά μέν μαντεῖα ἔκλεισαν διά νόμου, οἱ ἄλλοι δέ τρόποι μή συνάδοντες μέ τήν χριστιανική πίστη, διώχθηκαν ἀπηνῶς καί ἀνηλεῶς ἀπό τούς χριστιανούς καί μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου καί προοδευτικῶς ἔπαυσαν νά χρησιμοποιούνται γιά προρρήσεις στίς ὁποῖες δέν πιστεύει ἡ θρησκεία μας.

Παρʾὅλο ὅμως τόν διωγμό πού ὑπέστησαν οἰ δεισιδαιμονίες αὐτές ἀπό τήν Ἐκκλησία, πολλές ἀπ’ αὐτές ἤταν τόσο βαθειά ριζωμένες στόν λαό ὥστε κατόρθωσαν νά ἐπιβιώσουν καί διατηρούνται μέχρι σήμερα εἴτε αὐτούσιες εἴτε παρηλαγμένες καί προσαρμοσμένες στήν χριστιανική μας πίστη. Ἐπίσης ἐμφανίστηκαν καί νέοι τρόποι μαντείας ὅπως τό ρίξημο τῶν χαρτιῶν, τό διάβασμα τοῦ φλυτζανιοῦ τοῦ καφέ κ.ἄ. καθῶς καί νέοι μάντεις ὅπως ὁ καζαμίας, ὁ ἀγαθάγγελος καί τά τελευταῖα χρόνια πολλοί καί διάφοροι μοναχοί.

Ένας ἀπό τούς ἀρχαιότερους τρόπους μαντείας πού διατηρήθηκε μέχρι σήμερα ὄχι τόσο ὡς μέσο προρρήσεως καί γνώσεως τῶν μελούμενων νά συμβούν ἀλλά ὡς ἕνα λαογραφικό (φοκλορικό) ἔθιμο, εἶναι ὁ Κλήδονας πού γιορτἀζουμε κάθε χρόνο τήν γιορτή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου στίς 24 τοῦ Ἰουνίου. Στά παλαιότερα χρόνια, πρό τοῦ Βʼ Π.Π., τό ἔθιμο τοῦ Κλήδονα ἐτηρῆτο ἀπό τά κορίτσια τῆς παντρειᾶς, τά ὁποία πίστευαν ὅτι ὅντως ὁ κλήδονας θά τίς φανέρωνε τόν μέλοντα σύζυγο ἤ θά ἐπιβεβαίωνε ἕνα κρυφό αἴσθημα.

Θυμάμαι, μικρός τότε, πώς τά κορίτσια, στήν γειτονιά μας, στό Ντουλτσό, τήν παραμονή, τό ἀπόγευμα πρός τό βραδάκι, τῆς γιορτῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, δηλαδή τήν 23η Ἰουνίου, συγκεντρώνονταν στήν πλατεία τῶν Ἀδελφῶν Ἑμμανουήλ καί σιωπηρές καί ἀμίλητες, μέ ἕνα ἀρκετά μεγάλο γκιούμι μέ εὐρύ στόμιο ὥστε νά μπορεῖ νά εἰσχωρήσει σʾαὐτό τό χέρι, κατέβαιναν στήν λίμνη (τό νερό της τότε ἤταν πεντακάθαρο καί πόσιμο) καί τό γέμιζαν μέ νερό.

Ἐπανέρχονταν στήν πλατεία, πάντοτε ἀμίλητες, κάθονταν γύρω στό γκιούμι μέ τό ἀμίλητο νερό, καί κάθε μιά ἀπʾαὐτές ἔριχνε μέσα στό γκιούμι ἕνα μικρό προσφιλές της ἀντικείμενο, δακτυλήθρα, σκουλαρίκι, δακτυλίδι, ἤ ὅ,τι ἄλλο ἤθελε. Σκεπάζανε τό στόμιο τοῦ δοχείου μέ ἕνα ὕφασμα, συνή  θως μέ ἕνα χρωματιστό μανδήλι καί τό δένανε σφιχτά γύρω-γύρω, τό κλειδώνανε, τό στολίζανε μέ διάφορα κλαδιά καί λουλούδια καί τό τοποθετοῦσαν κάτω ἀπό ἕνα δένδρο, στό ὕπαιθρο, μέχρι τό πρωί τῆς ἄλλης ἡμέρας δηλαδή τῆς 24ης τοῦ μηνός, τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου. Κατά τήν τελευταῖα φάση τῆς ὅλης διαδικασίας οι Καστοριανές ἔλεγαν ἤ τραγουδούσαν καί ἕνα δίστιχο, τό ὁποῖο δυστυχῶς δέν τό θυμᾶμαι πολύ καλά:

Στολίζουμε τόν Κλείδωνα / καί τώρα καί τοῦ χρόνου / Κατ’ μαρί καί καρυοφύλλι / στήν κορφή ἀπό τό  γιοφύρι...

