24.11.17

ΟΔΟΣ: Ξορκίζοντας το κακό


ΟΔΟΣ 12.1.2017 | 868

Αγαπητή ΟΔΟΣ,

Κοντεύουμε στα μέσα Ιανουαρίου του νέου 2017 έτους –έχω, δηλαδή, αρκετό καιρό να ενοχλήσω με τις παρεμβάσεις και τους προβληματισμούς μου. Μόλις πέρασαν τα καρναβάλια και οι άλλοι «θεσμοί» για τους οποίους θα αναφερθώ στην συνέχεια. Έτσι έκρινα ότι όχι μόνο δύναμαι, αλλά και πρέπει. Πρέπει να κάνω το ποδαρικό μου.

Όχι, δεν θα αναφερθώ στις εξαιρετικές επιδόσεις της εθνικοαπελευθερωτικής κυβέρνησης, ούτε θα αναλύσω το θαύμα των δεκάδων ΕΡΤ. Ειδικά γι’ αυτή, συλλέγω ακόμη μερικά στοιχεία και εμπειρίες και κάποια στιγμή, ίσως να ενοχλήσω με ένα special αφιέρωμα που θα τιτλοφορείται «ωδή στην ελευθερία – αμεροληψία». Ή το είμαστε δυο, είμαστε χίλιοι δεκατρείς.

Στο σημερινό μου σημείωμα, θα περιοριστώ τοπικά. Όχι-όχι δεν θα κρίνω τους καταξιωμένους εκλεγμένους της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης και της Αντιπεριφέρειας. Όσο οι έρευνες για τα κοιτάσματα πετρελαίου στο Αιγαίο το Ιόνιο και την λίμνη της Καστοριάς δεν ολοκληρώσουν τα πορίσματά τους. Όσο η τιμημένη ΔΕΗ μου δίνει την χαρά να ποτίζω με τον ιδρώτα μου την ΕΡΤ.

Όσο δεν εξαλειφθεί ο αόρατος εχθρός που ψεκάζει τους ουρανούς και τους αιθέρες μας. Όσο το Ισραήλ εξακολουθεί να βρίσκεται πίσω από κάθε τι ελληνοπρεπές. Όσο δεν έχει τελειώσει ο διαχειριστικός έλεγχος της Τράπεζας της Ανατολής, και δεν χορεύουν στα νταούλια της κυβέρνησης, δεν θα βιαστώ να τους κρίνω. Α πα πα. Σαράντα χρόνια έμειναν οι άλλοι.

Ούτε την κυρία Ολυμπία Τελιγιορίδου. Εδώ που τα λέμε, ούτε με την κ. Μαρία Αντωνίου μπορώ ή τολμώ να ασχοληθώ. Όσο διαπιστώνω ότι ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης σχεδιάζει να κυβερνήσει με κάποιους που θεωρούν αδαές το Συμβούλιο της Επικρατείας, που αναγνώρισε την ιστορική αξία του Μαθιουδάκη. Εκτός κι’ αν παρεξηγήθηκε η δήλωσή της και ήθελε να πει «ανταείς», δηλαδή αυτοί που δεν είναι «νταής». Και απ’ αυτούς και αυτές που είναι, έχω κάποιες και κάποιους υπ’όψη μου. Τι να πώ άλλο, δεν ξέρω.

Έτσι, διευκρινίζω, ότι όταν λέω «τοπικά» εννοώ δημοτικά. Όχι τα δημώδη, όχι αυτά. Αλλά τα πολιτιστικά δρώμενα και δράματα. Θα επιχειρήσω δηλαδή ένα σύντομο απολογισμό της εορταστικής περιόδου. Με έμφαση την περίοδο των καρναβαλιών.

Μέχρι τώρα γνώριζα ότι στις νότιες ακτές της Μικρασιατικής Χερσονήσου, κάπου στην ενδοχώρα απέναντι από το Καστελλόριζο, υπάρχει η Μάκρη. Μια παλαιότατη ελληνική κώμη που αποτελεί μεγάλη τουριστική ατραξιόν. Καθώς ο θρύλος ότι η Παναγία περιφέρεται στους δρόμους και διάφορες προκαταλήψεις μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και ειδικά την ανταλλαγή, εμπόδισαν τον εποικισμό της. Η πόλη «φάντασμα» όπως την πολυδιαφημίζουν τώρα, έμεινε με όλα σχεδόν τα ελληνικά σπίτια της άθικτα. Για την ακρίβεια έμειναν όπως ήταν, χωρίς στέγες όμως τα περισσότερα, αφού οι Τούρκοι πήραν την ξυλεία και τα κεραμίδια. Έμειναν άθικτα ακόμη οι κρουνοί, οι εκκλησίες, το σχολείο, όλα ελληνικά. Νεοελληνικά για την ακρίβεια. Αλλά απολύτως έρημα.

