31.7.21

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Και να ‘χει η νέα μας χρονιά πιότερη καλοσύνη!...



«Ο Ιησούς, η ενσάρκωση της καλοσύνης», έγραφα τις προάλλες και στον νου μου καρφώθηκε η έννοια της καλοσύνης. Θυμήθηκα τη διακεκριμένη καθηγήτρια και πολιτικό πρόσωπο που, σε ομιλία μου, είπε πως οι αξίες αλλάζουν σε κάθε εποχή, ενώ εγώ υποστήριζα πως οι αξίες διαχρονικές και αιώνιες είναι∙ η αγάπη, η αλληλεγγύη, η εντιμότητα, η υπευθυνότητα, η συνέπεια, το φιλότιμο, η αυτογνωσία,… είναι ή δεν είναι από τις αξίες που ποτέ δεν ξεθωριάζουν, από τις αξίες που πάντοτε λάμπουν, από τις αξίες που στολίζουν πραγματικά όποιον τις διαθέτει;

Στις παραπάνω αξίες θα μπορούσε να προσθέσει κανείς και μια νεότερη αξία, την ενσυναίσθηση. Μα είναι στ’ αλήθεια καινούρια η ενσυναίσθηση; Για δες που απαντάει στον προβληματισμό μου αυτόματα ο υπολογιστής μου, που κοκκινίζει τη λέξη, καθώς δεν την αναγνωρίζει. Όμως, η ενσυναίσθηση, καινούρια ως λέξη, κατά τη γνώμη μου δεν είναι άλλη από την ανθρωπιά και την καλοσύνη, πασίγνωστες από πολύ παλιά! Ως λέξεις τουλάχιστον τις γνωρίζουν όλοι. Ως αρετές ίσως να τις γνωρίζουν καλύτερα όσοι ζουν πλάι σε αυτούς που τις διαθέτουν, καθώς απολαμβάνουν τους καρπούς τους. 

Λιγότερο καλά τις αναγνωρίζουν εκείνοι που τις διαθέτουν, πολύ λιγότερο από τους γύρω τους και αυτό είναι το μεγαλείο τους! Γιατί οι ίδιοι πράττουν απλά κατά πώς λέει η καρδιά τους, θεωρούν την καλοσύνη και την ανθρωπιά αυτονόητες και δεδομένες, χωρίς καθόλου να είναι τέτοιες. Αλλιώς, γιατί ο Διογένης να τριγυρνούσε με το φανάρι του, λέγοντας εκείνο το αξέχαστο «Άνθρωπον ζητώ»; 

Η ανθρωπιά κι η καλοσύνη, άρα, κατά τη γνώμη μου κι η ενσυναίσθηση, πανάρχαιες αξίες είναι κι έχουν τη ρίζα τους στην αγάπη. Αν ζητούσαμε τον ορισμό τους, ακριβέστερα τον ορισμό της, αφού ένα και το αυτό είναι και οι τρεις τους, θα απαντούσα με τα λόγια του Χριστού: «Και καθώς θέλετε να πράττωσιν εις εσάς οι άνθρωποι, και σεις πράττετε ομοίως εις αυτούς. Είναι το αρχαίο «Ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσης». Τόσο απλά. Αυτό το τόσο απλό αν εφαρμόζεις στη ζωή σου, Άνθρωπος θα είσαι! Ο άνθρωπος που έψαχνε με αναμμένο το φανάρι του ο Διογένης. 