Αλλά  πιθανῶς νά τραγουδούσαν  κι αὐτό πού άναφέρεται στίς ἐγκυκλοπαίδειες:
Κλειδώνουμε τόν κλήδονα / μέ τʾ Ἁϊγιαννοῦ τήν χάρι / κιʾὅποια ‘χει καλό ριζικό / νά δώση νά τό πάρη.

Τήν ἐπομένη, πρωΐ-πρωΐ, μετέφεραν τό γκιούμι ἀπό τόν τόπο πού τό εἷχαν τοποθετησει, τό προηγούμενο βράδυ, σʾ ἕνα κεντρικότερο σημεῖο τῆς πλατείας, κάθονταν πάλι γύρω του καί τό ξεσκέπαζαν, τό ξεκλείδωναν, καί  τραγουδοῦσαν πάλι τά πιό πάνω δίστιχα:

Στολίζουμε τόν Κλείδωνα / καί τώρα καί τοῦ χρόνου / Κατ’ μαρί καί καρυοφύλλι / στήν κορφή ἀπό τό  γιοφύρι... Κλειδώνουμε τόν κλήδονα / μέ τʾ Ἁϊγιαννοῦ τήν χάρι...κ.λπ.

Στή συνέχεια κάθε μία ἀπό τίς κοπέλλες ἔλεγε ἕνα δίστιχο κατά τό πλεῖστον ἐρωτικό ἤ μιά εὐχή, καί ἕνα μικρό παιδί, πού εἷχαν ἐπιλέξει, τοῦ ὁποίου ἔπρεπε νά ζοῦν καί οἱ δυό του γονεῖς, (πολλές φορές ἀνέθεταν σέ μένα τό καθῆκον αὐτό), ἔβαζε τό χέρι του μέσα στό γκιούμι καί ἔβγαζε ἕνα ἀπό τά μικρά ἀνικείμενα πού εἷχαν ρίξει τό προηγούμενο βράδυ οἱ κοπέλλες μέσα· στήν κοπέλλα πού ἀνῆκε τό ἀντικείμενο, πού ἔβγαλε ἀπό τό γκιούμι τό μικρό παιδί, ἀποδίνονταν τό δίστιχο πού εἷχε ἀπαγγελθεῖ προηγουμένως καί ἀποτελοῦσε χρησμό ἤ πρόρρηση τῶν μελούμενων γιά τήν κοπέλλα αὐτή. Ἡ διαδικασία συνεχίζονταν ὥσπου νά ἐξαχθοῦν ὅλα τά ἀντικείμενα ἀπό τό δοχεῖο καί νά ἀποδωθοῦν οἱ ἀνάλογοι χρησμοί καί προρρήσεις σʾὅλες τίς κοπέλλες.

Αὐτή ἤταν ἡ διαδικασία τοῦ Κλήδονα, ἀπʾ ὅ,τι θυμᾶμαι ἀπό τά παιδικά μου χρόνια. (Τήν καλύτερη καί πιό ὡραία περιγραφὴ τοῦ Κλήδονα, ὅπως γίνονταν στὴν Καστοριά τά παλαιά χρόνια, κάνει ὁ ἀείμνηστος Λουκᾶς Σιάνος στὸ βιβλίο του ¨Καστοριανές Εικόνες¨, ἔκδοση τοῦ Μουσικοφιλολογικοῦ συλλόγου Καστοριᾶς “Ἀρμονία”, δυσεύρετο σήμερα πού εὐχῆς ἔργο θά ἤταν ἡ ἐπανέκδοσή του).
Ἡ ἀρχική μορφή τοῦ Κλήδονα, ἀπʾ ὄπου ἔλαβε καί τήν ὀνομασία του, ἤταν, ὅπως γράφω πάρα πάνω, ἡ διὰ τῶν λέξεων προρρήσεις, τὰ δέ προμαντεύματα αὐτὰ, δηλαδή τίς διά τῶν λέξεων προρρήσεις τίς ὀνόμαζαν Ὄπτας, ἢ Κλήδονας ἤ Φήμας.  Πήγαιναν στὸν ναὸ καὶ λέγανε μυστικὰ στὸ ἀφτί τοῦ ἀγάλματος τοῦ θεοῦ ὅ,τι ἤθελαν νὰ μάθουν. Ἔβγαιναν ἀπό τόν ναὸ μὲ φραγμένα τά ἀφτιὰ καὶ ὅ,τι λέξη ἄκουαν πρώτη, ἀφοῦ τὰ ἄνοιγαν, αὐτὴν ἐλάμβαναν ὡς προμάντευμα.

