4.7.21

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Μουσικής (21 Ιουνίου)


Στον μεγάλο μας Γιάννη Βλαχογιάννη...

Επιμέλεια Σόνιας Ευθυμιάδου-Παπασταύρου

Πρωτοτράγουδο 

Μεγάλη ήταν η ώρα κι η στιγμή, που το περήφανο τραγούδι βγήκε στον αέρα, δειλό πρώτα σαν τ' άπλερο πουλί, κι έκαμε φτερά και πέταξε ύστερα.
Όμως αυτό δεν ήτανε τραγούδι, ήταν αντρίκειο μοιρολόγι, πιο πικρό από κάθε άλλο μοιρολόγι· κι έσφιγγε την καρδιά, και το δάκρυ αίμα το ‘κανε να τρέχει. Οϊμέ! και κείνη η ολοΰστερη κραυγή του πόνου, που ακολουθεί του στίχου το βαθύ καημό, πώς έσφαζε! Οϊμέ!
Μεγάλη ήταν η ώρα κι η στιγμή, που βγήκε το πρωτόπλαστο τραγούδι απ’ το καλύβι στο χωριό, και πέταξε κι απλώθηκε τριγύρω και μακριά, μακριά! Πόνος τρανός, θανάτου απελπισιά, φοβέρα μαύρη πλάκωσε το χωριό από την αυγή χαράζοντας, που έφτασε το φριχτό χαμπέρι με τον αγωγιάτη από τα Γιάννινα κι έλεγε του Καπετάνου το χαμό. Α, τάχα να μην ήταν αληθινό τέτοιο άκουσμα! Μα ο πεζοδρόμος που ροβόλησε ύστερα κρυφοστελμένος, κι ο ταξιδιώτης ο περαστικός το λόγο το φαρμακωμένο στέριωσαν, κι έδιωξαν κάθ' ελπίδα.
Νύχτα· σκοτάδι στο καλύβι. Γύρω στη μισόσβηστη γωνιά, του Καπετάνου οι ορφανοί συντρόφοι, νιοι γερόντοι, κάθονται σταυροπόδι αμίλητοι. Πόσα δεν είπαν ολημέρα! Και τώρα καθένας έχει με τον πόνο του κρυφή μιλιά κι αμάχη. Τα περασμένα τα όμορφα, τα πανηγύρια των πολέμων, τραβούν το λογισμό τους, μόνο για μια στιγμή· μ’ αυτός γυρίζει πάντα στο θάνατο του Καπετάνου, κι όλο τα ίδια, μονότονα, σπαραχτικά τους μολογάει. Με προδοσιά, μονάχο τονέ βρήκαν και τον έπιασαν, τον άμοιρο. Χώρι' από των παλικαριών του κάθε συντροφιά. Κι έτσι δεμένον, καβάλα τονέ πήγανε στα Γιάννινα. Μερόνυχτο περπάτησαν, χωρίς και να τον κατεβάσουν από τ’ άλογο, για μια στιγμή. Οϊμέ! Ο Κλέφτης, ναι, με προδοσιά πάντα του είναι γραμμένο να χαθεί· μα τέτοια μοίρα ποιος νους να τη χωρέσει; Οϊμέ!
Άξαφνα, μες στο σκοτάδι, και στη σιωπή τη σκοτεινή, ένας απ’ τους συντρόφους σείστηκε, βόγκησε βαθιά· έσκυψε κατά τη φωτιά, να κρύψει θέλησε την ταραχή του· μα ένα πνιγμένο κλάμα βγήκε από τα στήθια του. Όλοι ανατρίχιασαν. Ο ίδιος ο Καπετάνος έκλαιγε με το κλάμα του συντρόφου.
- «Τούρκοι, βαστάτε τ' άλογο... λίγο να ξαποστάσω...» έλεγε η φωνή. Κι άλλη ύστερα ακολούθησε·
- «Να χαιρετήσω τα βουνά... Οϊμέ!»
Έτσι, σιγά σιγά, του Κατσαντώνη το τραγούδι το περήφανο, με το σπαραχτικό του τσάκισμα σα σπάσιμο καρδιάς, γεννιότανε, για να μην πεθάνει πια.
 
-Σημ. του συγγραφέα: Κοίταξε στο παράδειγμα τούτο πως βγαίνουν από την ψυχή του λαού τα τραγούδια―και γι’ αυτό είναι τόσο όμορφα κι αληθινά μαζί. Τα τραγούδι του Κατσαντώνη είναι ακόμα ένα από τα πιο αγαπημένα του λαού μας και τ' ακούει κανείς να τραγουδιέται και να παίζεται όχι μονάχα από τα βιολιά, μα κι ακόμα από τις λατέρνες στην Αθήνα και σε κάθε πόλη ελληνική.