Προκύπτουν, όμως, κάποια επιπλέον ζητήματα. Πρώτο είναι το πώς αποκτιέται η καλοσύνη, άρα κι η ανθρωπιά κι η ενσυναίσθηση. Προσωπικά, έχω καταλάβει πως λιγότερο κληρονομούνται μέσω του DNA, περισσότερο αποκτιούνται από το οικογενειακό περιβάλλον. Όπως μάλιστα λένε οι ειδικοί, η επίδραση του περιβάλλοντος γίνεται ένα είδος DNA για τον εκκολαπτόμενο άνθρωπο. «Όταν νόμιζες πως δε σε κοιτούσα, σε έβλεπα να μοιράζεις στους άλλους την αγάπη σου», λέει το παιδί στον γονιό του, επιβεβαιώνοντας πως το παράδειγμά του είναι το δυνατότερο μάθημα, το μάθημα που διαμορφώνει το παιδί περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Τελεία και παύλα. Όσο περισσότεροι γονείς το καταλάβουν τόσο περισσότερες οι ελπίδες μας για μια καλύτερη κοινωνία, ζητούμενο των καιρών, επείγον μάλιστα.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι πως κανείς ή σχεδόν κανείς κακός θεωρεί εαυτόν τέτοιο άνθρωπο. Όλοι καλοί πιστεύουν πως είναι. Τους ακούς να παρουσιάζουν τους εαυτούς τους σαν καλούς, χωρίς να ισχύει κάτι τέτοιο. Άραγε στ’ αλήθεια έχουν αυτή την πεποίθηση ή ψεύδονται, ποιος μπορεί να ξέρει; Πάντως, στις συζητήσεις όλοι οι καλύτεροι στον χώρο μας είμαστε. Αλλά τότε γιατί η γενική κατάσταση δε βελτιώνεται, αλλά φαίνεται πως πάμε από το κακό στο χειρότερο;

Τρίτο και τελευταίο, για την ώρα, πρόβλημα είναι πόσοι είναι οι αληθινά καλοί άνθρωποι επάνω στη γη. (Βεβαίως, επειδή δεν πιστεύω πως οι άνθρωποι χωρίζονται σε ολότελα καλούς και ολότελα κακούς, αναφέρομαι σε ανθρώπους όπου κυριαρχεί το καλό και το αντίθετο). Εδώ την απάντηση τη δίνει ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός, με πραγματικά συγκλονιστικό τρόπο στο έργο του «Η Γυναίκα της Ζάκυθος», που αρχίζει ακριβώς έτσι: 
1. Εγώ Διονύσιος Ιερομόναχος, εγκάτοικος στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου, για να περιγράψω ό,τι στοχάζουμαι λέγω: 
2. Ό,τι εγύριζα από το μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου, όπου είχα πάει για να μιλήσω με έναν καλόγερο για κάτι υπόθεσες ψυχικές. 
3. Και ήτανε καλοκαίρι, και ήταν ή ώρα οπού θολώνουνε τα νερά, και είχα φθάσει στα Τρία Πηγάδια, και ήταν εκεί τριγύρου ή γη όλο νερά, γιατί πάνε οι γυναίκες και συχνοβγάνουνε. 
4. Εσταμάτησα σε ένα από τα Τρία Πηγάδια, και απιθώνοντας τα χέρια μου στο φιλιατρό του πηγαδιού έσκυψα να ιδώ αν ήτουν πολύ νερό. 
5. Και το είδα ως τη μέση γιομάτο και είπα: Δόξα σοι ο Θεός. 
6. Γλυκιά η δροσιά που στέρνει για τα σπλάχνα του ανθρώπου το καλοκαίρι, μεγάλα τα έργα του και μεγάλη ή αφχαριστία του άνθρώπου. 
7. Και οι δίκαιοι κατά τη Θεία Γραφή πόσοι είναι; Και συλλογίζοντας αυτό επαίξανε τα μάτια μου στα χέρια μου οπού ήτανε απιθωμένα στο φιλιατρό. 
8. Και θέλοντας να μετρήσω με τα δάχτυλα τους δίκαιους, ασήκωσα από το φιλιατρό το χέρι μου το ζερβί, και κοιτώντας τα δάχτυλα του δεξιού είπα: Τάχα να είναι πολλά; 
9. Και αρχίνησα και εσύγκρενα τον αριθμό των δικαίων οπού εγνώριζα με αυτά τα πέντε δάχτυλα, και βρίσκοντας πως ετούτα επερισσεύανε ελιγόστεψα το δάχτυλο το λιανό, κρύβοντας το ανάμεσα στο φιλιατρό και στην απαλάμη μου. 
10. Και έστεκα και εθεωρούσα τα τέσσερα δάχτυλα για πολλή ώρα, και αιστάνθηκα μεγάλη λαχτάρα, γιατί είδα πως ήμουνα στενεμένος να λιγοστέψω, και κοντά στο λιανό μου δάχτυλο, έβαλα το σιμοτινό του στην ίδια θέση. 
11. Εμνέσκανε το λοιπόν αποκάτου από τα μάτια μου τα τρία δάχτυλα μοναχά, και τα εχτυπούσα ανήσυχα απάνου στο φιλιατρό για να βοηθήσω το νου μου να εύρει κάνε τρεις δίκαιους. 
12. Αλλά επειδή αρχινήσανε τα σωθικά μου να τρέμουνε σαν τη θάλασσα που δεν ησυχάζει ποτέ, 
13. ασήκωσα τα τρία μου έρμα δάχτυλα και έκαμα το σταυρό μου. 
14. Έπειτα θέλοντας να αριθμήσω τους άδικους, έχωσα το ένα χέρι μες στην τσέπη του ράσου μου και το άλλο ανάμεσα στο ζωνάρι μου, γιατί εκατάλαβα, αλίμονον! πως τα δάχτυλα δεν εχρειαζόντανε ολότελα. 
15. Και ο νους μου εζαλίστηκε από το μεγάλον αριθμό· όμως με παρηγορούσε το να βλέπω πως καθένας κάτι καλό είχε απάνου του. Και άκουσα ένα γέλιο φοβερό μες στο πηγάδι και είδα προβαλμένα δύο κέρατα. 
16. Και μου ήρθε στο νου μου περσότερο από όλους αυτούς ή γυναίκα της Ζάκυνθος, η οποία πολεμάει να βλάφτει τους άλλους με τη γλώσσα και με τα έργατα, και ήταν έχθρισσα θανάσιμη του έθνους […].

