Ο νοσταλγός είναι ένας ζωντανός-νεκρός.
Σα νεκρός επιστρέφει στον ομφάλιο τόπο —ή άνθρωπο— για να εμψυχωθεί.
Ζωντανεύει μόνο τόσο —όσο διαρκεί— αυτή η επάνοδος.
Είναι ζωντανός μόνο εκεί —ολόκληρος.
Ύστερα έχει πάνω του κάτι από τον Κάτω Κόσμο —την έλλειψη ανάσας, ζωής.
Όπως ο Λάζαρος.
Σκέφτομαι τον Απάνω και τον Κάτω Κόσμο του Νώντα Τσίγκα. Του Παζαριώτ'. “Ου Απάν' κι ου Κατ' ου Κόσμους” [1].
Σκέφτομαι που επέλεξε έναν νεκρό —ίσως αυτόν τον νοσταλγό— να μιλήσει για ό,τι ανεπιστρεπτί χάθηκε. “Έχω πεθάνει εδώ και πενήντα χρόνια” λέει.
Πεθαίνει, ίσως, κανείς μετρώντας τα χρόνια που απουσιάζει απ' όπου αγαπά.
“Ποιοι είναι οι αληθινοί νεκροί και ποιοι οι ζώντες; Μήπως ταυτίζεται με όσους έχουν από καιρό φύγει μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα; Όσους υποφέρουν κάτω από τα δεσμά της υποτιθέμενης ανάπτυξης και προόδου στις απάνθρωπες πόλεις που ζουν και επιστρέφουν στο χωριό σε μια απόπειρα καινούριας επαφής με τη γενέθλια γη, όπου σαν ξένοι πια αντιμετωπίζονται και τίποτα πλέον δεν μπορεί να δροσίσει την ψυχή τους εκεί;”
γράφει στο “Επίμετρο” και δεν είναι δυνατό να μην εισχωρήσει εδώ ο Σκουρογιάννης του Δημήτρη Χατζή και η τελευταία αρκούδα του Πίνδου μαζί του. Με την ίδια ακριβώς απελπισία απέναντι στον οδοστρωτήρα που συντελέστηκε και ρήμαξε την ελληνική υπαίθρο αλλά και όπου θριάμβευε σιωπηλά —και ανυπεράσπιστα— η ωραιότητα του πηλού, του μάρμαρου, της ακακίας, του πλάτανου, του χωματόδρομου. Με την ίδια απόγνωση.
Πεθαίνει κανείς κι όταν χάνει τη γλώσσα την ομφάλια. Εδώ, το ιδίωμα του Βογατσικού, που ανασταίνεται μέσα στις σελίδες του Τσίγκα, που' ναι σκωπτικό και ατόφιο την ίδια ώρα, όπως ο λόγος ο Κοινός με όλη την τραχύτητα, την ευτολμία, την ευστοχία του, την ειλικρίνειά του. Τίποτα δεν περισσεύει. Όλα λέγονται σα να αρμολογείται σπίτι που πρέπει να στεριώσει. Κι ο αρμός είναι αυτός. Οικείος, ομφάλιος, έμφυτος. Αυλάκι που χύνεται νερό.
Αυτή η ομφάλια γλώσσα —ένα αλώνι νοσταλγίας η καθημερινότητα— όπου δεν την ακούς, δεν τη μιλάς, δεν έχεις καμία δύναμη να τη διασώσεις. Γι' αυτό τη γράφει. Να επιστρέψει εκεί όπου δεν μπορείς πια να επιστρέψεις. Να ζωντανέψεις ανθρώπους, στιγμές, τον ίδιο τον χρόνο. Αδύνατο ασφαλώς. Εκ προοιμίου μάταιο. Όμως τον ξορκίζεις όπως μπορείς. Η καταγραφή είναι ένα αδιαπραγμάτευτο ξόρκι. Ο τρόπος —αυτό το “καν'” του τίτλου— είναι ένα περιγέλασμα, έστω και δονκιχωτικό. Όπως βγάζαν τη γλώσσα τους τα παιδιά να κοροϊδέψουν. Όπως δε θα πάψουν να τη βγάζουν.
