7.2.08

ΣΟΝΙΑ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Στους εραστές του βιβλίου. Από καρδιάς.

Η σκηνή μες στο βιβλιοπωλείο. Δεν την έζησα η ίδια, μου τη μετέφερε ένας από αυτούς που την έζησαν, συνοδεύοντας την αφήγησή της με χίλιους όρκους και διαβεβαιώσεις, για να την πιστέψω.
Έχει μπει στο βιβλιοπωλείο μια μαμά με το παιδί της, που φοιτά στο δημοτικό σχολείο. Το παιδί, ο μικρός Δημήτρης, έχει απορροφηθεί από μια καινούρια έκδοση των μύθων του Αισώπου με πολύ όμορφη εικονογράφηση.

- Μαμά, θέλω να μου πάρεις αυτό το βιβλίο.
- Εσύ δε διαβάζεις τα μαθήματά σου και μου ζητάς να σου πάρω άλλο βιβλίο;
Και, για να καταλάβει καλύτερα το παιδί τι του έλεγε, η μαμά σηκώνει το χέρι της και το χαστουκίζει στο μάγουλο, που τόλμησε να ζητήσει το βιβλίο.
Εδώ παρεμβαίνει ο βιβλιοπώλης. Για ν’ ακούσει το αναμενόμενο “Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο” και την απειλή της γυναίκας πως δε θα ξαναπατήσει στο μαγαζί του. Αλλά ο βιβλιοπώλης είναι πραγματικός άνθρωπος του βιβλίου. Της απαντάει πως θα το προτιμούσε αυτό και χαρίζει στο Δημήτρη το βιβλίο που είχε, στο μεταξύ, πληρωθεί πανάκριβα: μ’ ένα χαστούκι σε δημόσιο χώρο, απλώς γιατί λαχτάρησε ένα όμορφο βιβλίο.

Ακραία περίπτωση, θα μου πείτε. Ακραία ίσως, αλλά συνέβη. Κι εγώ, ακούγοντάς την, συγκλονίστηκα, γιατί, ως δασκάλα, είδα να τιμωρείται ένα παιδί απλώς γιατί έφτασε σ’ ένα πολυπόθητο ζητούμενο του Σχολείου του και να τιμωρείται, μάλιστα, από την ίδια του τη μάνα. Που δεν έχει καταλάβει τίποτα.

Η δεύτερη σκηνή παλιότερη. Συνέβη εντελώς μπροστά μου, υπήρξε ιδιαίτερα έντονη και παρ’ όλα αυτά, όταν ήρθε στη μνήμη μου αυτές τις μέρες, δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι θυμόμουν σωστά την αιτία που την προκάλεσε. Όμως, μου την επιβεβαίωσαν.
Επισκεπτόμασταν μια έκθεση βιβλίου που γινόταν στην έδρα ενός μεγάλου δήμου του νομού μας. Μες στην έκθεση υπήρχε κάποιος από τους συγγραφείς της περιοχής μας που ξεχωρίζει για το έργο του. Εκείνη τη στιγμή έτυχε να επισκέπτεται την έκθεση κι ένας υψηλόβαθμος πολιτικός μας. Σπεύδει ο δημοσιογράφος που τον συνόδευε να απαθανατίσει την είσοδό του -κάτι τέτοιες φωτογραφίες προσθέτουν στο image τους. Ο συγγραφέας που παρευρίσκεται θεωρεί πως είναι καλή ευκαιρία να ζητήσει από τον επίσημο επισκέπτη όχι για τον εαυτό του, αλλά για κάθε συνδημότη του τη βοήθειά του για ν’ αποκτήσει ο δήμος τους τη δική του -εντελώς απαραίτητη- Βιβλιοθήκη.

Στην επίθεση δεν την περίμενε κι ήταν έντονη. Ο τόνος της φωνής εντελώς απαράδεκτος, ανάρμοστος για τον καθένα, πολύ περισσότερο γιατί απευθυνόταν (η φωνή) σ’ έναν άνθρωπο του πνεύματος που έθεσε ένα αίτημα, το οποίο αλλού θα ήταν αυτονόητο και, προπαντός, θα είχε ικανοποιηθεί χρόνια πριν. Βέβαια, όπως μας αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων, η αιτία ήταν άλλη. Ο αιτών είχε τολμήσει παλιότερα να τον κριτικάρει δημόσια. Κι ο πολιτικός θεώρησε κατάλληλη αυτήν τη στιγμή για να τον τακτοποιήσει. Προσβάλλοντας τον εαυτό του, νομίζοντας ότι πρόσβαλλε το συγγραφέα.

