5.1.22

Ο Γιάννης Φαρμάκης ως ήρωας και ως Φιλικός



Του Γιάννη Ζήρα
Επιμέλεια: Σόνια Ευθυμιάδου Παπασταύρου

Τις άγιες τούτες ημέρες, αθέλητα η σκέψη του καθενός στρέφεται ευλαβικά σ’ εκείνους που μας εχάρισαν με το τίμιο τους αίμα τη λευτεργιά κι έγιναν τ’ ατίμητο γεφύρι, για να περάσουμε εμείς οι κατοπινοί από το πηχτό σκοτάδι στο θαμπωτικό το φως. Αλήθεια! Πόσα ονόματα ηρώων και ξεχωριστά Μακεδόνων δεν έγιναν σύμβολα κι αστέρια αστραφτερά που ως τα σήμερα φεγγοβολούν σπάταλα στο εθνικό μας στερέωμα; 

Γιαννάκης Φαρμάκης, Γεώργιος Παπαζώλης, Γεώργιος Λασσάνης, Εμμανουήλ Παπάς, Γιωργάκης Ολύμπιος, Νικοτσάρας, Γάτσος, Καρατάσος. Και δεν είναι μόνον αυτοί. Είναι κι άλλοι αμέτρητοι ήρωες, γιατί, όπως ξέρουμε από την Ιστορία, τους θρύλους και τις παραδόσεις, κάθε πολιτεία, κάθε χωριό, κάθε περιοχή της Μακεδονίας είχε τους δικούς της ημίθεους, που έχυσαν το αίμα τους για τη λευτεργιά, μετέχοντας στον ιερό αγώνα του 21, είτε προεπαναστατικά ανοίγοντας την μεγάλη Λεωφόρο για να περάσει η λευτεργιά, είτε κατά την διάρκεια της επανάστασης, είτε μεταεπαναστατικά, για να θεμελιώσουν το μικρό εκείνο κομμάτι της γης που, ύστερα από αγώνες σκληρούς και θυσίες απροσμέτρητες, κατώρθωσαν να ξεγαντζώνουν από τα σουβλερά νύχια του κατακτητή.

Μια από τις πρώτες θέσεις των μελών Μακεδόνων Αγωνιστών κατέχει κι ο Γιαννάκης Φαρμάκης, από το ιστορικό και φημισμένο Μπλάτσι, που σ’ αυτό είδε το πρώτο φως στα 1789. Δεν πρόκειται να βιογραφήσουμε τον ατρόμητο αυτόν Μακεδόνα, τον σοφό στη γνώσι, τον τεχνίτη στο σπαθί και στο ντουφέκι, τον Μεγάλο Πατριώτη. Αλλά θα τον κυττάξουμε ως ήρωα και ως Φιλικό, που, αν δεν είναι ο εμπνευστής της Μεγάλης ιδέας της ιδρύσεως της Φιλικής Εταιρίας, είναι όμως χωρίς αμφιβολία ο πρωτεργάτης της και ένας από τους πέντε-δέκα οργανωτές της. Ο πατέρας του Γιαννάκη, Γιώργης Φαρμάκης, ήταν ονομαστός κτηνοτρόφος. Τα πλούτη του όμως δεν μπόρεσε να τα κρατήσει ως το τέλος για να τα δώσει στον αγώνα, όπως είχεν αποφασίσει. Κι αυτό γιατί, για να γλιτώσει από το μαχαίρι του Αλή πασά, πήρε τις δυο του θυγατέρες και τα τρία του αγόρια και πέρασε στη Σερβία, αφίνοντας έρμο το βιος του. 

