23.12.23

ΘΑΝΑΣΗ ΜΠΑΤΣΟΠΟΥΛΟΥ: Η ζωή ενός μελλοθάνατου


ΟΔΟΣ εφημερίδα της Καστοριάς
ΟΔΟΣ 14.9.2023 | 1190


Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι από την στιγμή που γεννιέται ο άνθρωπος είναι μελλοθάνατος.


Δεν είναι κατάδικος φυλακισμένος στο κελί φυλακής μιας χώρας που είναι φασκιωμένη ακόμα στα λερωμένα σπάργανα ενός συντάγματος μιας παλιάς εποχής που επιτρέπει την θανατική καταδίκη. Δεν έχει καταδικαστεί για ανεπίτρεπτες εγκληματικές πράξεις, όπως βιασμός ανηλίκων και γυναικών, όπως εκτέλεση εν ψυχρώ την γυναίκα του, όπως για κατασκοπεία σε βάρος της χώρας αυτής και της άρχουσας τάξεις της.

Ο Γέρο-Αιμίλιος είναι καταδικασμένος από το άτεγκτο δικαστήριο της ζωής των ενενήντα τριών χρόνων με την βιολογική της φθορά να έχει ξεπεράσει τα όρια της και να τον έχει φυλακίσει στο κελί του ίδιου του σπιτιού του ολομόναχο στην μοναξιά του ανήμπορο πια να αντιμετωπίζει την καθημερινότητα με τις απαραίτητες ανάγκες της αναμένοντας με υπομονή την νομοτελειακή κατάληξη που ορίζει οπωσδήποτε το τέλος της ζωής όποτε αυτό έλθει.

Σε όλη την διάρκεια αυτής της ζωής που ζυγώνει σχεδόν τον αιώνα, έζησε ελεύθερος χωρίς εξαρτήσεις και υποχρεώσεις και η επιθυμία του να είναι ελεύθερος να πεθάνει περπατώντας ανέμελα τους ρομαντικούς δρόμους αυτής της πανέμορφης πόλης . Όπου για αυτήν την πόλη να έχει διαθέσει πάρα πολύ χρόνο σπρώχνοντας με ανυποχώρητη θέληση ένα όχημα κατάφορτο προσπάθειες να την ντύσει, μαζί με αρκετούς άλλους με την βυζαντινή της φορεσιά πεντακάθαρα πλυμένης με τα ανθόνερα της σύγχρονης πολιτιστικής και πολιτισμικής προόδου, σκοντάφτοντας όμως σε ανέπαφους από τέτοιες ευαισθησίες άρχοντες που το μυαλό τους είναι στείρο από οράματα και όνειρα αλλά και στα αυτιά τους να φορούν αδιαπέραστες ωτοασπίδες.

Να όμως που η απρόβλεπτη μοίρα του, το απρόβλεπτο πεπρωμένο του, τον υποχρέωσαν να έχει την εξάρτηση από Νοσοκομεία και Γιατρούς και την ανύπαρκτη κρατική φροντίδα. Ζώντας στην φυλακή του ίδιου του σπιτιού του να βρίσκει τρόπους επιβίωσης κάτω από το σκληρό και απάνθρωπο αγκάλιασμα της μοναξιάς του,  χωρίς να υπάρχει ίχνος ευαισθησίας για σεβασμό και την απαραίτητη κρατική φροντίδα που την κυβερνούν καλοζωισμένοι και αλαζόνες κυβερνήτες με τα ανερμήνευτα πάντα χαμόγελά τους. 

Δύσκολα να περνάει το κάθε εικοσιτετράωρο στην μοναξιά του. Και ακόμα πιο δύσκολες να είναι οι ξάγρυπνες ώρες της νύχτας, όπου αυτές οι νύχτες που δεν είναι και λίγες. Να προσπαθεί να βρει τρόπους να πορευτούν όσο πιο ευχάριστα και ανώδυνα μέχρι το ξημέρωμα σε έναν δρόμο ολόγιομα καταστόλιστο με αναμνήσεις από γεγονότα του παρελθόντος, ευχάριστα αλλά και δυσάρεστα όλης σχεδόν της περασμένης ζωής των ενενήντα τριών χρόνων. Με αναμνήσεις και αυτές που σιγοτραγούδησαν ευτυχισμένες και αλησμόνητες στιγμές αλλά και με αυτές που πόνεσαν αβάσταχτα με τις πληγές που άνοιξαν να αιμορραγούν ακόμα. Χωρίς να περνούν και τόσο εύκολα και οι ώρες του ύπνου όπου σε πολλές από αυτές κυριαρχούν επικίνδυνοι εφιάλτες που τον ξυπνούν τρομαγμένο. Όμως είναι και αυτές που ονειρεύεται πολύ αγαπημένους δικούς του ανθρώπους αλλά και αχώριστους στην ζωή του φίλους που διέκοψε ο θάνατος την ζωή τους. 