Τα μνήματα

Περνάτε μ’ αλαφρή καρδιά τ’ άγριο λαγκάδι τώρα, ξένοι και χωριανοί. Μη σας φοβίζει πια η μοναξιά του κ’ η κακοτοπιά. Και τα στερνά του τ’ άβατα, λημέρια των κακών, χαρούμενα θα σας δεχτούνε. Και κάποιοι τάφοι που τους σβύσανε τα χρόνια, και τ’ όνομά τους μόνο αφήσανε θυμητικό, την κρύα ιστορία τους θα σας πούνε.
-Παίξε το, εσύ, βοσκέ μου, τώρα το καλάμι σου. Και πες και το τραγούδι σου τ’ αρμονικό.
Ψηλά, στου βράχου το γυμνό το φρύδι, αντίκρυ από το δρόμο τον τριγυριστό, βαρούσε τη φλογέρα το βοσκόπουλο. Βαρούσε τη φλογέρα του και τραγουδούσε. Κ’ έλεγε το τραγούδι το γλυκό, για την αγάπη που αγαπούσε. Το τραγούδι το ήμερο, τ’ αγαλινό, για της καρδιάς τους πόνους. Πώς ανταμώνει η βοσκοπούλα στο μονοπάτι το βοσκό, το γλυκοχάραμα. Και πώς του τάζει το φιλί, μα ακόμα δεν το δίνει.
-Πες το, βοσκέ μου, εσύ το γλυκοτράγουδό σου. Παίξε και τη μαγεύτρα τη φλογέρα σου.
Κ’ εκεί που αγνάντευε ο βοσκός και τραγουδούσε, πρόβαινε ξέθαρρη μια συνοδιά∙ των Τούρκων σύσμιχτο έν’ ασκέρι, πολυθόρυβο, προχωρούσε να περάση. Κ’ εκεί τα παληκάρια τούς κρατούσαν το στενό. Και με ντουφέκια τούς ριχτήκαν και σπαθιά.
-Πες το, βοσκέ λεβέντη, τώρα το τραγούδι σου τ’ αντρίκιο, όχι το ερωτικό. Πώς σηκώνανε κεφάλι πες οι ταπεινοί κ’ οι σκλάβοι. Και πώς πέσανε στους αφεντάδες τους παλιούς σαν τα θεριά, με λύσσα. Πες και το πρώτο συναπάντημά τους, το ματωμένο και το βροντερό. Το καλότυχο και βλογημένο. Κ’ έπειτα, το γαλήνεμα των τάφων πες, τ’ αναπαυτικό. Και την τρομάρα των μνημάτων, που κι’ αυτή θα σβήση έναν καιρό, τραγούδησε. Και κάμε αθάνατα τα μνήματα με τη λαλιά σου. Κι’ άναψε φλόγα στις καρδιές που θα σ’ ακούσουν. Κ’ ύστερα, πάψε το τραγούδι το παληκαρίσιο σου. Και πέταξε και τη φλογέρα σου μακρυά. Και το τουφέκι πιάσε. Και πιάσε το σπαθί. 

-Σημ. του συγγραφέα: Υπάρχει παράδοση για τον Αγωνιστή Γιάννο Κλίμακα, που βοσκόπουλο αγνάντευε από ψηλά τους Κλέφτες να χτυπάνε Τούρκους περαστικούς κάπου στα βουνά της Αττικής. Το βοσκόπουλο, αθώο, δεν κρύφθηκε από φόβο, με όλο που κιντύνευε η ζωή του, αφού ήτανε μάρτυρας αυτής της σκηνής, αλλά παρουσιάστηκε στον καπετάνο και ζήτησε να μπη στη δούλεψή του. Αυτά λίγο πριν από το Εικοσιένα. 

 Από το βιβλίο του «Μεγάλα χρόνια»


Σημ. επιμ: Αξιοποίησα την Παγκόσμια Ημέρα Μουσικής, 21/6, για να μνημονεύσω έναν μεγάλο Έλληνα που αγωνίστηκε το 1821 και με την πένα του, τον Γιάννη Βλαχογιάννη. Δύο εξηγήσεις:
-Διάλεξα την Ημέρα της Μουσικής, καθώς η μουσική έπαιξε τεράστιο ρόλο στην Επανάσταση. Όχι μόνο γιατί χορεύοντας οι αγωνιστές εξέφραζαν τη χαρά της νίκης, όχι μόνο γιατί στα δημοτικά μας τραγούδια αποτυπώθηκαν με ακρίβεια τα κατορθώματα των ηρώων μας, αλλά κυρίως επειδή τα τραγούδια εμψύχωναν τους μαχητές και τους οδηγούσαν στους ηρωισμούς και τα κατορθώματά τους.
-Χάρη στον μεγάλο αυτόν Έλληνα, το ξέρουμε όλοι, πως έχουμε στα χέρια μας τα Απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη, που μέσα σ’ έναν τενεκέ που πηγαινοερχόταν από το ένα στο άλλο μέρος, προκειμένου να τα καταφέρουν να σωθούν, καθώς πολλούς δεν τους συνέφερε κάτι τέτοιο. Δεκαεφτά ολόκληρους μήνες χρειάστηκε ο Γ.Βλαχογιάννης «για να το ξεδιαλύνει, να το αποκρυπτογραφήσει θα ‘πρεπε να πούμε, και να το αντιγράψει». Αυτό που πολλοί δεν ξέρουμε είναι πως με το ίδιο πάθος δούλεψε και για να μπορούμε να διαβάζουμε σήμερα τα Στρατιωτικά Ενθυμήματα του 1821 που έγραψε ο καταγόμενος από το Πισοδέρι της Φλώρινας Νικόλαος Κασομούλης, που ανήκουν στις σημαντικότερες πηγές της Επανάστασης και αποτελούν μνημείο της Ελληνικής Ιστορίας.  Το Γένος μας του χρωστά αιώνια ευγνωμοσύνη! 

Σόνια Ευθυμιάδου-Παπασταύρου


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 24 Ιουνίου 2021, αρ. φύλλου 1085.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