Ο Γιαννάκης Φαρμάκης ήταν το στερνοπούλι του πατέρα του. Κι από το Βελιγράδι, εικοσάχρονο παλλικάρι, άρχισε τη δράσι του, μια δράσι Εθνική γύρω από τον μεγάλο καϋμό του, το ξεσκλάβωμα της Πατρίδας του. Εκεί συνάντησε τον Νικοτσάρα και τον Γιωργάκη Ολύμπιο, που τους είχε καλέσει ο Καραγιώργεβιτς να τον βοηθήσουν στην καταστολή μιας τοπικής επανάστασης και συνδέθηκε μαζί τους, κάνοντας διάφορα σχέδια για το μεγάλο ξεσήκωμα της ρωμηοσύνης, που όλο το σκέφτονταν το άξιο παλλικάρι, πολύ πριν συλληφθεί η ιδέα της Επανάστασης του 21.Μόλις όμως κηρύχτηκεν ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος, έσπευσε στη Ρωσία και δόθηκε ολόψυχα στους Ρώσους, πιστεύοντας πως ο πόλεμος αυτός θα εβοηθούσε τα σχέδια του για τη λευτεργιά. Η παλλικαριά του, η σωφροσύνη του κι οι πολύτιμες υπηρεσίες που πρόσφερε εκτιμήθηκαν όπως έπρεπε, γι’ αυτό, ύστερα από λίγο καιρό, τον βρίσκουμε χιλίαρχο στον ρούσικο στρατό, που ήταν ένας από τους ανώτατους βαθμούς της στρατιωτικής ιεραρχίας στη Ρωσία. Και τον βαθμό αυτόν τον διατήρησε και ύστερα από τον Ρωσο-τουρκικό πόλεμο. Τον καιρό του, εκείνη την εποχή, τον εμοίραζε στις δυο μεγάλες ρούσικες πολιτείες, στη Μόσχα και στην Οδησσό, όπου το πολυάριθμο ελληνικό στοιχείο τον ελάτρευε.

Στην Οδησσό, περί τα μέσα του 1817, άρχισε να κινείται για πρώτη φορά η αρτισύστατη μυστική οργάνωσι, που απεκλήθη Φιλική Εταιρία. Μα στα πρώτα βήματά της ήσαν κάπως άσταθμη κι αυτό γιατί και ελάχιστα ήσαν τα μέλη της και τα σχέδιά της, μόλις άρχιζαν να παίρνουν συγκεκριμένη μορφή και να κατασταλάζουν σε ωρισμένα συμπεράσματα. Τα πρώτα μέλη της Φιλικής Εταιρίας ήσαν στα 1817 γύρω στα 12 κι όλα κινούνταν μέσα στα σύνορα της ρούσικης επικράτειας. Κι ήσαν οι πρώτοι Φιλικοί Έλληνες έμποροι στη Ρωσία, όπως ο Νικόλας Σκουφάς, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, ο Εμμανουήλ Ξάνθος, οι αδελφοί Αθανάσιος και Παναγιώτης Σέκερης, Μάνθος Ριζάρης, ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, ο Αντώνης Κομψόπουλος και μερικοί άλλοι ακόμη.

Ο Γιαννάκης Φαρμάκης, έχοντας την πείρα του μεγάλου οπλαρχηγού και πλαισιούμενος από την αίγλη του ανώτατου αξιωματικού του Ρούσικου Στρατού, ήταν επόμενο να προσελκύσει την προσοχή των Φιλικών, οι οποίοι άρχισαν να παρακολουθούν τις κινήσεις του και να συγκεντρώνουν πληροφορίες γύρω από την προσωπικότητά του. Κατόπιν τον επλησίασαν από κοντά για να του εξηγήσουν τους σκοπούς της Φιλικής Εταιρίας και να τον καλέσουν να τιμήσει την Εταιρία, συμμετέχοντας σ’ αυτήν ενεργά. Ο Φαρμάκης, μόλις άκουσε την κεντρική γραμμή της όλης δράσεως της Φιλικής Εταιρίας, ηλεκτρίστηκε σύγκορμος και με χαρά του δέχτηκε να γίνει μέλος της. Την κατήχησί του την έκαμαν ο Σκουφάς κι ο Αναγνωστόπουλος, η δε μύησίς του έγινε την 2αν Αυγούστου 1817.

Ο Κώδικας των Φιλικών αναφέρει τα παρακάτω για τη μύησί του: «Μπίρμπασις Καπετάν Ιωάννης Φαρμάκης εκ Πατρίδας της Επαρχίας Σισιανουπόλεως εκ της κώμης Μπλάτζι, χρηματίσας εκεί Εξουσιαστής και Διοικητής της Πολεμικής και της Πολιτικής, χρόνων 45, δια καθοδηγουμένου κυρ Νικηφόρου.