Καμία πολιτεία δε μένει η ίδια, έγραψε ο Κοψίδης για την Ξάνθη στον Ζυγό.
“Δεν είναι εύκολο να μιλήσης για μια πόλη.
Κάθε μέρα που έρχεται και φεύγει κάτι της αλλάζει.
Μεταμορφώνεται το πρόσωπό της ανεπαίσθητα”
Ίδια δε θα τη βρεις ποτέ.
Νεκρός είναι ο απόμακρος.
Νεκρός γίνεται επειδή ό,τι ήξερε ως πράμα χειροπιαστό έχει νεκρωθεί.
“Αργότερα ήμουν πάλι μόνος μου και με φυσούσε εκείνος ο αέρας που έχουμε πει.
Κι ήταν κι ο ήλιος για τα καλά κρυμμένος μέσα στα σύννεφα τα μαύρα. Κλαίνε δεν κλαίνε οι πεθαμένοι, εμένα μου' ρθε και το' κανα. Σαν καταπράυνε το πράγμα κατέβηκα στη γειτονιά μας.
Μόνι του σπίτ' βαστούσιν ακόμα”
Νώντας Τσίγκας
“Μα η πρόοδος, θεότητα με κασμά ανά χείρας, κα τι δεν σου έχει φέρει... Να χτίσω έναν τοίχο θάθελα, ολόγυρά σου. Τα φτηνά της “προόδου” να μην μπορούν να εισέλθουν. Τα θηρία που γύρωθεν ουρλιάζουν να μην περνάνε τον φυλακτήριο τοίχο σου, οι κραυγές των τριόδων να μην σε φτάνουν. Μακρυά σου νάναι το τέρας που ραμφίζει τους διαβάτες”
Ράλλης Κοψίδης, Περί Ξάνθης,
περιοδικό Ζυγός
Η κατάβαση από τον Κάτω στον Απάνω περατώθηκε. Ο νοσταλγός επέστρεψε, έστω κι αν χρειάστηκε ολόκληρος Αρχάγγελος Μιχαήλ να επιστρατευθεί γι' αυτό. Η ανάβαση επίσης.
Επιστρέφει στον Κάτω, όπου Κάτω είναι ο τόπος της νοσταλγίας.
Εδεμικός και αυτός.
Εκεί όπου διαφυλάσσει ακέραια τη μνήμη. Εκεί όπου του επιτρέπεται να νοσταλγεί ελεύθερα και κάποτε γέφυρες να στήνει λαθραίες, επιστροφής, όπως το έγραψε ο Θωμάς Τσαλαπάτης [2] για την ποίηση της Μέλπως Αξιώτη:
“Η ποίηση δεν αποτέλεσε απλά έναν τρόπο έκφρασης, παραμυθίας, ή φυγής, αλλά πολύ περισσότερο έναν τρόπο ενάντια στη λήθη. Περιγράφοντας την ανάμνηση η ποιήτρια δεν περιορίζεται στην αναπόληση. Η γλώσσα και η χρήση της δεν είναι απλά νοσταλγία, είναι πολύ περισσότερο επιστροφή. [...]
Το ποίημα γίνεται το λαθραίο μονοπάτι προς το παρελθόν, την αθωότητα, την ταυτότητα. Και η ίδια η ποίηση λαθρεπιβάτης στην νομιμότητα της γλώσσας, επαναπατρισμός στον χρόνο και γέφυρα προς το καινούργιο”
[1] Τσίγκας Νώντας, Ου Απάν' κι ου Κάτ' ου Κόσμους (Ιστουρία φόβια αλλά καν' πένθιμ'), Σύνδεσμος Βογατσιωτών Θεσσαλονικής “Ο Άγιος Κώνσταντίνος”, Θεσσαλονίκη 2009.
[2] Τσαλαπάτης Θωμάς, Λαθραίοι στην γέφυρα: για την ποίηση της Μέλπως Αξιώτη, Τα Ποιητικά, τχ.13, Μάρτιος 2014
Αναδημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ από το ιστολόγιο "Της αλυπίας η χώρα",
στις 7 Ιουλίου 2022, αρ. φύλλου 1132.
Επιλογή σχετικών αναρτήσεων:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.