Δεν έχει σημασία το γεγονός ότι σε ακριτικές περιοχές όπως στην Καστοριά, οι εγχώριοι πολιτικοί ποτέ πια δεν μιλούν, ούτε συζητούν, εξηγούν ή αναλύουν ζητήματα που αφορούν στενά τον τόπο (όπως το «μακεδονικό»). Σημασία όμως έχει το γεγονός ότι, με τον τρόπο τους και με την δήθεν σιωπή τους, οι εγχώριοι πολιτικοί, πρόσωπα και συλλογικοί φορείς, «ασκούν» εξωτερική πολιτική και άθελά τους προφανώς, έχουν συμβάλλει στην δημιουργία μιας Ελλάδας που φαίνεται στους τρίτους, αναξιόπιστη και μισαλλόδοξη. Και προπαντός θολή.
Είναι γνωστό ότι η αδιαλλαξία των Σκοπίων οδήγησε σε τέτοια άκρα την πλαστογραφία της ιστορίας, ώστε η κατάσταση έφθασε στο σημείο, να ζητούν οι βόρειοι γείτονες στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για την ονομασία του κράτους τους, την βοήθεια του διεθνούς παράγοντα για την προστασία της «μακεδονικής» τους ταυτότητας. Την οποία υπερασπίζονται πλέον ως αναντίρρητη ιστορική κληρονομιά. Ή να προτείνουν ως λύση την απαγόρευση χρήσης του ονόματος «Μακεδονία» και των παραγώγων της (και) από την Ελλάδα.
Το χειρότερο είναι ότι, σύμφωνα με τις περισσότερες ενδείξεις που υπάρχουν, είναι πολύ αργά πια για δάκρυα και για οργίλες φωνές. Αν χάθηκε σημαντικός και πολύς χρόνος από την εποχή του Τίτο όταν ονομάστηκε το κράτος αυτό έτσι, στο πλαίσιο της κομμουνιστικής γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας, χάθηκε ή καλλίτερα σπαταλήθηκε εγκληματικά ο χρόνος από τότε που άρχισε να διασπάται η Γιουγκοσλαβία το 1990-1991, οπότε και ενηλικιώθηκε το «μακεδονικό», μέχρι σήμερα.
Παλινωδίες, δειλία, έλλειψη μακρόπνοης και τολμηρής στρατηγικής απ’ όλες τις κυβερνήσεις στην εξωτερική πολιτική, σε συνδυασμό με πράξεις και παραλείψεις πολιτιστικής χαλάρωσης και πλαστογραφίας, έφεραν σε τέτοιο σημείο την κατάσταση ώστε να επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά η ιστορία του Δαβίδ με τον Γολιάθ. Η Καστοριά έχει ζήσει και εξακολουθεί να βιώνει πρώτη και χειρότερη αυτή την τραγωδία.
Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να αποφευχθεί αυτή η εξέλιξη, όταν από τότε που κατέρρευσε ο κομμουνισμός στα βόρεια σύνορα, κάποιοι αφελείς -και είναι πολλοί αυτοί- προχωρούν στην πολιτιστική (επομένως έμμεσα και στην εθνολογική) αλλοτρίωση της Ελλάδας και στην περίπτωσή μας, της Καστοριάς.
Πώς μπορεί στα σοβαρά να ελπίζει κανείς ότι θα πείσει τους διεθνείς παίκτες για τα εθνικά και ιστορικά δίκαια της χώρας, όταν κάθε σαββατοκύριακο η Ελλάδα κατακλύζεται από τσιφτετελούδες και κάθε λογής δερβίσηδες που κατασκευάζονται στα «μοναδικά» εργαστήρια μουσικών «οργάνων», σαν κι’ αυτό που εξακολουθεί να λειτουργεί στην Καστοριά; Πώς μπορεί να πείσει κανείς για την αλήθεια όταν τα... «ακούσματα μας» -όπως τα αποκαλούν κάποιοι σύλλογοι- με τις σλαβικές πνιγηρές και ακατάληπτες κραυγές και τους ήχους των σερβικών, βουλγάρικων και σκοπιανών χάλκινων, προβάλλονται ως αυθεντικά στοιχεία της τοπικής ιστορίας και πραγματικότητας;
Πώς μπορεί να πείσει κανείς για την εθνική πεποίθηση, όταν υπάρχουν περιοχές και πόλεις σαν την Καστοριά, που δεν διαθέτει ούτε μισή αίθουσα πολιτιστικών εκδηλώσεων, όπου δεν διοργανώθηκε ούτε μία -ούτε μισή για την ακρίβεια- πολιστική εκδήλωση από την δεκαετία του 1980 με πρωτοβουλία δημόσιου φορέα; Πώς μπορεί να έχει αυτοπεποίθηση στην ταυτότητά του ένας τόπος όπου ορισμένοι εκκλησιαστικοί ζηλωτές, συκοφαντούν μοναχούς και αμφισβητούν μοναστήρια ως δήθεν άντρα προπαγάνδας και εθνικής μειοδοσίας, ενώ άλλοι «ελληναράδες» της ίδιας θρησκευτικής αρπαχτής σκορπίζουν κατά καιρούς προκηρύξεις στους δρόμους της Καστοριάς αποκαλώντας «Τούρκο» τον (νησιώτη Ίμβριο) Οικουμενικό Πατριάρχη; Πώς να προκόψει ένας τόπος όταν οι μισοί Έλληνες αμφισβητούν την εθνική γνησιότητα των άλλων μισών;
Μπορεί να καθιερωθεί με ασφάλεια και αυτοπεποίθηση η φυσιογνωμία μιας ακριτικής περιοχής σαν την Καστοριά, όταν απωθημένοι κονδυλοφόροι μεγάλων εφημερίδων του κέντρου, που πιστοί στα νάματα του «Βουνού» ηδονίζονται στην ιδεολογία της φυλετικής μιζέριας και του εθνικού βαλκανικού κατακερματισμού και διοργανώνουν ιστορικά συνέδρια στην περιοχή, με αντικείμενο την επιστημονική τεκμηρίωση της αμφισβήτησης;
Πώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα διαφορετικά, όταν οι εγχώριοι υπερπατριώτες, οπαδοί του ανάδελφου Ελληνισμού, ψάχνουν ερείσματα συμπαράστασης και συγγένειας αποκλειστικά στον ομόδοξο σλαβικό Βορρά, ή την ραχατλίδικη Ανατολή;
Με όλα αυτά, τίποτε άλλο δεν θα μπορούσε να συμβεί. Και μόνο το γεγονός ότι συντηρείται υποτιθέμενος διάλογος στο πλαίσιο δήθεν συμβιβασμού για το «όνομα», η κατάσταση το κάνει να μοιάζει με θαύμα και επίτευγμα. Ενώ στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει είναι η αναζήτηση φόρμουλας για να φανεί λιγότερο πικρός ο βιασμός στην ελληνική κοινή γνώμη. Καθώς και ο ετεροπροσδιορισμός των νεοελλήλων που πάλλονται εντός της σαλάτας από κοινού με τις χάντρες, τους νταϊρέδες, τα «ακούσματά μας», και τα διάφορα «σύνορα της αγάπης».
[δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 28.2.2008]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.