15.6.10

ΟΥΡΑΝΙΑΣ ΜΠΑΓΓΟΥ: Το παρόν κείμενο

ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα,
με λίγες αλλαγές- όμως- θα μπορούσε και να έχει

Ο Δ. Παλουκίδης άνοιξε την πόρτα και με μια γενναία κίνηση έσυρε το σώμα του έξω. Γιατί έπρεπε. Δεν ήταν όποιος κι όποιος, ο Δήμαρχος ήτανε. Μπορούσε, λοιπόν, να λείπει σήμερα, αυτό ειδικά το πρωινό της Κυριακής, από την εκκλησία; Κι αυτό που τον παρακίνησε δεν ήταν η διάθεση, μόνο, της επικοινωνίας με τους αγίους ή και με τον ίδιο το Θεό. Εκπρόσωπος του τελευταίου επί της γης τον είχε προσκαλέσει. Και μάλιστα ο ίδιος ο θρησκευτικός άρχων της περιοχής του. Κι αυτός την πρόσκληση- πρόκληση αυτή την εξέλαβε σαν ηθικό εκβιασμό, που έθιγε την αξιοπρέπειά του και αμφισβητούσε, έμμεσα, την ευρύτερη επιρροή του στην περιοχή, καθόσον ήταν εκλεγμένος και με την περισσή ψήφο του λαού.


Χαμογελούσε συχνά στον εαυτό του, με εκείνο το πλατύ χαμόγελο που φημολογούνταν ότι έκαιγε καρδιές, χωρίς να υπάρχει ψυχή γύρω του, μόνο και μόνο για να το ευχαριστηθεί αυτοπροσώπως, απερίσπαστος από τις δημοτικές και οικογενειακές έγνοιες. Κοίταξε την φωτογραφία του στον απέναντι τοίχο: ντυμένος ποδοσφαιριστής ήταν, με τους μυς καλογραμμένους και το σώμα ολόκληρο σε ελαφριά σύσπαση, σαν έτοιμος για επίθεση. Κάπου στο κέντρο του γηπέδου, όπου ήταν ο χώρος του. Καταλάβαινε ότι από εκεί άρχιζαν όλα. Πρώτα το στρώσιμο του παιχνιδιού κι ύστερα ακολουθούσε το άπλωμά του πότε προς τη μια εστία και πότε προς την άλλη. Κι αυτό, ακριβώς, χαίρονταν περισσότερο ο ίδιος, όχι τόσο τα γκολ, αλλά τα τινάγματα της μπάλας που παράσερναν και τους παίκτες, σαν παλιρροϊκό κύμα πότε εδώ και πότε εκεί, πάντα όμως γύρω από τη μπάλα που ήταν η αδιαφιλονίκητη θεά του γηπέδου. Κι αυτός, σαν έμπειρος ποδοσφαιριστής, μπορεί καλύτερος και από τον Λούα-λούα, είχε αυτή τη θεά δική του, στα πόδια του. Και τον έτρεφε αυτό, του γέμιζε την ειδική αποθήκη του εγκέφαλου που τον έκανε να αισθάνεται πλήρης και αυτάρκης κι όχι φτωχός και μίζερος.

Γιατί η φτώχεια των υλικών αγαθών, που την είχε νοιώσει από τα παιδικά του χρόνια, δεν τον έτσουζε τόσο αυτή καθ’ εαυτή. Εκείνο που τον πονούσε περισσότερο ήταν το κενό που άφηνε στην προσωπικότητά του, μια ελλειμματικότητα που την εύρισκε αταίριαστη με τις προσδοκίες και τα πιστεύω του. Και είχε βάλει σκοπό να την γεμίσει με κάθε τρόπο, με κάθε θεμιτό τρόπο βέβαια. Και τα κατάφερε συν τω χρόνω. Και καριέρα έκανε αφού περάτωσε τις σπουδές του με λίαν καλώς και Δήμαρχος εξελέγη.
Τίποτα δεν είναι, όμως, απολύτως σίγουρο και ασφαλές. Βέβαια το όνειρό του έτρεχε πραγματοποιούμενο σαν το νερό στο αυλάκι, η πορεία του έδειχνε να έχει μέλλον, αλλά πιο πράγμα στη ζωή διαρκεί για πάντα; Ιδίως τα πολύ καλά. Μήπως διαρκούν πολύ η δόξα, η υγεία, ο έρωτας; Ανεβοκατεβαίνουν στο χρηματιστήριο της ζωής κι εκείνη κάνει χάζι με τους τζογαδόρους που νομίζουν ότι θα την κοροϊδέψουν και θα ξεφύγουν από δίπλα, με τα κέρδη στη τσέπη, χωρίς να τους πάρει είδηση.

