25.6.10

Β.Π. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ: Έκθεση βιβλίων σε κυματώδη έως κωματώδη διάθεση

Την 29η Μαίου ο δείκτης τιμών βενζίνης έδειχνε ...1453!
Την επαύριον παραλία Θεσσαλονίκης στον K’ Πνευματικό Μάιό της με την πανηγυρική (και σαφώς πανηγυριώτικη) έκθεση βιβλίου. Των αγίων Πάντων άλλωστε και η παραλία έγεμε πάγκων με βιβλία, καθώς ο κόρφος του πεινο-λόγιου του Πτωχοπρόδρομου «έγεμε φθείρας αμυγδαλάτας», με την παρουσία πάντων των βιβλιοχαρτοπωλών Βορείου Ελλάδος και κάτι νότια ψιλά.
Σε πρώτο επίπεδο ακριβώς μπροστά κι επί του θερμαϊκού κόλπου με την παρουσία στο βάθος πλοίων και βυθοκόρων, ελαφρώς σκούρα και κυματώδης, η θάλασσα του απογεύματος. Ενώπιόν της (κι ας γράφει ο Μ. Προυστ πως «Θάλασσα ποτέ δεν είδα δυό φορές την ίδια») κάποτε διάβαζα της «Σκακιστική νουβέλα» του Στ. Τσβάιχ καθήμενος σε παγκάκι. Την ξανάδα στο περίπτερο της Αγρα, από τα λίγα σοβαρά, κατά παράδοξο τρόπο που μετείχαν. Τώρα επ’ αυτού τούτου του καθίσματος (περίπου δηλαδή αφού άλλαξαν τόσα στην παράλια χώρα της Θ.) διόρθωνα την ομιλία για τον Λόρδο Μπάυρον και τις σχέσεις του με τον καζανίτη ιατροφιλόσοφο και ποιητή Γ. Σακελλάριο! Τα κύματα της θάλασσας («μου το ‘πανε αυτή η νύχτα μένει») που χτυπούσαν την παραλία ακολουθούσε ένα μικρό κενό πλακοσκέπαστης ξηράς και αμέσως ξαπλωνότανε οιονεί σινικό τείχος των περιπτέρων με τα βιβλία. Επί το πλείστον εκδότες της β’ και γ’ διαλογής και κατηγορίας; Κάτι ήδη φτηνό κυκλοφορούσε στην ατμόσφαιρα. Όπως στο δικό μας νιάημερο ή στα πανηγύρια του αγίου Πνεύματος που συνήθως πλην των άλλων (εκ της λογίας φύσεως της εορτής) λαμβάνουν χώρα και εκθέσεις βιβλίου. Αμέσως μετά ανοίγονταν το ευρύ περιπατητικό ελεύθερο, όπου οι απογευματινοί επισκέπτες οικογενειακώς από την ένδον πόλη αλλά και τη Μακεδονική ενδοχώρα έκοβαν ράθυμες και ορισμένως ανθυπολόγιες βόλτες, άλλωστε έκθεση βιβλίου εκεί διαδραματιζόταν. Ενα τραινάκι εν τω μεταξύ ξεναγούσε και ψυχαγωγούσε τις οικογένειες κι ένας παπάς το διασκέδαζε εποχούμενος. Μια δυο άμαξες (με δυό άλογα ή μήπως με ένα δε θυμάμαι) πηγαινοέφερναν ζεύγη ανθρώπων συλλογισμένα έως ημιχαρούμενα. Που είναι λοιπόν η κρίση, το ΔΝΤ και η κυβέρνηση τους; Από μακριά ακούστηκε κάτι σαν μπάντα. Μια διμοιρία με οπλίτες της ΕΛΑΣ κατηφόριζε συντεταγμένη και πήγαινε προς την υποστολή σημαίας στο Λευκό Πύργο κι όχι για άλλο τι. Εντελώς ειρηνικά και πατριωτικά έργα.
Σκηνές κάπως από την «Πρέβεζα» του Καρυωτάκη.

Σ’ ένα περίπτερο με πολλά βιβλιαράκια των 8 βαριά σελίδων, ένας κύριος άνω του μεσήλικος ρωτά αγωνιών τον όπισθεν του πάγκου, αν υπάρχει κάπου εδώ τουαλέτα. Κάτι αόριστον του είπε και του έδειξε ακόμα πιό γενικόλογο, αλλά όπως διαπιστώθηκε αυτή η μεγάλη ανθρωπομάζα που πήγαινερχονταν στην παραλία της πόλης των ΑνθιμοΨωμιαδοΠαπεγεωργόπουλων δεν είχε που να εκτελέσει τα διουρητικά του καθήκοντα. Οπότε μόνη διέξοδος η θάλασσα. Τη δείχνει άλλωστε κι ο Ν. Καββαδίας του οποίου μέχρι και στη εκεί εόρταζαν τα 100 του χρόνια.