Εν Μόσχα τη 2 Απριλίου 1817 Τόσος ήταν ο ζήλος του Γιαννάκη Φαρμάκη στα καθήκοντα του Φιλικού και τόσο πολύτιμες οι υπηρεσίες που πρόσφερε στη Φιλική Εταιρία που πολύ γλήγορα προήχθη στον βαθμό του Αρχηγού των «Αφιερωμένων». Ο Φαρμάκης, με την σειράν του κι αυτός, εμύησε πολλές προσωπικότητες, που ξεπέρασαν τις εκατό. Μεταξύ αυτών ήσαν: ο κατόπιν τραγικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, που ήταν τότε Αρχιεπίσκοπος των Σερρών, πλην όμως βρισκόταν εξόριστος στο Άγιο όρος, ο αγνός πατριώτης Επίσκοπος Αρδαμερίου Ιγνάτιος, οι μεγαλέμποροι Κύρος ή Κυριάκος Κούμπαρης, ο Αστέριος Σκανδάλης από την περιοχή Αγράφων, καθώς και πολλοί άλλοι Μακεδόνες. Ας σημειωθεί ότι όλοι οι Μεγάλοι άνδρες της Μακεδονίας και ιδιαίτερα τςη Δυτικής ήσαν ενεργά μέλη της Φιλικής Εταιρίας και υπερέβαιναν τους τετρακοσίους. 

Ο Φαρμάκης την προεργασία αυτήν των μυήσεων την έκανε με κίνδυνο της ζωής του. Ορμητήριό του είχε την Οδησσό κι από κει ξεκινούσε για να μυήση τους σημαίνοντες Έλληνες στη Φιλική Εταιρία. Και τριγυρνούσεν παντού ο ακούραστος Φαρμάκης για την επιτυχία του σκοπού του. Κωνσταντινούπολι, Μολδοβλαχία, Ήπειρο, Μακεδονία, Στερεά, Μωρηά και Νησιά, για να κατηχήσει τον κόσμο στη μεγάλη ιδέα της λευτεργιάς. Κι ήταν τόση η πειστικότητά του και τα φλογερά του λόγια που έλεγε που κανένας δεν αρνιόταν να γίνη μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι στις περιοδείες του αυτές ο Φαρμάκης ήταν πάντα μεταμφιεσμένος πότε σε παπά, πότε σε άξεστο χωρικό και πότε σε Τούρκο τιτλούχο. Μα ο κίνδυνος πάντα ήταν μεγάλος γιατί οι προδότες και οι πληρωμένοι πάντα καραδοκούσαν.

Για να καταδειχθεί η εκτίμησι που είχαν στον Γιαννάκη Φαρμάκη όλοι οι μεγάλοι καθοδηγητές του Αγώνα, παραθέτουμε ένα γράμμα προς αυτόν του Αλεξάνδρου Υψηλάντη, με το οποίον του διεβίβαζε γραπτές οδηγίες της Διοικήσεως της Φιλικής Εταιρίας, που λέει τούτα τα λόγια: «Κύριε Καπετάν Ιωάννη Φαρμάκη, λίαν μου αγαπητέ και περιπόθητε. Την τιμιότητά σου ακριβώς κατασπάζομαι. Τα γενναία σου φρονήματα, ο ένθερμος ζήλος προς την πατρίδα ημών, η αγχίνοιά σου και η αξιότη σου και τα κατά καιρούς ηρωικά σου επιχειρήματα, γνωστά όντα τοις κυρίοις και ελπίζοντες πολλά από το εντιμότατον υποκείμενόν σου, μοι ενεχείρησαν την παρούσαν προς την εντιμότητά σου, περικλεισμένην εν τω παρόντι μου φιλική επιστολήν δια να σοι την εξαποστείλω. Αναγνώσας την, λοιπόν, κατά την συνηθισμένην γενναιότητά σου και αξιότητά σου, βάλε εις πράξιν ταχέως και με προσοχήν όσα εν αυτή επιτάττονται να κάμης. Τα προς εμέ αδελφικά σου γράμματα θέλεις με τα κατευθύνεις δια του κοινού φίλου κ. Παναγιώτου Σέκερη. Εν τοσούτω μέσω κατασπαζόμενος σε και αύθις και επευχόμενος υγείαν και επιτυχίαν. Ο αγαπητός σου Αδελφός, Αλέξανδρος Υψηλάντης»

Ο Γιαννάκης Φαρμάκης, κατηχώντας τους Έλληνες στη μεγάλη ιδέα της λευτεργιάς και προετοιμάζοντας το μεγάλο ξεσήκωμα του 21, βρέθηκε στα 1820 στο Βελιγράδι για να ιδεί τους δικούς, που, όπως είπαμε, ήσαν εγκαταστημένοι εκεί και ακόμα για να συναντήσει μερικά εξέχοντα πρόσωπα που ήσαν απαραίτητα στον απελευθερωτικό αγώνα. Για κακή του όμως τύχη, πριν ακόμη τελειώσει τις δουλειές του, ξέσπασαν στη Σερβική πρωτεύουσα πολύ σοβαρές ταραχές. Από φόβο λοιπόν μη συλληφθεί και ζημιώσει την Φιλική Εταιρία, αναγκάστηκε να φύγει για την Μολδαυΐα, μια και τον εκαλούσαν να πάρει μέρος στην επανάστασι, που είχε φουντώσει εκεί επάνω. Προηγουμένως όμως εξασφάλισε τους γονείς του και τ’ αδέλφια του, στέλνοντάς τα στη Βιέννη.