Έπρεπε, λοιπόν, να παίξει και σήμερα, όπως έπαιξε και χτες λίγο έξω από το γήπεδο, με εκείνον τον Ελληνοαμερικάνο που του ζητούσε φορτικά ένα πιστοποιητικό, ότι τελείωσε το λύκειο, για να εγγραφεί στην ιατρική σχολή. Στην αρχή νευρίασε, αλλά γρήγορα ξαναβρήκε το χιούμορ του.
Να σε πω! Του είπε, μήπως θέλεις να σε στείλω και το πτυχίο στο σπίτι, να μη κουράζεσαι; Ή νομίζεις ότι όλοι οι δικοί μου ψηφοφόροι είναι πτυχιούχοι κι έτρεξες και συ μη χάσεις;
Τον άφησε σύξυλο τον Αμερικονοέλληνα και είπε στον οδηγό του να του κάνει μια γύρα στην πόλη, έτσι για να την αισθανθεί δικιά του, ή και να περιχαρακώσει με την παρουσία του το χώρο, σα σκύλος που κατουράει ένα γύρω την περιοχή του, σημαδεύοντας την.
Και ξέχασε για λίγο τον Δεσπότη που του είχε ζητήσει να του δώσει ό,τι είχε απομείνει από τo παλιό το γήπεδο για να χτίσει μια καινούργια εκκλησιά. Αυτός, όμως, έβαλε αμέσως στοπ στην απαίτηση αυτή.
Τί εκκλησιά, Δέσποτα; Γεμάτοι εκκλησιές είμαστε, άλλα πράγματα μας λείπουν.
Αλλά εκείνος θύμωσε: θα τα πούμε στην εκκλησία το πρωί της Κυριακής, τον αποπήρε. Και το καλό που σε θέλω να είσαι εκεί!
Η πρώτη του σκέψη ήταν να μην πάει και να δώσει λίγο χρόνο στην κατάσταση να εκτονωθεί από μόνη της. Άλλωστε σ’ άλλο γήπεδο έπαιζε αυτός, σ’ άλλο ο Δεσπότης. Γιατί να μπλέξουν τώρα τα πράματα;

Ύστερα, όμως, του φάνηκε σα να φυγομαχούσε, σα να φαίνονταν ότι δείλιαζε και το έβαζε στα πόδια από ανημπόρια. Ποιος; Αυτός που δεν έλειπε ούτε από το ποδόσφαιρο ούτε από τη δουλειά του, ακόμα κι όταν ήταν άρρωστος. Φόρεσε, λοιπόν, το γκρι του κοστούμι με μια μπλε συντηρητική γραβάτα, όχι τη ροζέ που του πρότεινε η γυναίκα του, και τράβηξε για την εκκλησία λίαν πρωία. Πήγε και στάθηκε μπροστά, με πολλή ευσέβεια μάλιστα. Σε λίγο όμως ένοιωσε την αγωνία του να μεγαλώνει. Τι θα μπορούσε να του προσάψει, τι πάτημα θα εύρισκε για να του επιτεθεί ο Δέσποτας εκτός από την άρνησή του;