Θεσσαλονίκη ΙΙ

Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης
κι ακόντιζε μυνήματα με κόκκινη βαφή.
Γραφή από τρείς και μούγινες μορτάρι και καρφί.
Μα έριχνε η Τούμπα, σε διπλό κρεβάτι, τα χαρτιά της.

Τη μάκινα γιά τον καπνό και το τσιγαροχάρτι
την έχασες, την ξέχασες, τη χάρισες αλλού.
Ητανε τότε που έσπασε το μεσιανό κατάρτι.
Τα ψέματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού.

Και τι δεν έχω υποσχεθεί και τι δεν έχω τάξει,
με τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνώ
- της Αγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι -
και τα θυμάμαι μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό.

Το δαχτυλίδι που 'φερνα μου το 'κλεψε η Οράγια.
Τον παπαγάλο - μάδησε κι έπαψε να μιλεί.
Ας εκατέβαινε έστω μιά στο βίρα, στα μουράγια,
κι ας κοίταζε την άγκυρα μονάχα, που καλεί.

Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει -
έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά.
Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά.
Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει.

Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι.
Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.
Κι αν κάποια στην Καλαμαριά πουκάμισο μου ράβει,
μπορεί να 'ρθω απ' τα πέλαγα με τη φυρονεριά.

Ακούω το τραγούδι στο σιντί «S/S ΙΟΝΙΟΝ 1934» από τους αξεπέραστους «Ξέμπαρκους» και φτιάχνομαι αναδρομικά.
Σε λίγο μια μελαγχολική και κάπως πένθιμη διαδήλωση περνά («μέσα από τα μάτια») από μπροστά μας. Είναι οι απολυμένοι από το γκουρμέ οινομαγειρείον BANQUET. Σταματούμε την ομιλία σε ένδειξη σεβασμού ότι οι διαδηλωτές, θύματα του ΔΝΤ, δηλαδή των ευτελών μας κυβερνήσεων, πρέπει να απολαμβάνουν τις τιμές του άγνωστου αγωνιστή.
Ενδον σημείωση.
Στον ισόπεδο υπαίθριο χώρο εκδηλώσεων διάλεξη δινότανε περί του Λόρδου Βύρωνος, με αφορμή τα 200 χρόνια από την έλευσή του στην Ελλάδα). Οι λοιποί ομιλητές ήταν: Αν. Μπουσμπούκης ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ περί την γλωσσολογία και η Ελένη Καρασαββίδου ποιήτρια και δημοσιογράφος.
Ο κόσμος περνούσε, κοιτούσε ουδέτερα και συνέχιζε. Ενα πλοίο-μπαρ φρύαζει προσκαλώντας την πελατεία, κι άλλα δυο τρία αραγμένα λειτουργούσαν ως λικνιζόμενες καφετέριες. Το άγαλμα του Μεγαλέξανδρου (αυτές τις μέρες έχει το γενέθλιά του ο στρατηλάγνος) κοιτούσε αυτό το κάπως «Αδιανόητο τίποτα» (Στ. Ράμφος εκδ. Αρμός). Στα δυτικά απ’ όπου ήρθαμε, η δύση πάλευε μεταξύ ημέρας και νύχτας. Δε θα βρέξει και το καθιερωμένο μπουρίνι δεν αφίχθη...Τα ξαναέζησα αυτά ως παρατηρητής («Σκηνές από μια έκθεση βιβλίου» σελ. 95 στο βιβλίο «Οι χάρτες των ονείρων μας» εκδ. Παρέμβαση, 2001) αλλά τώρα και κάπως μέτοχος.
Αλλ’ αφού ήξερες τι σε περίμενε ή μήπως δεν το γνώριζες ή έκανες πως δεν το ήξερες, τότε τι ήθελες εκεί; Αλλά η Θεσσαλονίκη σ’ «αρρωσταίνει» ακόμα και με τα σκουπίδια της. Ας πρόσεχα...
Κάτι σαν λύπη με επέστρεφε για το χρόνο ή για τον τρόπο ή και για τα δύο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