Πολλοὶ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς ἀποδίδουν τὸν τρόπο αὐτὸν τῆς προμαντείας στὴν Δελφικὴ Σίβυλλα, ἡ ὁποία μετά τὸν θάνατο της, μοίρασε χρησμοὺς σὲ πολλά πράγματα, ὅπως καί στά χόρτα. Ὅσοι ἀπ’ αὐτοὺς ἔμειναν στὸν ἀέρα, ἐκεῖνοι ὠνομάσθηκαν Κλήδονες, δηλαδὴ λόγοι, φῆμαι. Ἀπ’ ἐδῶ προέρχεται καὶ αὐτὸ ποὺ λένε καὶ σήμερα ἀκόμη οἱ γυναῖκες: “Αὐτὰ ποὺ λές, πήγαινε νὰ τὸ πῆς στὸν Κλήδονα, ἐπειδὴ ἐγὼ δὲν τὰ πιστεύω”, δηλαδὴ εἶναι λόγια τοῦ ἀέρα. Ἤ τό ἄλλο: ” Εἶπε τα στὸ ἄγαλμα, τὸ ἀναίσθητο”.

Απὸ τὶς πάρα πάνω δοξασίες τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων προέρχεται ὁ Κλήδονας τῶν ἡμερῶν μας ὡς συνέχεια αὐτῶν, ἐμπλουτισμένος ὅμως καὶ μὲ ἄλλα στοιχεῖα παγανιστικὰ καὶ διαφοροποιημένος λόγω τῆς παρελεύσεως τῶν αἰώνων καὶ τῆς ἐπιδράσεως καὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τὸ νερὸ π.χ. πού χρησιμοποιῆται εἶναι ἕνα βασικὸ στοιχεῖο σὲ πολλὲς παγανιστικὲς τελετουργίες, ὅπως ραντίσματα, ἐξαγνισμοὺς κλπ, τὸ ὅτι δὲ εἶναι ἀμίλητο, ἀντικαθιστᾶ τὸ ἄγαλμα τοῦ θεοῦ ποὺ καὶ αὐτὸ ἦταν ἀμίλητο. Αὐτὸ ποὺ θὰ εἰπωθεῖ πρέπει νὰ λεχθεῖ σὲ πράγμα ποὺ δὲν μιλάει κι ἔτσι δὲν μπορεί νά τὸ ἀνακοινώσει. Ἐπὶ πλέον τὸ νερὸ πάντοτε, μέχρι σήμερα, ἔπαιζε ἕνα καταλυτικό ρόλο στίς γιορτές τοῦ μεσοκαλόκαιρου, πράγμα ποὺ ἐξηγεῖ γιατί ἡ Ἐκκλησία υἱοθέτησε τὴν παράδοση, μὴ μπορώντας νὰ τὴν ἀποτρέψει, καὶ θέσπισε νὰ γίνεται στὴν γιορτὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστοῦ, στίς 24 Ἰουνίου.

Τὸ ἄλλο στοιχεῖο, ποὺ χαρακτηρίζει τὸν Κλήδονα, εἶναι ἡ τοποθέτηση ἑνὸς κλαριοῦ στὸ στόμιο τοῦ δοχείου, ποὺ ἔχουν τὸ ἀμίλητο νερὸ καὶ ἔχουν ρίξει μέσα τὰ διάφορα μικροαντικείμενα, καὶ τὸ στόλισμά του μὲ διάφορα φροῦτα καὶ καρπούς. Τὸ κλαρὶ συμβολίζει τό δένδρο καί τήν λατρεία αὐτοῦ σέ πολλά μέρη τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ὁ στολισμὸς δὲ αὐτοῦ τὶς προσφορὲς στοὺς θεοὺς τῶν ἀπαρχῶν τῶν καρπῶν τῆς γής. Ὁρισμένα μάλιστα δένδρα ἐθεωροῦντο ὅτι εἶχαν καὶ μαντικὲς ἰδιότητες ὅπως π.χ. ἡ Δρῦς στό μαντεῖο τοῦ Διὸς στὴν Δωδώνη, ἀπὸ τὸ θρόϊσμα τῶν φύλλων τῆς ὁποίας χρησμοδοτοῦσαν οἱ ἱερεῖς. Ἡ τοποθέτηση ἐπίσης μέσα στὸ δοχεῖο διαφόρων ἀντικειμένων καὶ ἡ ἀπόδοση τοῦ διοτίχου ἢ τοῦ χρησμοῦ ἢ τοῦ όνόματος σ’ αὐτὴν ποὺ ἀνήκει τὸ ἀντικείμενο εἶναι στοιχεῖο τῆς κληρομαντείας, ἄλλου τρόπου μαντείας στοὺς ἀρχαίους.