Και, καθώς βρισκόμαστε στην αρχή του 2021, ας ευχηθούμε να πληθύνουν οι κατά τον Διονύσιο Σολωμό «δίκαιοι», οι κατά εμάς οι καλοί, μέσα στη νέα χρονιά, πράγμα που περιμένουμε μετά τη φοβερή δοκιμασία της ανθρωπότητας από την πανδημία όλοι όσοι πιστεύουμε πως οι δοκιμασίες στη βελτίωσή μας αποσκοπούν. Μόνο που δεν αρκεί το να ευχηθούμε να περισσέψει η καλοσύνη επάνω στην ταλαιπωρημένη μας γη, αλλά απαιτείται, όχι να παλέψουμε, αλλά να παλεύουμε διαρκώς για τον ιερό αυτόν σκοπό, στον οποίο πρέπει και να αφοσιωθούμε. Και μακάρι αυτό που ευχόμαστε να το δούμε και να συμβαίνει!... 

ΥΓ: «Δύο είναι οι δρόμοι που σε κρατούν μακριά από το κακό, όταν αυτό θριαμβεύει γύρω σου. Ο ένας είναι ο δρόμος της πίστης: ο Θεός δε μας επιτρέπει να συμμετέχουμε σ’ αυτό το κακό, ακόμα κι όταν το επιτάσσουν οι κοινωνικές νόρμες (η κρίσιμη φράση εδώ ανήκει στον Ιβάν Καραμάζοφ: «Εφόσον δεν υπάρχει Θεός, τότε όλα επιτρέπονται»). Ο δεύτερος είναι ο δρόμος μιας βιωματικής ανθρωπινότητας, που αγνοεί τον Θεό, κρατώντας την παραδοχή ότι η ζωή σε όλες της τις εκφάνσεις είναι το κέντρο της ηθικής λογοδοσίας μας, άρα και το μέτρο της όποιας νοηματοδοσίας: η ιερή ζωή των άλλων είναι η εκπλήρωση της δικής μας ζωής […]» 
Θανάσης Τριαρίδης, εφ. Καθημερινή


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 4 Φεβρουαρίου 2021, αρ. φύλλου 1066

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