Κοίταξε ένα γύρω. Σαν για γινάτι σήμερα δεν έβλεπε κανέναν δικό του φίλο ή γνωστό. Τους συνήθεις θεοσεβούμενους μόνο αντίκρισε που ήξερε ότι θα υποστήριζαν με κάθε τρόπο τον Δέσποτα. Άρχισε να βηματίζει επί τόπου για να διώξει την νευρικότητα που τον φούντωνε. Προσπάθησε ύστερα να συγκεντρωθεί στο τελετουργικό της εκκλησίας, χωρίς αποτέλεσμα, και βάλθηκε κατόπιν να παρατηρεί έναν- έναν τους εκκλησιαζόμενους με περιέργεια- μέχρι καχυποψίας- σα να είχαν έρθει όλοι εδώ για να εξομολογηθούν ανομολόγητα μυστικά. Σκέφτηκε και τις δικές του αμαρτίες, που δεν ήταν και λίγες. Αλλά ζωντανός άνθρωπος ήταν. Θα ήταν ποτέ δυνατόν να ισορροπεί πάντα σε μια ευθεία προκαθορισμένη, έστω και από το Θεό, γραμμή, και να μη πατήσει και λίγο παραέξω; Κι ήταν σίγουρος, κατά βάθος, ότι κάθε καλός Θεός αυτά θα τα συγχωρούσε στον καθένα. Ανθρώπινες αβλεψίες ήτανε, που μόνο οι άνθρωποι δεν τις συγχωρούν αναμεταξύ τους.
Ανάλυση μ’ ανάλυση μόλις που ένοιωσε το παπαδοπαίδι να τον αγγίζει ελαφριά στον ώμο: κύριε Δήμαρχε, έρχεστε μια στιγμή στο ιερό, που σας θέλουμε; του είπε.

Ξαφνιάστηκε, αλλά κατά βάθος του άρεσε. Μάλλον το ξανασκέφτηκε ο Δέσποτας κι ήθελε να λύσουν το πρόβλημα αναμεταξύ τους, man to man. Κούμπωσε το σακάκι του και προχώρησε. Ο Δέσποτας δεν ήτανε μέσα- παρά μόνο ο παπάς που ιερουργούσε και τα δύο παπαδοπαίδια. Τον πλησίασαν και οι τρεις.
-Πού είναι ο Σεβασμιώτατος; τους ρώτησε.
-Λυπάμαι, είπε ο παπάς με επίσημο ύφος, αλλά ο Δέσποτας εκοιμήθη. Αυτό έχω να σας ανακοινώσω, πρώτα από όλους σε εσάς, βέβαια.
-Δεν πειράζει, θα τον περιμένω να ξυπνήσει, ήταν η απάντησή του.
-Δεν καταλάβατε καλά, ξαναμίλησε ο παπάς, όταν λέω εκοιμήθη, εννοώ ότι εκοιμήθη δια παντός.

Έμεινε εμβρόντητος. Είχε μαζέψει ενέργεια μέσα του για μία σκληρή μάχη κι αυτή τώρα τον πλημμύριζε, μη βρίσκοντας από πουθενά διέξοδο- όπως πλημμυρίζει πολύ συχνά η λίμνη, τελευταία, και δεν ξέρουμε κατά που να την συμμάσουμε.
Καλά-καλά, είπε βιαστικά, τα θερμά μου συλλυπητήρια, και βγήκε έξω από το ιερό.
Σε λίγο ο ιερέας εξήγγειλε σε όλο το εκκλησίασμα την δυσάρεστη είδηση κι ο Δήμαρχος σταυροκοπήθηκε μαζί με τους άλλους.
Το τι έκρυβε, όμως, στην ψυχή του μόνο ο ίδιος κι ο Θεός το ξέρουν, γιατί είχε κερδίσει έναν αγώνα χωρίς να λάβει μέρος στην τελική μάχη.
Μάλλον ήταν ευνοημένος από την τύχη για μια –ακόμα- φορά, ή υπήρξε –απλώς- αποδέκτης μοιραίων συγκυριών που- πού ξέρει κανείς;- μπορεί και να συνεχίζονταν με αφορμή άλλη μια, μελλοντική, πρόκληση….

1 σχόλιο:

  1. Συναρπαστικό.Μπράβο σου.Ήδη το αρχειοθέτησα. Κι εγώ νόμιζα πως γράφω καλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