Όλα άὐτά δείχνουν ὅτι ἡ ἀρχική μορφή τοῦ Κλήδονα ἔχει ἐμπλουτιστεῖ μέ τήν πάροδο τῶν αἰῶνων καί μέ πολλά ἄλλα παγανιστκά στοιχεία. Σήμερα βέβαια ὁ Κλήδονας δὲν γίνεται, ὄπου γίνεται, γιὰ νὰ προμαντεύσουν οἱ νεαρὲς κοπέλλες τὴν τύχη τους, ἀλλὰ ὡς μιὰ λαογραφικὴ ἀναπαράσταση ἑνὸς παλαιοῦ ἐθίμου. Πρέπει ὅμως νὰ γίνεται, ἀκόμη καὶ ἔτσι, γιατί ἔτσι διατηροῦμε καὶ μεταδίδουμε καὶ στοὺς ἀπογόνους μας τὶς παραδόσεις καὶ τὶς δοξασίες τοῦ λαοῦ μας.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 18 Ιουνίου 2015, αρ. φύλλου 793

.

* * *

Ετυμολογία της λέξης «κλήδονας» 


Η λέξη «ο κλήδονας» παράγεται από την αρχαία λέξη «η κληδών», η οποία αναφέρεται στον Παυσανία (Βοιωτικά), Όμηρο κ.α. Κληδών ονομαζόταν ο προγνωστικός ήχος, το μαντικό σημάδι και κατ’ επέκταση το άκουσμα του οιωνισμού ή προφητείας, ο συνδυασμός τυχαίων και ασυνάρτητων λέξεων ή πράξεων κατά τη διάρκεια μαντικής τελετής στον οποίο αποδιδόταν προφητική σημασία.
Η προέλευση της είναι από την αρχαία λέξη «κλήδων» (με ήτα) που στον Όμηρο σημαίνει μαντικό σημάδι, προφητεία. Άλλο οι λέξεις «κλειδί, κλειδώνω κ.α.» και άλλο οι λέξεις «κληδών, κλήδονας κ.α..» Απλώς και οι δυο ομάδες αυτές των λέξεων έχουν πρόγονο την αυτή ρίζα, την ρίζα «κλε-», πρβ και: «κλείθρον = αττικά κλήθρον», κλείς = ιωνικά κληίς. Παράβαλε επίσης ότι: Κλειώ – κλείζω = εγκωμιάζω (από το κλέος) και κληδών ή κλεηδών ή κληηδών (από το κλέος και άδω) κ.α. = φημί ή καλέω, διαλαλώ, εγκωμιάζω κ.α.. Παράγωγα: κληδονίζω = μαντευομαι, κληδόνισμα = σημείο, οιωνός κ.α.

κλήδονας < μεσαιωνική ελληνική κλήδονας < αρχαία ελληνική κληδών (=μαντικό σημάδι) + -ας < κλέω < κλέος (συσχετίζεται με την εικαζόμενη ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) ḱléwos)

κλήδονας αρσενικό
είδος μαντικού παιχνιδιού
λαϊκό έθιμο που επιβιώνει από την αρχαιότητα και τελείται στις 23 Ιουνίου (παραμονή της εορτής του γενέσιου του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και κοντά στο θερινό ηλιοστάσιο), σύμφωνα με το οποίο αποκαλύπτεται στις άγαμες κοπέλες η ταυτότητα του μελλοντικού τους συζύγου
Τα μονοκοτυλήδονα / και τα δικοτυλήδονα / ανθίζανε στον κάμπο / σου το 'χαν πει στον κλήδονα / και σμίξαμε φιλήδονα /τα χείλη μας, Μαλάμω!
(Γιώργος Σεφέρης, Δημοτικό τραγούδι, από τη συλλογή Στροφή)


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 18 Ιουνίου 2015, αρ. φύλλου 793



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