2.11.15

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ-ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Δάσκαλος...



ΟΔΟΣ 4.6.2015 | 791


«Δάσκαλος θα πει να υψώνεις των παιδιών την ψυχή»
Σ. Καργάκος

«Πετυχημένος δάσκαλος είναι αυτός που οι μαθητές του θα τον ξεπεράσουν»
Πετσαλότσι

«Ήμουν στην τρίτη δημοτικού. Αγαπούσα πολύ τον δάσκαλό μου. Ήταν ένας ψηλός και εύρωστος άνδρας, ο οποίος όμως, είτε σου έλεγε μια καλή κουβέντα είτε σε μάλωνε, είχε τον ίδιο βαρύ τόνο στη φωνή του. Κι αν δεν καταλάβαινες ακριβώς τις λέξεις που χρησιμοποιούσε, παιδευόσουνα να δεις αν σε έχει επαινέσει ή αν σε έχει επιπλήξει. Έχοντας διακρίνει στις εκθέσεις μου κάποια πράγματα που του άρεσαν, μου είπε με τον κατηγορηματικό τρόπο που περιέγραψα: «Εσύ θα γίνεις συγγραφέας». Εγώ δεν ήξερα τι σημαίνει αυτή η λέξη. Το μυαλό μου πήγε στο ότι θα γίνω «αχθοφόρος» ή «σκουπιδιάρης». Λέω «κάτι κακό» θα είναι κι έβαλα τα κλάματα…»
Ιάκωβος Καμπανέλλης, λίγο πριν πεθάνει


Κι από τον δικό μας Ι. Καμπανέλλη στην Έλεν Κέλερ, μία από τις 100 πιο σημαντικές γυναίκες στην ιστορία της ανθρωπότητας, που η σχέση της με τη δασκάλα της είναι τόσο ανυπέρβλητη ώστε έγιναν οι δυο τους αξεχώριστες όταν ζούσαν, μα και μετά. Στον καταλυτικό ρόλο που έπαιξε η Αν Σάλλιβαν στο να βγει από το βαθύ σκοτάδι η Έλεν Κέλερ, ένα κορίτσι που γεννήθηκε υγιέστατο, αλλά σε ηλικία 18 μηνών από ασθένεια έχασε την όραση, την ακοή και τη μιλιά της, δε θα αναφερθούμε στο άρθρο αυτό. Θα πούμε όμως πως η Κέλερ, που κατάφερε να γίνει συγγραφέας σημαντικών βιβλίων, όταν τέλειωσε τις σπουδές της με τιμητική διάκριση, παρακάλεσε να βρίσκεται δίπλα της στο πόντιουμ η δασκάλα της, την ώρα που έπαιρνε το πτυχίο της:

«Πόση από τη χαρά μου στο να απολαμβάνω όλα τα ωραία πράγματα είναι εγγενής και πόση οφείλεται στην επιρροή της, δεν θα μπορέσω ποτέ να πω. Αισθάνομαι ότι η ύπαρξή της είναι αδιαίρετη από τη δική μου και ότι τα βήματα της ζωής μου είναι μέσα στα δικά της… Δεν υπάρχει ταλέντο ή προσδοκία ή χαρά μέσα μου που να μην έχει ξυπνήσει από το δικό της τρυφερό άγγιγμα», έλεγε η Κέλερ, ενώ σε γράμμα του στην Κέλερ ο Μαρκ Τουέιν γράφει:

«Είσαι ένα θαυμάσιο πλάσμα, το πιο θαυμάσιο στον κόσμο –εσύ και το άλλο σου μισό μαζί, δηλαδή η δεσποινίς Σάλιβαν-, γιατί εσείς οι δύο μαζί κατορθώσατε να δημιουργήσετε ένα τέλειο Είναι».
Αλλά κι ο Νομπελίστας συγγραφέας Αλμπέρ Καμύ είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τον δάσκαλό του, στον οποίο χρωστούσε πολλά. Διαβάζουμε τελείως συνοπτικά:

«Εκείνο το φτωχό και ξυπόλητο, ορφανό από πατέρα αγόρι που έτρεχε στα βρόμικα σοκάκια της Αλγερίας, με την κωφή μητέρα και την αυταρχική γιαγιά, κατόρθωσε να πραγματώσει τον εαυτό του, να κινηθεί με το φως στην καρδιά του, να φτάσει το Νόμπελ, αλλά να μην αρνηθεί για τίποτα την αγάπη και τον άνθρωπο, την πείνα για ελευθερία και αξιοπρέπεια. Να θυμάται για πάντα τον δάσκαλό του, που του άλλαξε τη ζωή».

Μα οι άνθρωποι που η ζωή τους άλλαξε εξαιτίας κάποιου φωτισμένου δασκάλου τους δεν είναι λίγοι. Και, καθώς εμείς εδώ σήμερα διαλέξαμε τους πιο γνωστούς ίσως από αυτούς, επιλέγουμε να κλείσουμε με την περίπτωση ενός δασκάλου όχι γνωστού, του οποίου οι μαθητές έγιναν γνωστοί, καθώς τελείως άθελά τους πρωταγωνίστησαν στα δελτία των ειδήσεων τον Σεπτέμβριο του 2004. Πρόκειται για τον Έλληνα Γιάννη Κανίδη, γυμναστή στο σχολείο του Μπεσλάν της Οσετίας (Ρωσία), όπου δολοφονήθηκαν από τρομοκράτες 186 μαθητές:

Ο Γιάννης Κανίδης ήταν ένας από τα 3.000 μέλη της ελληνικής κοινότητας του Μπεσλάν και δίδασκε στο σχολείο του για πάνω από 40 χρόνια. Τη στιγμή της εισβολής ήταν μέσα στο σχολείο κι οι τρομοκράτες που εισέβαλαν τού επέτρεψαν, λόγω της ηλικίας του (ήταν 70 χρονών), να φύγει και να σωθεί αλλά εκείνος αρνήθηκε, δηλώνοντας ότι θα έφευγε από το σχολείο μόνο αν έπαιρνε μαζί και όλους τους μαθητές του. Κι έμεινε. Αυτόπτες μάρτυρες είπαν πως ο Γ. Κανίδης διαμαρτυρόταν σθεναρά στους εισβολείς για το δράμα των παιδιών κι ας μην εισακουόταν.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία δεκάχρονης μαθήτριας που σώθηκε τελικά, της Ζαλίνα Τζετσούεβα: «Αν και ήταν ο μεγαλύτερος, ούτε στιγμή δεν κάθισε κάτω. Στεκόταν όρθιος για να μείνει περισσότερος χώρος σε εμάς τους υπόλοιπους. Όταν έστρεφαν τα αυτόματα όπλα σε εμάς τους μαθητές, διαμαρτυρόταν στους τρομοκράτες, ενώ, όταν πήραν δύο κοπέλες από το γυμναστήριο για να τις βγάλουν έξω, διαμαρτυρήθηκε και πάλι, με αποτέλεσμα να τον χτυπήσουν». Τελικά έπεσε νεκρός από τις σφαίρες των τρομοκρατών όταν προσπάθησε να αποσυνδέσει ανεμιστήρα οροφής που ήταν συνδεδεμένος με εκρηκτικό μηχανισμό, για να σώσει τα παιδιά που βρίσκονταν μαζί του στην αίθουσα του γυμναστηρίου.

«Έλληνα με ψυχή, ήθος και αξιοπρέπεια» τον χαρακτήρισε ο τότε υφυπουργός μας των Εξωτερικών, συνεχίζοντας: «Η μόνη παρηγοριά είναι ότι βρίσκεται πια ανάμεσα στα αγγελούδια του, διδάσκοντάς τους όπως μόνον αυτός ξέρει».