Στη Μολδαυΐα ο Φαρμάκης μάζεψε τα παλλικάρια του κι όλους τους δικούς του και ετέθη επικεφαλής του κινήματος. Μαζί του είχε και τον Γιωργάκη Ολύμπιο και έδωσε σκληρές μάχες με τους Τούρκους. Ατυχώς όμως ο απελευθερωτικός του αγώνας επροδόθηκε και εστάλησαν εναντίον του 2000 Τούρκοι, οι οποίοι τον κατεδίωξαν μέχρις ότου τον ανάγκασαν να κλεισθεί στη Μονή Σέκκου. Εκεί ο Φαρμάκης με τα λιγοστά παλλικάρια που του είχαν απομείνει αντέταξε σθεναρή άμυνα, δεκατίζοντας συνεχώς τον εχθρό, που όλο ανανέωνε τις δυνάμεις του. Κι ενώ ετοιμάζονταν για μια ηρωική έξοδο, κατέφθασαν στο Μοναστήρι κι άλλες χιλιάδες Τούρκοι και το επολιόρκησαν ασφυχτικά. Εν τω μεταξύ όμως ετελείωσαν από την χούφταν εκείνην των ηρώων τα πυρομαχικά. Και τότε αναγκαστικά δέχτηκε να συνάψει έντιμη συνθήκη, που του πρότειναν οι Τούρκοι, αφού άλλη διέξοδος δεν υπήρχεν. Άλλως τε οι Φιλικοί του είχαν παραγγείλει οπωσδήποτε να εξασφαλίσει το κεφάλι το δικό του κατά πρώτο λόγο και των παλλικαριών του, γιατί κάθε θυσία στην περίστασι αυτή ήταν ανώφελη από το ένα μέρος και επιζήμια στον αγώνα από το άλλο.

Οι Τούρκοι όμως, ύπουλοι και δολοπλόκοι καθώς ήσαν πάντα, εποδοπάτησαν για μια φορά ακόμη την μπέσα που έδωσαν και συνέλαβαν όλους τους γενναίους εκείνους μαχητές. Και τα μεν παλλικάρια του Καπετάν Φαρμάκη τα εθανάτωσαν μόλις βγήκαν από το Μοναστήρι, τον ίδιο δε τον ωδήγησαν στην Κωνσταντινούπολι, όπου τον υπέβαλαν σε φριχτά βασανιστήρια, για να τον αναγκάσουν να κατονομάσει τους Φιλικούς και να φανερώσει τα μυστικά της ετοιμαζόμενης επανάστασης. Τελικά οι Τούρκοι, μια και ο Γιαννάκης Φαρμάκης δεν άνοιγε το στόμα του, τον έγδαραν ζωντανόν. Ύστερα το καταματωμένο κορμί του εθνικού ήρωα το μετέφεραν στον Γαλατά και το εξέθεσαν σε κοινή θέα. Επάνω από το σκήνωμά του εκρέμασαν μια επιγραφή που έλεγε: «Αυτός είναι ο γκιαούρ Γιαννάκης Φαρμάκης, το φίδι το κολοβό, που αναστάτωσε την Τουρκιά με τα φερσίματά του».

Ο τραγικός θάνατος του Καπετάν Φαρμάκη εβύθισε σε πένθος βαρύ ολόκληρη την Ελλάδα και ιδιαίτερα την πατρίδα του τη Δυτική Μακεδονία, που τον έκλαψε πικρά. Τέτοιοι όμως ήρωες ποτέ τους δεν πεθαίνουν, αλλά ζουν αιώνια μέσα στις ψυχές όλων μας. Και κλείνουμε τα λίγα τούτα λόγια με το παρακάτω τραγούδι, με το οποίο η λαϊκή μακεδονική μούσα παρέδωσε στην αθανασία τον Μπλατσιώτη Εθνικό ήρωα καπετάν Γιάννη Φαρμάκη:

Παίρνει ο Μάρτης δώδεκα 
κι Απρίλης δεκαπέντε
να βγουν οι τσελιγκάδες μας 
στα έρμα τα βουνά μας.
Πούσαι μπιλ, μπιλ Φαρμάκη μου, 
να πρέψεις στην πατρίδα σου,
να σε χορτάσουν οι λαγκαδιές, 
τα δάσια, τα ρουμάνια.
Σου κλαίουν όλα τα βουνά, 
σου κλαίει και το Μπλάτσι,
η έρημη πατρίδα σου, 
που μαύρα δάκρυα χύνει.
Πούσαι να βγουν τα λάγ’ αρνιά, 
με τ’ αργυρά κουδούνια,
να οι ραχούλες μας και τα ψηλά βουνά μας
κι αυτός ο έρμος πλάτανος 
με την κρυοβρυσούλα
π’ ολημερίς κι ολονυχτίς 
σε εδροσολογούσε.
Έννοια σου, Καπετάνιε μου. 
Της λευτεργιάς ο σπόρος
που με το αίμα σ’ πότισες γλήγορα 
θα φυτρώσει
και κάτ’ από τον ίσκιο του 
θα ειπούμε ένα τραγούδι,
που η λύπη κι η χαρά μαζί όμορφα 
θα το πλέξει.

Από το περιοδικό της Φλώρινας «Αριστοτέλης», 
τεύχος 14, Μάρτιος-Απρίλιος 1959.


Γεωργάκης Ολύμπιος (1772-1821) γεννημένος στο Λιβάδι Λάρισας, ήταν αρματολός, Φιλικός, αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης, από τους πιο άξιους συνεργάτες του Αλεξάνδρου Υψηλάντη κατά τον Αγώνα στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Σκοτώθηκε κατά την πολιορκία της Μονής Σέκκου από τους Τούρκους, όταν ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη, για να μην πέσουν, αυτός και οι σύντροφοί του, στα χέρια των Τούρκων.

* * *

Γιάννης Φαρμάκης πολεμά
ψηλά στο μοναστήρι

Ένα πουλάκι πέταξε 
στης Καστοριάς τα μέρη.
Είχε φόβο στα μάτια του, 
φόβο και στην καρδιά του.
Φορές-φορές εμίλαε 
μ’ ανθρώπινη κουβέντα.
-Σαν τ’ έχεις, βρε πουλάκι μου, 
και είσαι φοβισμένο;
Μην έγινε κάνας σεισμός, κάνα κακό μεγάλο;
-Δεν έγινε κάνας σεισμός, κάνα κακό μεγάλο.
Γιάννης Φαρμάκης πολεμά ψηλά 
στο μοναστήρι.
Έχει διακόσιους στο σπαθί, 
τους ίδιους στο ντουφέκι
κι οι Τούρκοι γύρω-γύρω του 
είναι δέκα χιλιάδες.
……………………………
-Γιάννη μου, άσε τ’ άρματα, 
άσε και τα σπαθιά σου,
του λέει σιγά ένας ξανθός 
κι ένας γαλανομάτης.
Γιάννη μου, πάρε τα παιδιά 
κι άει στο καλό να πάτε,
Βεζύρης και σουλτάνος μας 
όλα σ’ τα συχωρνάνε.
Κι ο Γιάννης πήρε τα παιδιά, 
βγήκε ‘π’ το μοναστήρι
κι εχάσαμε τον αρχηγό, 
τον Γιάννη τον Φαρμάκη,
που ‘ταν αητός και σταυραετός 
και πρώτος καπετάνιος
στον Όλυμπο, στην Καστοριά 
και στη Μακεδονία. 

Από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Δούφλια «Τα δημοτικά τραγούδια της Άνω Μακεδονίας» - το τραγούδι συνοδεύεται από την εξής ενδιαφέρουσα σημείωση:  «Αυτό το τραγούδι μου το είπε ο τραγουδιστής και κλαριντζής Μπούκος έναν Δεκαπενταύγουστο στη Βλάστη (1973), ένα χάραγμα που τον είχαμε προσκαλέσει στο τραπέζι μας για να μας πει κλέφτικους σκοπούς. Ήμασταν είκοσι νεολαίοι από τον Γέρμα». 


Φωτογραφία: Πέτερ φον Ες (1792-1871) "Ολοκαύτωμα μονής Σέκου" (λεπτομέρεια) 


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 15 Απριλίου 2021, αρ. φύλλου 1075.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