Έτσι έχουν τα πράγματα σε σχέση με το βιβλίο σ’ αυτήν την ακριτική γωνιά της πατρίδας μας, που είναι ουσιαστικά ακάλυπτη από Βιβλιοθήκες. Η συντριπτική πλειονότητα των δήμων του νομού μας δε διαθέτει ούτε καν μια υποτυπώδη Βιβλιοθήκη και αυτό, κατά την ταπεινή μου άποψη, οφείλεται στην αδιαφορία των δημάρχων για το θέμα (δεν ξέρω τι σχέση έχουν οι ίδιοι με το βιβλίο). Αποδεδειγμένα, πάντως, δε φροντίζουν να καλύψουν μια βασική ανάγκη των δημοτών τους. Συμβαίνει, επίσης, να γνωρίζω πως υπάρχουν ενήλικοι που θα διάβαζαν ή θα διάβαζαν περισσότερο, αν είχαν τη δυνατότητα να προσεγγίζουν το βιβλίο χωρίς τεράστια εμπόδια. Το γνωρίζω γιατί υπάρχουν αρκετοί συγχωριανοί μου που απευθύνονται αρκετές φορές στο Σχολείο μας, που καυχιέται για την πλούσια βιβλιοθήκη του, και ζητούν να δανειστούν βιβλία. Αυτό έκανε όλο το περασμένο καλοκαίρι ο Κωστής, πολύ αγαπητός συγχωριανός μας -άτομο με ειδικές ανάγκες, γιατί αγαπάει πολύ να διαβάζει, γιατί αγαπάει να επενδύει το χρόνο του στο διάβασμα, κι ο δήμος του δεν έχει τον τρόπο να ικανοποιήσει αυτήν την ανάγκη. Ή δε θέλει. Ή δεν ενδιαφέρεται όπως άλλωστε κι άλλοι δήμοι τριγύρω μας. Ή, κατά πώς αλλιώς το λένε όσοι θέλουν ν’ απαλύνουν τα λόγια τους, δεν υπάρχει η πολιτική βούληση να αντιμετωπιστεί το ζήτημα.

Δε θα αναλύσω περισσότερο το θέμα. Φοβάμαι μην επαναληφθώ, καθώς έχω ασχοληθεί μ’ αυτό πολλές φορές ως τώρα. Φαίνεται, άλλωστε, πως είμαστε πολύ πίσω. Φαίνεται από τη χρόνια ανυπαρξία πνευματικού κέντρου στην καρδιά του νομού μας, την Καστοριά (το έθιγε κι ο κ. Γ. Καραβιδάς στο «ειρωνικό παραμύθι του» σε προηγούμενο φύλλο της ΟΔΟΥ, το ’γραφε και πρωτοσέλιδα η εφημερίδα, που μιλούσε για τα κουφάρια του πάλαι ποτέ Πνευματικού Κέντρου…). Αυτό δείχνει σίγουρα την αδιαφορία των τοπικών μας πολιτικών.

Μας δείχνει και την παγιωμένη πια ανυπαρξία της θέλησής τους να βρουν λύσεις σε τέτοια, ζωτικής σημασίας, ζητήματα. Και, στη συνέχεια, αυτή η φριχτή αδιαφορία τους φαντάζει στα μάτια των απλών πολιτών, των ψηφοφόρων τους, και σαν ανικανότητα. Εντελώς δικαιολογημένα, έτσι δεν είναι;

