[...] «είναι η Ελλάδα... και μόνο αυτή η σκέψη δεν είναι αρκετή να μας συγκινήσει;» [...] θα την έβλεπα επιτέλους, λαμπερή, να βγαίνει από τα νερά μαζί με τον ήλιο!
G. de Nerval
Mε θλίψη σχεδόν διάβασα την Κυριακή 18/7 το άρθρο του Χρ. Γιανναρά στην Καθημερινή με τον τίτλο: «Απίθανη, αλλά μόνη ελπίδα». Ο ακούραστος πνευματικός άνθρωπος επικαλείται σαν την μόνη ελπίδα για τη σημερινή τραγική συγκυρία στην οποία έχει περιέλθει η χώρα την αφύπνιση του ελληνικού «λόμπι», της ομογένειας των απανταχού ανά την υφήλιο διασκορπισμένων Ελλήνων. Των «έξω από την Ελλάδα Ελλήνων» όπως τους αποκαλεί. Τέλος, καθώς συνειδητοποιεί πως κάτω από τις παρούσες συνθήκες κάτι τέτοιο αποτελεί ουτοπία, αποθέτει την ελπίδα του στην Συντακτική Εθνοσυνέλευση. Μια ελπίδα αναιμική και σχεδόν αδιέξοδη. Γι’ αυτό κι η από μέρους μου -ως συνεπούς αναγνώστη της επιφυλλίδας- θλίψη.
Γιατί όμως άραγε οι ελληνικής καταγωγής πολίτες των ΗΠΑ, της Αυστραλίας, των χωρών της Νότιας Αμερικής, της Νότιας Αφρικής, οπουδήποτε στην Ευρώπη και αλλού στον Κόσμο θα πρέπει να εξεγερθούν; Γιατί να αντιδράσουν; Γιατί ελπίσαμε ίσως όλοι μας να έχει ήδη υπάρξει από μέρους των μια σθεναρή απάντηση; Παραδείγματος χάριν μια έγγραφη διαμαρτυρία-δήλωση των λαμπρών επιστημόνων και πνευματικών τέκνων της πατρίδας που διαπρέπουν «εις την ξένην» να ενώσουν τη φωνή τους απέναντι στα νέα δεινά και τον απειλούμενο αφανισμό της Πατρίδας. Τούτο δεν θα θεωρούσε σαν χρέος του και με σπουδή δεν θα έπραττε σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις στο παρελθόν κάθε ξενιτεμένος Έλληνας που ένιωθε ακόμα στις φλέβες του να κυλά το αίμα των γενεών και της μνήμης; («Εάν σου μακρυνθώ Ιερουσαλήμ...»).
Η ζοφερή μελλοντική μοίρα της μικρής μας χώρας, έτσι όπως αυτή σκιαγραφείται από τις τοποθετήσεις των ηγετών της Ευρωζώνης, τα εντεταλμένα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τους διεθνείς αναλυτές και οικονομολόγους, τους σοβαροφανείς και άκρως επιτηδείους τραπεζίτες, τους «έγκυρους» διεθνείς οίκους αξιολόγησης (ειδημόνων στην... «απαξίωση» οικονομιών και κοινωνιών) θα έπρεπε λογικά να τους έχει συγκλονίσει, να 'χει ξυπνήσει μέσα τους το σαράκι της φιλοπατρίας και αυτό ν' αφήσει να σκάσει με τη σειρά του το άνθος μιας μεγάλης κραυγής...
«Να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα
η τρομερή μας η λαλιά»
Tίποτε όμως δεν συνέβη. Κανένας Έλληνας (ή Φιλέλληνας) δεν διακρίνεται πια, πλησίστιος στα Ομηρικά ακρογιάλια, ν' ανεμίζει το φλάμπουρο της δικής του τρέλας, της αγάπης του για την χώρα του Περικλέους, του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Αρχιμήδη, του Φειδία, του Μιλτιάδη, του Λεωνίδα, του Επαμεινώνδα, του Πυθαγόρα και άλλων.
