27.9.08

ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ έγραψαν

Κύριε διευθυντά,

Στο υπ’ αριθμ. 453 / 24-7-2008 φύλλο της εφημερίδας σας δημοσιεύθηκαν δύο επιστολές του κ. Βασίλη Χριστόπουλου που αφορούσαν άγνοια του δημοσιογράφου της ΕΡΤ3 κ. Σαββίδη για τους βουλγαρίσαντες κομιτατζήδες που συνεργάστηκαν με τους ιταλούς και γερμανούς κατακτητές και διέπραξαν εγκλήματα εις βάρος του πληθυσμού της περιοχής μας.
Επειδή έζησα τις καταστάσεις αυτές και επειδή θεωρώ τα γεγονότα αυτά αξιομνημόνευτα που δεν πρέπει να περιπέσουν στην αφάνεια θα ήθελα να προσθέσω στα όσα γράφει ο κ. Χριστόπουλος και τα ακόλουθα:

Μετά την κατάληψη της Καστοριάς από τους Γερμανούς στα μέσα του Απριλίου του 1941 και την εν συνεχεία εγκατάσταση των ελληνικών αρχών από την κατοχική κυβέρνηση, ύστερα από τετράμηνο περίπου, η περιοχή μας περιήλθε στην ιταλική ζώνη κατοχής.
Στην Καστοριά εγκαταστάθηκε το 13ο σύνταγμα της μεραρχίας «Pinerolo” με μοίρα πυροβολικού, όρχο αυτοκινήτων, σχηματισμούς καραμπινιέρων και εθνοφυλάκων, στρατιωτικό νοσοκομείο, μουσική μπάντα κλπ.
Οι Ιταλοί κατά τα χρονικό διάστημα της κατοχής των, εκτός από αρπαγές σε τρόφημα κλπ, είχαν σχηματίσει και ένα τάγμα ερεύνης, που περιερχόταν τα χωριά της περιοχής μας αναζητώντας όπλα (που είχε εγκαταλείψει ο ελληνικός στρατός κατά την υποχώρηση) με βίαια μέσα φυλακίσεις, ξυλοδαρμούς μέχρι θανάτου κλπ.
Είχαν δε εγκαταστήσει στρατιωτικά τμήματα στις κωμοπόλεις και στα χωριά που υπήρχαν σταθμοί της ελληνικής χωροφυλακής.

Όταν στις αρχές του 1943 ξέσπασαν τα αντάρτικα απέσυραν τα τμήματά τους από την περιοχή και τα ‘φεραν μέσα στην πόλη της Καστοριάς.
Μετά δε την αιχμαλωσία 600 Ιταλών στο Φαρδύκαμπο Κοζάνης από τους αντάρτες, φοβήθηκαν τόσο πολύ που μετέφεραν ακόμα και τις αποθήκες του εφοδιασμού τους από την κάτω αγορά στο κέντρο της πόλης (περιοχή ορφανοτροφείου), διέταξαν δε και τις δυνάμεις της χωροφυλακής να έρθουν.
Από αυτούς άλλοι συμμορφώθηκαν και άλλοι φοβήθηκαν και εντάχθηκαν στους αντάρτες.
Κατά το φασιστικό σύστημα στον ιταλικό στρατό οι διοικητές στρατιωτικών μονάδων ασχολούνταν μόνο με τα στρατιωτικά θέματα και ένας έμπιστος του κόμματος αξιωματικός με τις στρατιωτικές υποθέσεις.

Την εποχή εκείνη, ο αρμόδιος που ήταν επιφορτισμένος με τις εν λόγω υποθέσεις, ήταν ένας έφεδρος υπολοχαγός ονόματι Ραβάλι, γλωσσομαθής, μιλούσε και ελληνικά. Αυτός είχε διακρίνει τους δίγλωσσους κατοίκους χωριών της περιοχής και κάλεσε βουλγαρίζοντες (απ’ αυτούς που είχε επαφές) με τους οποίους δημιούργησε το αξωνοβουλγαρικό ιταλικό κομιτάτο, όπως το αποκαλούσε, και τους εγκατέστησε στα κτήρια που στεγαζόταν η Ελληνική Χωροφυλακή, αφού πρώτα έκλεισε τους χωροφύλακες σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Οι κομιτατζήδες ύστερα από όλα αυτά προσπάθησαν να μπλέξουν και τους συγχωριανούς τους, επειδή συνάντησαν αντιδράσεις, σκοτώνοντας μερικούς τους τρομοκράτησαν, άλλοι φύγανε εκτός Καστοριάς και άλλοι υπέκυψαν στους εκβιασμούς.
Ο Ραβάλι τους προέτρεψε να εγκαταστήσουν φρουρές στα χωριά που είχαν εγκαταλειφθεί από τους Ιταλούς, δεν μπόρεσαν όμως να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους (λεηλασίες, σκοτωμοί κλπ) παντού γιατί το αντάρτικο είχε επεκταθεί, εγκαταστάθηκαν στα χωριά που βρισκόταν κάτω από την προστασία του ιταλικού πυροβολικού.

Μετά την άφιξη από την Βουλγαρία του περιβόητου Κάλτσεφ, έγιναν ασύδοτοι. Οι αντάρτες της περιοχής μας που ανήκαν στο Ε.Α.Μ. είχαν χαρακτηρίσει τους δίγλωσσους σλαβομακεδονική μειονότητα και προσπαθώντας να τους αποσπάσουν από τους Ιταλούς είχαν στείλει ένα μέλος της περιφερειακής τους επιτροπής το οποίο ήρθε σε επαφή με ορισμένους από τους αρχηγούς τους για να τους πείσει ότι δεν είναι Βούλγαροι αλλά Σλαβομακεδόνες. Αυτοί σε απάντηση τον σκοτώσανε και μετέφεραν την σορό του σε δημόσια θέα μέσα στην Καστοριά με την επιγραφή «το τέλος ενός αντάρτη».
Στην προπαγάνδα του Ε.Α.Μ. προσηλυτίστηκαν μερικοί, οι περισσότεροι παρέμειναν στους Ιταλούς, και μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας στους Γερμανούς, συνεχίζοντας τις δραστηριότητές τους μέχρι την εποχή που άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι οι Γερμανοί χάνουν το παιχνίδι, τότε άρχισαν να προβληματίζονται και όσοι δεν είχαν στο ενεργητικό τους εγκλήματα άρχισαν να διαρρέουν στους αντάρτες οι οποίοι φτιάξαν ένα τάγμα Σλαβομακεδόνων (όπως το αποκαλούσαν) αυτοί που είχαν διαπράξει εγκλήματα (επειδή η Βουλγαρία έκανε στροφή 180ο μοιρών προς τους Ρώσσους) πήγαν στον Τίτο που είχε μετονομάσει την Vardar Banoviva σε «Μακεδονία», ο οποίος τους δέχθηκε σαν διωχθέντες από τους Έλληνες για την «μακεδονική» τους ταυτότητα, με ανοιχτές αγκάλες.
Αυτοί είναι που διεκδικούν περιουσίες και μιλούν για «μακεδονική» μειονότητα.



Γρηγόριος Κ. Κίτσος
[δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 11.9.2008]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