Και, αν όλα πήγαν όπως ακριβώς εξαγγέλθηκαν, «Κανίδειο» ονομάστηκε το σχολείο του Μπεσλάν που χτίστηκε στη θέση εκείνου που καταστράφηκε, προς τιμήν του ήρωα Έλληνα δασκάλου που θυσιάστηκε για τους αγαπημένους του μαθητές, τους οποίους αγάπησε πιο πάνω κι από την ίδια τη ζωή του. Ακριβώς όπως το είπε ο Δάσκαλος του Γένους μας, ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, που παρακινούσε τους δασκάλους να θεωρούν τη διδασκαλική τους έδρα τάφο πάνω στον οποίο θα καταθέσουν την ψυχή τους και, αν χρειαστεί, και αυτή τη ζωή τους για το καλό και την ωφέλεια των μαθητών τους.

Κι επειδή μόνον οι προκατειλημμένοι δεν εκτιμούν και δε σέβονται τον αγώνα και την αγωνία των δασκάλων που διδάσκουν ήθος σε μια εποχή γενικής παρακμής, θα κλείσω μ’ ένα ποίημα του Κώστα Καλαπανίδα που πολύ με συγκινεί:

Ιδού Αυτός

Βουίζουν οι ιδέες γύρω 
απ’ το διάφανο μέτωπό του.
Ανασκάπτει τα θεμέλια των πραγμάτων
κι υπομνηματίζει το μέλλον 
μ’ αρχαιότατο αλφάβητο.
Ξανακολλάει τις σπασμένες λέξεις, 
σαν αγγεία παλιά,
και τις τοποθετεί πλάι στις καινούργιες.
Ενώνει τις γέφυρες που έκοψε η θύελλα∙
κι η πίστη του βγάζει ξανά το ουράνιο τόξο.
Και το καλό και το κακό του ίδιου δέντρου 
είν’ οπώρες
κι ως τα γυρίσματα των εποχών τα καρτερεί.
Είναι φτωχός και δεν επαναστατεί∙ γνωρίζει!
Κι όμως στην καρδιά του κυοφορούνται 
οι δίκαιοι πόλεμοι.
Στο φτωχικό του, κόρες σεβαστικές, κατοικούν
η Δικαιοσύνη, η Αρετή και η Ελευθερία.
Ποιητής είναι, σοφός, αυστηρός προφήτης 
ή άγιος;
Είναι το φως του κόσμου και το άλας της γης.
Οι ορισμοί δεν τον χωρούν. Είναι Δάσκαλος.
(Κύριε Δάσκαλε-1971)


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 4 Ιουνίου 2015, αρ. φύλλου 791


* * * 


Λογοτεχνικό αφιέρωμα στον δάσκαλο



Δημοτικό Σχολείο Μαυροχωρίου σχ. έτος 2014-15

Οι αναγνώστες της Σχολικής μας Βιβλιοθήκης έγιναν και φέτος «βιβλιωρύχοι»: έψαξαν μες στα βιβλία που διάβασαν και βρήκαν αποσπάσματα που μιλούν για τον αγαπημένο τους δάσκαλο:

-Τρεις μέρες έμεινε μαζί του το πλήθος, ακούοντας τ’ αθάνατα λόγια. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν έλθει από χώρες μακρινές, και τα λίγα τους τρόφιμα είχαν σωθεί, αλλά κανένας δε σηκώθηκε να πάγει να φέρει άλλα.
Τους λυπήθηκε ο Ιησούς και, κράζοντας τους μαθητές του, τους είπε:
-Σπλαχνίζομαι τον κόσμον αυτό, που τρεις μέρες είναι μαζί μου και δεν έχει πια να φάγει· και πάλι να τους αποστείλω νηστικούς δε θέλω, μην αποκάμουν στο δρόμο, γιατί μερικοί κάθονται μακριά.
Του αποκρίθηκαν οι μαθητές:
-Πού να βρούμε στην ερημιά τόσα ψωμιά, ώστε να χορτάσει τόσος κόσμος;
Και τους λέγει ο Ιησούς:
-Πόσα ψωμιά έχετε;
Του αποκρίθηκαν:
-Επτά, και λίγα ψαράκια.
Παράγγειλε τότε ο Ιησούς στα πλήθη να καθήσουν χάμω, και, παίρνοντας τα επτά ψωμιά και τα ψαράκια, τα ευλόγησε, τα έκοψε και τα μοίρασε στους μαθητές του, που τα μοίρασαν ύστερα στα πλήθη, τέσσερεις χιλιάδες άντρες, χωριστά τα γυναικόπαιδα. Όλοι έφαγαν και χόρτασαν, και περίσσεψαν ακόμα επτά ζεμπίλια τροφές. Τους τα έδωσε ο Ιησούς να τα πάρουν μαζί τους και τους ξαπέστειλε.

Αθανασία Μπουρλή
Β’ τάξη, από το βιβλίο «Η ζωή του Χριστού»
της Π. Δέλτα, εκδ. Δαμιανός

-Εγώ θα φωνάζω την κυρία Λίνα όχι «Λίνα», αλλά «Σεβγκή», που στα πομακικά σημαίνει «αγάπη» και νομίζω ότι της ταιριάζει πολύ!

Αντωνία Καλαφάτη
Γ’ τάξη, από το βιβλίο «Με λένε Νιλουφέρ»
της Α. Μητσιάλη, εκδ. Πατάκη

Η καρδούλα μου χτυπάει
σα ρολόι βιαστικό
Πρώτη μέρα στο σχολείο
στο καινούριο μου θρανίο
τι καλά, είμαστε δυο.
Η δασκάλα μου γελάει
και μου κλείνει το ματάκι
Αν τα χέρια μου απλώσω
κι άλλους φίλους θ’ ανταμώσω
Τι χαρά, να ‘σαι πρωτάκι.

Αθανασία Μπουρλή
Β’ τάξη, από την ποιητική συλλογή «Της παρεούλας»
της Χ. Ηλία-Φράγκου, εκδ. Δωδώνη 

Κουράγιο, κύριε… Εμείς σας καταλαβαίνουμε. Ξέρουμε πόσο λαχταράτε για μας. Όλοι μας θα σας βοηθήσουμε.

Ντανιέλα Τερνόβα
Ε’ τάξη, από το βιβλίο «Αγαπημένε δάσκαλε δεν ξεχνώ»
της Σ. Ροδοπούλου, εκδ. Σπάθη

Η δασκάλα μας φαίνεται πολύ θυμωμένη. Παίρνει το αεροπλάνο μου στα χέρια της και συνεχίζει να φωνάζει:
«Ποιος τόλμησε να κάνει κάτι τέτοιο; Ποιος το έκανε;»

Αγγελική Πετκανά
Γ’ τάξη, από το βιβλίο «Πρώτος!»
της Μ. Παπαγιάννη, εκδ. Πατάκη

Κάμποσα πουλιά μαζεύονταν γύρω από έναν σπουργίτη που συνήθιζε να τους κάνει τον δάσκαλο. Ήταν ένας σπουργίτης που ήξερε πολλά και προσπαθούσε να μάθει στα μικρά την Αλφαβήτα της ζωής. Πρώτο και καλύτερο στο μάθημα ήταν ένα από τα Σπινάκια. Άκουγε τον δάσκαλο με μεγάλη προσοχή και πολεμούσε να φέρεται σύμφωνα μ’ αυτά που είχε μάθει. Ξεχώριζε από τ’ άλλα πουλάκια. Ήταν ευγενικό, είχε πολύ καλούς τρόπους κι ήταν περήφανο που μάθαινε την Αλφαβήτα της ζωής.