Αλλά και αυτές τις ώρες της μέρας να τις κάνει ευχάριστες με αναμνήσεις ακόμα –ακόμα και από αυτά τα στερημένα χρόνια της παιδικής του ηλικίας που πήγαινε στο ολοήμερο σχολείο μέσα στο άγριο καταχείμωνο με λαστιχένια παπούτσια μάρκας αλυσίδα και στην σάκα με την πλάκα και το κονδύλι δέκα βρασμένα κάστανα για μεσημεριανό ή με φέτα από χωριάτικο καρβέλι ψωμιού αλειμμένη με στουμπισμένα καρύδια στο ξύλινο γουδί. Να γιομίζει αυτές τις ώρες της μέρας με αναμνήσεις από τον Αλβανικό πόλεμο, με αναμνήσεις της απάνθρωπης κατοχικής πείνας, με αναμνήσεις από την ζωή για μήνες σε σπηλιές του Γράμμου, αναμνήσεις από τον ντροπιαστικό αλληλοσπαραγμό του εμφυλίου που τον προκάλεσαν άλλες δυνάμεις για να εξυπηρετηθούν δικά τους συμφέροντα. Με αναμνήσεις από την στενάχωρη εγκατάλειψη του γενέθλιου τόπου του με ολοήμερες εξαντλητικές πεζοπορίες για τα δέκα τέσσερα χρόνια του μετανάστης σε άλλους τόπους για να βρεθεί τελικά στην πανέμορφη αυτή πόλη που ρίζωσε οριστικά κάνοντάς την κατά δική του πατρίδα.

Στην πόλη που μπολιάστηκε με πρωτόγνωρα παθιασμένο έρωτα και μια αγνή και αειθαλή αγάπη. Ένας έρωτας που χάραξε τον επεισοδιακό δρόμο της ζωής του. Ο Γέρο-Αιμίλιος αυτές τις δύο ξέχωρες έννοιες μπόρεσε και τις πάντρεψε αναπόσπαστα στην καρδιά του και με την καρδιά της γυναίκας που τον σκλάβωσε κυριολεκτικά με τον έρωτά της. Που τον έδεσε σφιχτά με την αναπόσπαστη συνύπαρξη αγάπης και έρωτα σε μια αρμονική συμφωνία που είχε μέσα της νοιάξιμο συναισθηματικό δέσιμο αφοσίωσης. Που άντεξε στον χρόνο και συνεχίζει να αντέχει ακόμα στον ίδιο και μετά τον χαμό της που έφυγε απρόσμενα πριν είκοσι χρόνια, που άντεξε ακόμα και από τα σκληρά λιθάρια που πετροβόλησαν την συνύπαρξή τους επικίνδυνα χέρια μιας μικρής μερίδας της κοινωνίας.

Για τον Γέρο-Αιμίλιο ο έρωτας από μόνος του σε λίγα χρόνια σιγοσβήνει και τελικά πεθαίνει ενώ αν υπάρχει σφιχτοδεμένος με την αγάπη θα υπάρχουν και τα δύο μαζί μέχρι το τέλος της ζωής. Την ζωή που ο Γέρο-Αιμίλιος την αγάπησε παθιασμένα χωρίς ποτέ να έχει φοβηθεί τον θάνατο. Γιατί γι’ αυτόν όποιος φοβάται τον θάνατο, φοβάται και την ζωή. Όταν μάλιστα η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι από την στιγμή που γεννιέται ο άνθρωπος είναι μελλοθάνατος. Και σε αυτό ακόμα το κατάντημά του αγωνίζεται απεγνωσμένα να την παρατείνει για όσο ακόμα καιρό μπορεί. Χωρίς να λησμονάει πως νομοτελειακά θα τον συναντήσει το τέλος του με τον διαχωρισμό της ύλης από το πνεύμα. Και η μεν ύλη να καταλήγει στην γη (χους εις Χουν) το δε άπτερο πνεύμα να αγκαλιαστεί από τον άνεμο τα σύννεφα και τον ήλιο για να το χάσουν στο χάος του υπερπέραν με άγνωστο τον προορισμό και την ύπαρξή του.

Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 14 Σεπτεμβρίου 2023, αρ. φύλλου 1190.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