Έτσι θαρρώ οραματίζονται οι πάνσοφοι το μέλλον της Καστοριάς και έτσι περίπου έμοιαζε στα μάτια ξένων και μονίμων κατοίκων. Δε λέω, γραφική είναι απ’ έξω, σάμπως όμως και η Μάκρη γραφική δεν είναι; Παραδέχομαι βεβαίως ότι αργεί να σιτέψει ακόμη η ερήμωση. Αλλά δεν τους φοβούμαι εγώ τους προύχοντες. Στο τέλος θα το κατορθώσουν το ακατόρθωτο. Το καλό πράγμα αργεί να γίνει. Να ερημώσει η πόλη, να αποδεκατισθεί. Λιμός, λοιμός, σεισμός και πολιτικός καταποντισμός θα προσέθετα, θα το κάνουν το θαύμα τους. Μια πόλη «φάντασμα». Δεν μπορεί, κάτι τέτοιο θαρρώ ότι οραματίζονται.

Και έρχομαι τώρα στα πιο πρόσφατα. Τα καρναβάλια. Εκεί έχουμε την τριπλή πανδαισία: Δήμος, Αντιπεριφέρεια και ορισμένα Σωματεία. Θα μπορούσα να τους χαρακτηρίσω «τρόϊκα», αλλά νομίζω ότι αμαρτάνω. Και δεν θα το ήθελα. Θα τους χαρακτηρίσω απλά οι «θεσμοί». Διότι θεσμοί είναι, θεσμούς γεννούν.

Έτσι γεννήθηκε λέει, ο θεσμός του σλαβοβαλκανικού φεστιβάλ. Φέτος το μετέφεραν βέβαια, μετά από αντιδράσεις, από τον συμβολικό αυλόγυρο της Κουμπελίδικης, στην πλατεία Ομονοίας, αλλά και πάλι, το αποτέλεσμα ήταν για γέλια και για κλάματα. Περισσότεροι ήταν οι «επίσημοι» και οι μπάντες, παρά ο κόσμος.

Και δώς του να βεβαιώνουν οι επίσημοι, ότι πέτυχε ο θεσμός. «Ποιος θεσμός» αναρωτιόμουν εγώ; Αν εννοούν την -τρίτη κατά σειρά- τρύπα στο νερό, αυτό είναι δεσμός, θα σχολίαζα, αλλά δεν μου το επιτρέπει η ευγενική ανατροφή μου. Δεσμός κανονικός, δεσμά πολλά, ίσως ορισμένων με τις σλαβοειδείς εμπνεύσεις, και εμμονές κάποιων άλλων.

Και όμως χάρηκα. Χάρηκα που ο κόσμος τους αψήφισε. Στην πραγματικότητα… ψήφισε και καταψήφισε. Διότι το ακατανόητο αυτό, απέτυχε οικτρά, απέτυχε και φέτος. Καιρός είναι και αυτή η γελοιότητα, όπως οι τσουβαλοδρομίες, οι φασολάδες και αστακομακαρονάδες εμπνεύστηκαν κάποιοι άλλοι στο παρελθόν, να περάσει στην ιστορία.

Και έρχομαι στα κανονικά καρναβάλια. Δεν λέω, το παραδέχομαι. Το κρύο ήταν δριμύ, σχεδόν πρωτοφανές. Τόσο πολύ που έκανε τους αρμοδίους να τραυλίζουν, να αποκαλούν το έθιμο «καρναβάλια», όταν δεν δάγκωναν στα μισά την γλώσσα τους, για να το πουν με την γελοία ονομασία «ραγκουτσάρια». (Πλέον φέτος ο δήμος αφαίρεσε το “γ” και φαίνεται προσπαθεί να το μετονομάσει σε «ρα-κ-ουτσάρια» από το ράκη, απόκομμα, ενώ πέρσι ήταν από το ραγκού+τσάρος, πριν από το σλαβικό rog, το λατινικό rogatio και δεν έχει τελειωμό).

Διότι και γι αυτή η τροίκα εσωτερικού (ίσως και εξωτερικού βεβαίως), οι θεσμοί ευθύνονται. Που παρά την προπαγάνδα, τον σκοταδισμό και τον βουκολικό πρωτογονισμό, απογοητευμένοι διαπιστώνουν ότι οι απλοί πολίτες καρναβάλια τα λένε, και -κυρίως- καρναβάλια ντύνονται. Δεν ντύνονται ραγκούτσαροι*.

Είδαν και φέτος ότι παρά το κρύο, οι νέες (και όχι μόνο) γενιές των συμπολιτών ξεφάντωσαν. Ξεπέρασαν τα εκβιαστικά και καταπιεστικά βαλκανοειδή μοτίβα των υποχρεωτικών εκπολιτιστών μας. Και διασκέδασαν με μια μουσική ποικιλία που περιλαμβάνει τα πάντα. Όσο για τις στολές και τις αμφιέσεις, τι να πω. Όλοι είχαν το μερτικό τους. Από τις γούνες μαλιαμόρδες, μέχρι εκκεντρικές και φαντασμαγορικές στολές απ’ όλα τα θέματα και μέρη του κόσμου.