Αθανασία Μπουρλή
Β’ τάξη, από το βιβλίο «η φύλλινη πολυκατοικία»
της Δ. Τσουκαλά, εκδ. Πατάκη 

(…) Και τότε η Ζωή, με τα μάγουλα αναψοκοκκινισμένα, εμπιστεύτηκε στη Μαριάνθη:
-Ξέρεις, διορίστηκα.
-Διορίστηκες; Το λες σοβαρά; Και πού να ‘χουμε καλό ρώτημα;
-Στο Μαύροβο, χωριό έξω απ’ την Καστοριά.
Η Μαριάνθη πήδησε από την πολυθρόνα της κατασυγχυσμένη.
-Είσαι με τα καλά σου τώρα; Και γιατί δέχτηκες τέτοια θέση; Ο τόπος αναβράζει κει πάνω. Ξέρεις τον κίνδυνο;
Η μεγαλύτερη κοπέλα γέλασε ανέμελα.
-Μα γι’ αυτό ίσα-ίσα πηγαίνω. Μόνη μου το ζήτησα. Αν όλες φοβηθούν, τότε ποιος θα μάθει στα παιδιά γράμματα, ποιος θα τα μορφώσει, ποιος θα τους πει ότι είναι Ελληνόπουλα; Ξέρεις τι αγραμματοσύνη τα δέρνει τα φουκαριάρικα; Να τους μιλάμε λέει για τον Μέγ’ Αλέξαντρο, για τον Φίλιππο, για τη δοξασμένη μακεδονίτικη Ιστορία… Σε το γλώσσα να τους τα πεις, όταν κοντεύουν να ξεχάσουν και τη δική τους, όταν δεν ξέρουν καλά-καλά να συλλαβίσουν.

Αλίκη Νικολαΐδου
Στ’ τάξη, από το βιβλίο «Όταν τα νιάτα θέλουν»
της Ν. Τζώρτζογλου, εκδ. Άγκυρα

Να δεις το γράμμα του Γερμανού Καραβαγγέλη, του Δεσπότη της Καστοριάς, να σου σηκωθεί η τρίχα. Δυο χρόνια είναι κλειστό το σχολειό στο Μαύροβο, δυο χρόνια τα παιδιά χωρίς δάσκαλο.

Γεωργία Ρούδη
Δ’ τάξη, από το βιβλίο «Όταν τα νιάτα θέλουν»
της Ν. Τζώρτζογλου, εκδ. Άγκυρα

Ο Λάμπης αφέθηκε στην προστασία της και τώρα την κοιτούσε μ’ άλλα μάτια. Σαν πλάσμα από διαφορετικό, άγνωστο κόσμο. Γυναίκα με πιστόλι! Ζάρωσε κοντά της, εκείνη όμως σηκώθηκε. Έφερε κατσαρόλι νερό, περιέχυσε τη φωτιά να τη σβήσει κι ύστερα τόλμησε να μισανοίξει το παράθυρο. Σκοτάδι, παγωνιά, χιόνι και νεκρική γαλήνη. Γαλήνη που έκρυβε την καταστροφή. Αφουγκράστηκε. Το χωριό ντυμένο στο άσπρο σάβανο που έπνιγε τον κάθε ήχο, λες και κοιμόταν. Η Ζωή φαντάστηκε την καρδιά του. Μια και μοναδική πελώρια καρδιά να χτυπά τρελά από φόβο.

