ΟΔΟΣ 21.9.2023 | 1191 |
Την ίδια ώρα κάθε μέρα έβγαινε με ένα ψάθινο πανέρι γεμάτο γατοτροφές, απομεινάρια από το μεσημεριανό φαγητό, κομματάκια τυριών και ό,τι άλλο έβρισκε στα ράφια και στο ψυγείο, τα οποία δεν θα καταναλώνονταν από την οικογένεια, και κατευθυνόταν στη γωνία των διασταυρούμενων δρόμων. Χωρίς να βγάλει τον παραμικρό ήχο, ούτε μάααατς ούτε ψιτ, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, γέμιζε ο τόπος γάτες αδέσποτες. «Μη βιάζεστε, μη στριμώχνεστε! Έχει τροφή για όλες!» έλεγε και παρακολουθούσε τα πολύχρωμο λεφούσι, μέχρι που τέλειωνε και το τελευταίο ψίχουλο. Τότε άρχιζαν και τα μιάου, τότε την πλησίαζαν οι αδέσποτες και επιζητούσαν τα χάδια και την εύνοιά της. Η αλήθεια είναι πως, πράγματι, ανάμεσα στις πολλές, υπήρχαν δυο τρεις που τις χάιδευε με περισσή τρυφερότητα και αγάπη. Δυο πολύ μικρά, ασπρόμαυρα γατάκια –δίδυμα;– και μια κανελί, με τρίχωμα βελούδινο. «Μωρέ-μωρέ να σας χαρώ! Άντε τώρα να παίξετε, να τρέξετε και αύριο πάλι εδώ, την ίδια ώρα!». Εξαιρέσεις, παρ’ όλα αυτά, στη διανομή συσσιτίου δεν έκανε. Μόνο στα χάδια. Το ίδιο σκηνικό επαναλαμβανόταν με μαθηματική ακρίβεια μόλις σουρούπωνε, όλο το καλοκαίρι. Ούτε η αφόρητη ζέστη τη σταματούσε ούτε οι πολύ σπάνιες μπόρες, που τις αντιμετώπιζε με ιώβεια υπομονή και μια πελώρια, πολύχρωμη ομπρέλα στο ένα χέρι. Οι περαστικοί, όχι και τόσο πολλοί σ’ αυτό το σημείο της πόλης, χαμογελούσαν με την παράξενη σκηνή μιας ηλικιωμένης γυναίκας να συνομιλεί με γάτες. Συνέχιζαν, ωστόσο, τον δρόμο τους χωρίς κανένα σχόλιο. Σχόλια δεν άκουγε ούτε στο σπίτι από τον άντρα της, ούτε από τα ενήλικα παιδιά, τα οποία άλλωστε, δεν ζούσαν πια μαζί τους. Το είχαν πάρει απόφαση, πως η συνταξιούχος δασκάλα δεν υπήρχε περίπτωση να εγκαταλείψει το «καθήκον» της.
Το καλοκαίρι είχε αρχίσει ήδη να φθίνει. Όχι πως υπήρχαν δέντρα ή φυτά στα πεζοδρόμια, τα οποία με την αλλαγή των χρωμάτων στο φύλλωμά τους, θα προμήνυαν την έλευση του φθινοπώρου. Κατάξερη η περιοχή. Και αραιοκατοικημένη, ενώ τα παλιά, μεγαλόπρεπα κτήρια γύρω-τριγύρω παρέπεμπαν σε παλιές δόξες. Σε ένα απ’ αυτά η κατοικία της ζωόφιλης δασκάλας. Ένα τριώροφο νεοκλασικό, της εποχής του μεσοπολέμου. Σε καλή κατάσταση ακόμη εξωτερικά, αν και η φθορά του χρόνου διακρινόταν ήδη. Τότε άρχισαν να καταφθάνουν και να εγκαθίστανται στα εγκαταλειμμένα και ερειπωμένα κτήρια διάφοροι αλλοδαποί. Ήδη κυκλοφόρησε η φήμη ότι ήταν πρόσφυγες ή και μετανάστες. Από τη Συρία, έλεγαν οι μεν. Από Αφρικανικές χώρες, ισχυρίζονταν οι δε. Οι ελάχιστοι παλιοί ένοικοι της γειτονιάς, εξέφραζαν φωναχτά τη δυσαρέσκειά τους, παρά το γεγονός ότι οι νέοι γείτονες φρόντιζαν να ζουν όσο ήταν δυνατόν πιο αθόρυβα και διακριτικά. Η συνταξιούχος με τις γατοτροφές συνέχισε την