Εκτός αν… Εκτός αν ισχύει, σε μέγιστο βαθμό εδώ στην περιοχή μας, αυτό που λέει στον υπέροχο πρόλογό του το εξαιρετικό βιβλίο: “Επικίνδυνες οι γυναίκες που διαβάζουν” του Stefan Bollmann, εκδ. ποταμός: “Η ανάγνωση δεν αμφισβητεί μονάχα σχέδια ζωής, αλλά και τις προσταγές μορφών εξουσίας, όπως ο Θεός(*), ο σύζυγος (αυτό ισχύει για τη σύζυγο), η κυβέρνηση, η Εκκλησία(**). Η ανάγνωση δίνει φτερά στη φαντασία, μας μεταφέρει μακριά από την πραγματικότητα. Πού; Μα αυτό είναι κάτι που δεν ελέγχεται. Και ό,τι δεν ελέγχεται προξενεί φόβο. Ειδικά εκείνοι που ασκούν ανεξέλεγκτη εξουσία (ο Θεός, ο σύζυγος, η κυβέρνηση, η Εκκλησία) το γνωρίζουν.”
Αλλά δεν το γνωρίζουν μόνον εκείνοι. Το γνωρίζουμε κι εμείς που αγαπάμε το βιβλίο. Γι’ αυτό και το παρακάτω καταπληκτικό κομμάτι της Βιρτζίνια Γουλφ (και πάλι από το ίδιο βιβλίο) μας δικαιώνει πανηγυρικά:
“Πάντως ονειρεύτηκα κάποιες φορές όταν θα χαράξει η μέρα της Δευτέρας Παρουσίας και έρθουν οι μεγάλοι κατακτητές και οι νομικοί και οι αξιωματούχοι του κράτους να εισπράξουν την αμοιβή τους -τα στέμματά τους, τις δάφνες τους, τα ονόματά τους χαραγμένα ανεξίτηλα σε άφθαρτο μάρμαρο-, τότε ο Παντοδύναμος θα στραφεί στον Πέτρο και θα πει, όχι χωρίς κάποιο φθόνο, κοιτάζοντάς μας με τα βιβλία μας υπό μάλης, “Για κοίτα, αυτοί δεν έχουν ανάγκη από αμοιβή. Δεν έχουμε τίποτα να τους προσφέρουμε. Αυτοί αγάπησαν την ανάγνωση.”

(*) Ασφαλώς εννοεί τον τιμωρό και απόμακρο Θεό, την εικόνα του οποίου κάποιοι προωθούν στον κόσμο, από άγνοια ή για δικούς τους λόγους, και όχι τον γεμάτο Αγάπη και Φως δικό μας Θεό, το Θεό της Ορθοδοξίας. Όχι Εκείνον του “Πίστευε και μη ερεύνα”, αλλ’ Αυτόν του “Ερευνάτε τας Γραφάς” (και τας γραφάς, γενικότερα), που εκφράζει εμάς τους Ορθοδόξους.

(**) Όχι όλη, βέβαια. Γιατί, ανηφορίζοντας, π.χ., κατά το Βίτσι, όχι πολύ μακριά από την πόλη της Καστοριάς, βρίσκεται το Μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων. Εκεί συνεχίζεται η παράδοση των μοναχών που συνήθιζαν, ασταμάτητα και επί αιώνες, να διασώζουν τα αρχαία μας συγγράμματα (και αντιγράφοντάς τα) εκεί συνεχίζεται και σήμερα η παράδοση του ίδιου του μοναστηριού που, από το 1754, οπότε ξανακτίστηκε και στέγασε ένα σχολείο, “κρατάει αναμμένη τη δάδα της πνευματικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής” (Ευαγγ. Λέκκου “Τα Ελληνικά μοναστήρια”, Αθήνα 1995). Εκεί ψηλά, λοιπόν, ξαφνιάζεται ο ανυποψίαστος επισκέπτης από την ύπαρξη μιας θαυμάσιας Βιβλιοθήκης, που διαθέτει, εκτός από τους πολλούς -ανάλογα με τα χρόνια ύπαρξής της- τόμους της, και την παλλόμενη από αμέτρητη αγάπη για το βιβλίο ψυχή της:
Τον πατέρα Συμεών, που όλη η Καστοριά γνωρίζει πόσο πολύ από μικρό παιδί αγάπησε τα βιβλία και πόσο πολύ εξακολουθεί να τα αγαπά.


1 σχόλιο:

  1. Είναι αξιέπαινος και επαινετή η δουλειά της κ. Σόνιας Ευθυμιάδου-Παπασταύρου για την μόρφωση των παιδιών του σχολείου της, αλλά και για τα δημοσιεύματα της στην ΟΔΟ, τα οποία πάντοτε κάτι έχουν να πουν.Την ευχαριστούμε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