Στέλλα Μπουρλή
Β’ τάξη, από το βιβλίο «Όταν τα νιάτα θέλουν»
της Ν. Τζώρτζογλου, εκδ. Άγκυρα

Πήρε, λοιπόν, ο δάσκαλος το πρώτο βούρλο και το λύγισε και το ‘κανε έναν κύκλο, μια παλάμη μεγάλο, και το ‘δεσε με το σπάγκο. Ύστερα έκοψε ό,τι περίσσευε κι από βούρλο κι από σπάγκο. Το κράτησε στα χέρια του και το καμάρωσε.
-Το όμικρον, είπε κι η καρδιά του φτερούγισε από χαρά.
Έφτιαξε γρήγορα άλλο ένα, πιο πετυχημένο από το πρώτο, και του κόλλησε μια μαγκουρίτσα. Την έδεσε στο όμικρον με το σπαγκάκι, τέντωσε το χέρι που την κρατούσε και το άλφα ήταν ολόιδιο σαν κι αυτά που είχε το Αναγνωστικό του.
Από κείνο το πρωί στο σπίτι τους, στη Βόνιτσα, που γιόμισε ο νεροχύτης από το αίμα που τινάχτηκε από το στήθος του κι άρχισε η καινούρια δυστυχία τους –η παλιά ήταν που σκοτώσανε τον πατέρα του, έλεγε η μάνα του- πρώτη φορά ένιωθε έτσι ανάλαφρος, σαν έτοιμος ν’ ανοίξει φτερούγες και να πετάξει.
-Το βήτα θα με δυσκολέψει, είπε δυνατά κι η φωνή του αντήχησε παράξενα στην ερημιά.
Την άκουσε ο Πάνος και γέλασε. Είπε πιο σιγά:
-Και το θήτα και το ξι και το φι και το ψι, είναι δύσκολο να κρατήσω τη διχάλα, θα φαίνεται το σπαγκάκι και δε θα ‘ναι καλό, να δούμε πώς θα τα καταφέρω.

Στέλλα Μπουρλή
Β’ τάξη, από το βιβλίο «Τα δελφινάκια του Αμβρακικού»
του Ντ. Δημόπουλου, εκδ. Καστανιώτη.

Έτσι άρχισε το πρώτο του μάθημα ο Πάνος στους δυο φίλους του. Τον Πέτρο και την Ανθούλα. Κι εκείνοι, τόσο τους άρεσε τούτο το παιχνίδι με τα βούρλα που γίνονταν γράμματα, που όταν δε βρίσκονταν στην καλυβούλα του φίλου τους, κόβανε κι οι ίδιοι βούρλα, τα ‘στριβαν από δω, τα ‘στριβαν από κει και τα ‘δειχναν ο ένας στον άλλο.

Στέλλα Μπουρλή
Β’ τάξη, από το βιβλίο «Τα δελφινάκια του Αμβρακικού»
του Ντ. Δημόπουλου, εκδ. Καστανιώτη.

Να, Παναγίτσα μου, και κεράκι σου ανάβω ακόμα! είπε με σιγανή φωνή! Τα παιδιά γελούσαν κι εγώ απ’ όλους πιο πολύ κι όταν το ξαναθυμόμουν πάλι μ’ έπιαναν τα γέλια κι έλεγα: «Βρε τον σκάνταλο τον Κλείτο, τι σοφίστηκε, χαλάλι του να μου τραβάει τις κοτσίδες μου». Κι από τότε γίναμε φίλοι. Κι οι φίλοι πλήθαιναν κι ο καλύτερος ήταν πάντα ο δάσκαλος.

Γεωργία Ρούδη
Δ’ τάξη, από το βιβλίο «Ο δάσκαλος με το βιολί και το αστέρι»
της Θ. Χορτιάτη, εκδ. Άγκυρα

ΜΠΡΑΒΟ ΔΑΣΚΑΛΕ!