εσπερινή διανομή τροφίμων χωρίς να ενδιαφέρεται καθόλου για τη γύρω αναταραχή. Μόνο που τώρα εμφανίστηκαν και θεατές, οι οποίοι πλήθαιναν από βράδυ σε βράδυ. Μικρά και μεγαλύτερα παιδιά, πλησίαζαν διστακτικά το σημείο διανομής και παρακολουθούσαν με περιέργεια τη μάζωξη του γατίσιου πληθυσμού και τη συνομιλία τους με την τροφοδότρα «μάνα». Συνήθισαν οι γάτες την παρουσία και τα επιφωνήματα θαυμασμού των παιδιών· μάλλον ενθουσιάστηκε και η γατοτροφός με το ανήλικο κοινό γύρω της. Καμιά ανησυχία, κανέναν φόβο δεν ένιωσε. Κάθε άλλο. Χαιρόταν τη συντροφιά των παιδιών· τα έδινε μάλιστα τροφή απ’ το πανέρι για να την μοιράζουν στα γατιά. Η στάση της δεν άρεσε καθόλου στους άλλους ενοίκους της γειτονιάς, ειδικά σε εκείνους οι οποίοι έμεναν στο ίδιο σπίτι μ’ αυτήν. Προσπάθησαν να τη νουθετήσουν, να την προειδοποιήσουν για τους κινδύνους που διέτρεχε με τη συναναστροφή της αυτή. Παραπονέθηκαν στον σύζυγο και στα παιδιά. Καμία αντίδραση. Με χαμόγελο τους απαντούσε η ίδια: «Καλέ τι να φοβηθώ; Τα παιδιά χαίρονται μαζί με τα γατιά και περνάμε μια χαρά! Τι σας έπιασε και ανησυχείτε τόσο;».
Ανησυχούσαν. Και φρόντιζαν να το δείχνουν όλο και πιο έντονα. Με απειλές για καταγγελία στο υγειονομικό, για διατάραξη κοινής ησυχίας και ό,τι άλλο μπορούσαν να σκαρφιστούν. Το κλίμα γινόταν κάθε μέρα και πιο εχθρικό. Τόσο, ώστε να επηρεάζει την διάθεση της καημενούλας με το πανέρι και να της δημιουργεί ένα είδος σύγχυσης: να μην μπορεί να θυμηθεί μέρες και ώρες. Να τρέμει μήπως δεν κατεβάσει την τροφή εγκαίρως και αποχωρήσουν τα γατιά. Ακριβώς αυτή η σύγχυση ήταν που την έκανε να μπερδευτεί. Με την αλλαγή της ώρας, καθώς από βραδύς πήγε τους δείκτες του ρολογιού μια ώρα πίσω, κατέβηκε μια ώρα νωρίτερα την επομένη. Ναι, αλλά οι γάτες δεν είχαν ενημερωθεί από το δικό τους βιολογικό ρολόι και δεν εμφανίστηκαν στο καθορισμένο σημείο. Ανάστατη, άρχισε να τρέχει δεξιά και αριστερά, ψάχνοντας για τις τετράποδες, προστατευόμενές της. Πουθενά οι γάτες. Ταραγμένη από την απρόσμενη απουσία τους δεν πρόσεξε, καθώς προσπαθούσε να διασχίσει τον δρόμο, το μηχανάκι του ντελιβερά και βρέθηκε φαρδιά πλατιά στο οδόστρωμα. Την ώρα που την ανέβαζαν στο ασθενοφόρο, άκουσε σαν σε όνειρο τα νιαουρίσματα της γατοπαρέας και τις τρομαγμένες φωνές του παιδικού πληθυσμού. Άραγε, θα φρόντιζαν αυτά να ταΐσουν τις γάτες της; Ακριβώς τη στιγμή που έκλεινε η πόρτα και έντρομος ο άντρας της έμπαινε στο όχημα, άκουσε το ρολόι της παρακείμενης εκκλησιάς να αναγγέλλει την επόμενη ολόκληρη ώρα. Πώς της είχε διαφύγει αυτή η αλλαγή; Η τελευταία της σκέψη, προτού βυθιστεί σε κώμα…
Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 21 Σεπτεμβρίου 2023, αρ. φύλλου 1191
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.