Κουδούνες και βόδια, πουθενά δεν είδα. Όχι ότι θα ήταν κακό, αν έτσι αισθανόταν κάποιος, αλλά στ’ αλήθεια, πώς είναι δυνατό να περιμένει κανείς από τους σημερινούς νέους που τρέχουν με τα 1000 την τεχνολογία, την μόδα, τα τατουάζ, τα piersing, που έρχονται σε επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο και την Ελλάδα, την μόδα και την παγκόσμια μουσική, που σπουδάζουν για να γίνουν καλύτεροι.

Πώς είναι δυνατό να τους πείσεις να μουγκρίζουν, να χτυπούν κουδούνες και να κρατούν φαλλούς, να γίνουν υποζύγια βοοειδών επειδή κάποιοι μεγαλύτεροι είναι καλλιτεχνικά ενδεείς, πολιτιστικά οπισθοδρομικοί, πεισματικά αγκυλωμένοι σε προβιές, βρωμιές και τραγίλες. Σε φαλλούς και φελλούς.

Και όπως σωστά είπε κάποτε ο Μάνος Χατζηδάκις, «Παράδοση είναι ο εγωισμός των απελθόντων και η ενοχή, ο συμβιβασμός των επιζώντων. Η πνευματική και η ψυχική δουλεία, που αναστέλλει και απονεκρώνει τελικά τις φυσιολογικές μας λειτουργίες. Η παράδοση επιβάλλει την πλήρη υποταγή μας στους νεκρούς – κι έτσι μας καθιστά ακίνδυνους για αλλαγές, τομές, γι’ απελευθέρωση. Γι’ αυτό και η παράδοση βολεύει τους κρατούντες».

Τους κάνουν πέρα όλους αυτούς οι νέοι, και καλά τους κάνουν. Διότι εμποδίζουν το καρναβάλι να αλλάξει, να βελτιωθεί να εκσυγχρονισθεί, να ανακαινισθεί, όπως ανακαινίζεται η γκαρνταρόμπα, όπως αλλάζεις κινητό και τηλεόραση πετώντας τα παλιά. Διότι αυτή είναι η νομοτέλεια: ο κόσμος να αλλάζει. Και μακάρι να αλλάζει στο καλύτερο.

Γι' αυτό σου γράφω, αγαπητή ΟΔΟΣ. Να κάνω τον απολογισμό και να παρακαλέσω κάτι μεσηλικιωμένες και μεσηλικιωμένους, που ανέλαβαν εν ονόματι του «έτσι» εδώ και 20-30 χρόνια τώρα τους πρεσβευτές της Καστοριάς, τους κομιστές της παράδοσης και της αυθεντικότητας, να μας κάνουν την χάρη. Να μας αφήσουν. Να αποχωρήσουν. Να δώσουν τόπο στους νέους και πεδίο να εκφραστούν προς τα εμπρός. Πού ακούστηκε να είναι πρόοδος η όπισθεν;

Δεν τους μπορώ άλλο να τους βλέπω να κάνουν γύρους, με το μαντήλι στον αέρα, να κάνουν την ομάδα υποδοχής σε reception, σε γιορτές και επαιτείους. Δεν μπορώ και δεν θέλω άλλο να με εκπολιτίζουν. Το ξέρω ότι εγώ δείχνω ένας και αυτοί περισσότεροι. Πειράζει;

Ας εξυψώσουν ηθικά και πολιτιστικά τα μέλη τους, στο ιδιωτικό τους πλαίσιο και επίπεδο, στον χώρο τους. Και ας αφήσουν τους υπόλοιπους να αποφασίσουν μόνοι τους, τι θα ντυθούν, τι θα απολαύσουν, πώς θα εκφράζονται. Μεγάλη υπηρεσία έχουν μπροστά τους. Καθώς θέλει αρετή και τόλμη να παραδεχθούν ότι, όπως και το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω, έτσι και το 2017 είναι μετά Χριστόν. Μετά, όχι περίπου.

Κόμης Αυστριακός
περιηγείται πεζός και δεν ξορκίζει το κακό



(*) Όπως ακριβώς και στο Άργος Ορεστικό, στο Μαυροχώρι, Τοιχιό κ.α. Εκεί, παράξενο, έχουν καρναβάλια, δεν έχουν ραγκουτσάρια, ούτε ξορκίζουν το κακό. Κι όμως οι υπέρμαχο των ραγκουτσαριών εδώ και χρόνια σφυρίζουν αδιάφορα.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 12 Ιανουαρίου 2017, αρ. φύλλου 868


Σχετικά:

Ξορκίζοντας το κακό [ΙΙ]


-Στο ίδιο φύλλο δημοσιεύθηκαν μεταξύ άλλων:

-Επίσης δημοσιεύθηκαν το ίδιο χρονικό διάστημα:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