-Μπράβο, φώναξε ο δάσκαλος, μπράβο σ’ όλους σας!
Εκείνο το «Μπράβο» βουίζει σ’ όλους τους επαίνους που άκουσα από τότε. (…)
Ο δάσκαλος, καθισμένος σ’ ένα καρεκλάκι ανάμεσά μας με την καραμέλα του στο στόμα, έμοιαζε σαν λίγο μεγαλύτερος από παιδί, σαν λίγο πιο χαρούμενος από παιδί. Όμως εκείνη την ημέρα είχε δείξει πως ήταν ένας πολύ μεγάλος δάσκαλος. Είχε κάνει το σπουδαιότερο μάθημα της χρονιάς που ίσως κανένα σχολικό πρόγραμμα δεν το ‘λεγε, αλλά που το λέμε ακόμα και θα το λέμε πάντα εμείς που το πήραμε μ’ όλες μας τις αισθήσεις και του δώσαμε κι εμείς λίγο από την καρδιά μας.
Και λέω με τον νου μου πως ήταν μαγικό το βιολί του δασκάλου, σαν τη μαγική φλογέρα του παραμυθιού, και μπορούσε να βγάζει από μέσα μας ό,τι καλό είχαμε κρυμμένο, για να το δείξουμε στον δάσκαλο που αγαπούσαμε, στην ομάδα μας και στις άλλες φίλες-αντίπαλες ομάδες που τις συναγωνιζόμασταν.
Έτσι μείναμε δεμένοι μεταξύ μας στις ομάδες μας ως το τέλος της χρονιάς κι ως το τέλος του Δημοτικού και συχνά βρίσκαμε ευκαιρίες ν’ αγωνιστούμε στα μαθήματα, στα παιχνίδια, στις ζαβολιές, στις εκδρομές, στις γυμναστικές επιδείξεις, στην αποχαιρετιστήρια γιορτή του σχολείου. Κι εγώ, η πιο αδύνατη, η πιο χλομή, η τοσούτσικη κοντορεβιθούλα της τάξης μου, πότε πότε ένιωθα ν’ ανοίγω σαν το μαγικό κουτί και να ξεπετάγομαι από μέσα μου με τον καλό, γενναίο μου εαυτό που πάντα ήθελα να τον ξεπερνώ, να τον ξεπερνώ και να βλέπω αν με κοιτάει ο δάσκαλός μου.
-Μπράβο δάσκαλε! Φίλε μου δάσκαλε! Σου βάζω το μεγαλύτερο άριστα με οξεία!

Γεωργία Ρούδη
Δ’ τάξη, από το βιβλίο «Ο δάσκαλος με το βιολί και το αστέρι»
της Θ. Χορτιάτη, εκδ. Άγκυρα

Την άλλη μέρα γίναν πάλι πράγματα που ήταν απρόσμενα.
Πρώτα η κυρία Έφη ήρθε στην τάξη με ένα άσπρο-ζαχαρί φόρεμα με μια κόκκινη ζώνη στη μέση. Ίσως να ‘ταν το καλύτερό της φόρεμα. Στα χέρια της κρατούσε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο μ’ ένα μακρύ κοτσάνι. Η κυρία Έφη είχε αφήσει τα μαλλιά της ξέπλεκα κι έμοιαζε σαν δεσποινίς. Και μόλις κάθισε στο κάθισμα, πίσω από την έδρα, και σήκωσε τα μάτια της που ήταν όλο χαμόγελο, ο Αλέξανδρος προχώρησε προς το μέρος της μ’ ένα άσπρο τριαντάφυλλο στο χέρι- το τριαντάφυλλο είχε κοτσάνι αυτή τη φορά- και της το έδωσε: «Εκ μέρους όλης της τάξης» είπε ξανά σοβαρά.
Η κυρία Έφη είπε «ευχαριστώ», το πήρε, το μύρισε, χαμογέλασε ξανά και πριν προλάβει να φύγει ο Αλέξανδρος, του έδωσε το δικό της κόκκινο τριαντάφυλλο και είπε δυνατά: «Από μένα για όλη την τάξη…».
(…)Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε στ’ αυτιά μας, αλλά ούτε και στα μάτια μας. Τέτοια αλλαγή από τη μια μέρα στην άλλη! Πού ήταν κρυμμένο τέτοιο χαμόγελο που ανάβλυζε από τα χείλια και τα μάτια της και ξεχειλίζοντας έκανε να λάμπει όλο της το πρόσωπο. Αληθινά, ήταν μια σκέτη Ευλαμπία. Ευλαμπία η ευγενική. Σαν τον Σαούλ που άστραψε γύρω του ένα φως κι έγινε, από διώκτης, Παύλος ο υποστηρικτής. Ένα φως. Μπορεί να ‘ταν από το μεγάλο γιατρό ή κι από το τριαντάφυλλο. Όπως και να ‘ταν, ήταν τόσο ωραίο που η δασκάλα μας από κυρία Έφη η αυστηρή άλλαξε κι έγινε Ευλαμπία η γεμάτη χαμόγελο και καλή διάθεση.

Γεωργία Ρούδη
από το βιβλίο «Χωρίς κοτσάνι»
του Δ. Ιωαννίδη, εκδ. Πατάκη

Την πρώτη μέρα που μπήκα στην τάξη μου, ώσπου να βολευτώ στο καρεκλάκι μου και να βάλω την τσάντα μου μέσα στο τραπεζάκι που άνοιγε σαν καπάκι από πάνω, έτρεμα λίγο από μέσα μου σαν να κρύωνα, κι έτσι σήκωσα τα μάτια μου να δω τον δάσκαλο. Ήταν ένας μικρούλης τοσοδούλης δάσκαλος μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο και μας είπε «καλημέρα». Μετά έβαλε ένα καρεκλάκι, απ’ αυτά που ήταν για τα παιδιά, μπροστά από το τραπέζι που το είχε για έδρα, πήρε ένα βιολί από μια θήκη, κάθισε στο καρεκλάκι, έβαλε ένα άσπρο μαντίλι ανάμεσα στο βιολί και στο σαγόνι του, έγειρε το κεφάλι κι άγγιξε τις χορδές με το δοξάρι. Τι όμορφη που έγινε η τάξη μας! Κι από εκείνα τα δυο μεγάλα παράθυρα πόσος ήλιος κι ουρανός πέρασε μέσα! Κι από το βιολί πόση γλύκα ακουμπούσε μέσα μας! Κι όλη η τάξη γέμισε τραγούδι που στάθηκε πάνω στις κομμένες ανάσες μας. Όταν ο δάσκαλος σταμάτησε, μας είπε τα λόγια από την προσευχή που είχε παίξει, μετά σιγανά άρχισε να την τραγουδάει και να τη δένει με τους ήχους του βιολιού. Σε λίγο ο δάσκαλος, τα παιδιά, η τάξη με τα μεγάλα παράθυρα, τον ουρανό και τον ήλιο, γίναμε όλοι ένα τραγούδι, μια προσευχή.

Αρετή Σαββουλίδου
Ε’ τάξη, από το βιβλίο «Ο δάσκαλος με το βιολί και το αστέρι»
της Θ. Χορτιάτη, εκδ. Άγκυρα

Επιμέλεια δράσης και αφιερώματος η υπεύθυνη της Βιβλιοθήκης και δασκάλα τάξης κ. Σ. Ευθυμιάδου


Δημοσιεύθηκε στις 11 Ιουνίου 2015, αρ. φύλλου792


2 σχόλια:

  1. Αναγνώστης2/11/15

    Εκπληκτική η δράση του Σχολείου και οι μαθητές δούλεψαν σαν μέλισσες! Αξιομίμητοι! Θερμά συγχαρητήρια!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. καστοριανος πολιτης27/1/16

    Είναι εκπληκτικό που εδώ και 2 μήνες το αφιέρωμα στον δάσκαλο είναι στα δημοφιλέστερα άρθρα της ΟΔΟΥ. Αποδεικνύει πόσο πολύ τιμούν τον δάσκαλο άνθρωποι όπως οι αναγνώστες της εφημερίδας που το διαβάζουν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