Χάρη στο μεταπολιτευτικό πολιτικοκοινωνικό εξάμβλωμα που μας προέκυψε και υιοθετήθηκε ως σύστημα διαχείρισης των δημοσίων, αλλά και πολύ νωρίτερα μέσα στο περιβάλλον του ξεθεμελιωμένου μετεμφυλιακού κράτους με οριστική τη σφραγίδα της επάρατης δικτατορίας του ΄67, φροντίσαμε επαξίως οι νεοέλληνες να στομώσουμε τα πιο κοφτερά μας μαχαίρια. Να ξεπουλήσουμε φτηνά τα πιο ακριβά μας κοσμήματα.
Η ομογένεια στην Αμερική -που τόλμησε μέχρι και ελληνικής καταγωγής πρόεδρο να αξιώσει να εκλεγεί- διέρχεται τούτη την ώρα την τέταρτη γενεά μετά το πρώτο κύμα της μετανάστευσης. Πιθανότατα τα τέκνα αυτής της γενεάς ούτε που γνωρίζουν κατά που πέφτει το χωριουδάκι του παππού -κι αν μάλιστα αυτό εξακολουθεί να υφίσταται στο χάρτη ενδεχομένως να το επισκέπτονται μονάχα με το Google Εarth, δεν θα «σκαμπάζουν γρί», σχεδόν ούτε μια λέξη ελληνική. Αυτήν την ομογένεια δεν την αγαπήσαμε, δεν αγκαλιάσαμε ποτέ τίποτα δικό της, δεν τιμήσαμε ποτέ καμιά προσφορά της. Ζηλοφθονία για την προκοπή τους και πλεονάζουσα επαρχιώτικη κακότητα για την ξεχωριστή τους μοίρα τους επιφυλάξαμε πάντα. Με ειρωνικά σχόλια και γελάκια συνοδεύαμε κάθε φορά «την ανεκδιήγητη κακογουστιά τους» με τις ετήσιες παρελάσεις των τσολιάδων και των αρχαίων πολεμιστών με τα σανδάλια, τις χάρτινες ασπίδες και τα δόρατα στην 5η λεωφόρο της Νέας Υόρκης, την οργανωμένη τους συλλαλητηριακή αγωνία για την τύχη της Μακεδονίας, ίσως και την κινητοποίησή τους για το Κυπριακό...
Εμείς εδώ συνεχίζαμε να τελούμε, ευκαιρίας δοθείσης, τις μεγαλειώδεις μας παρελάσεις για την τόνωση του εθνικού φρονήματος με αληθινό στρατό -εικονική πραγματικότητα, ενώ μέσα όλα ήταν μπάχαλο- και φανταχτερή επίδειξη των εκατομμυρίων απολεσθέντων ευρώ (σε μίζες και τροφοδοσίες ξένων κρατικών λογαριασμών και βαλαντίων) που με τη μορφή τεθωρακισμένων φρουρίων, ή με θόρυβο σιδηρών ιπταμένων αντικειμένων, έκαναν έκδηλη και μοναδική την παρουσία τους. Μάλιστα κάποτε συνδέσαμε -τι άδικο!- τη δράση των αδερφών μας με τα πιο άρρωστα ελληνικά συμβάντα, με την εγκαθίδρυση της επταετούς γάγγραινας της δικτατορίας των συνταγματαρχών, καθώς νιώσαμε πως κι εκεί έβαλε το χέρι του το -ενοχλητικό- λόμπι.
Τους οικτίραμε λοιπόν γιατί αγαπούσαν μια «κιτς» χώρα. Εκείνη την Ελλάδα που τους είχαμε αφήσει να θυμούνται. Εκείνη την Ελλάδα την ανύπαρκτη και αστεία που τους είχαμε επιτρέψει ν' αγαπήσουν.
Tην πιο κακόγουστη Πατρίδα που κομμάτι κομμάτι και χρόνο με το χρόνο στήνονταν σαν μια Βαβέλ που βάθαινε κι άλλο την παρεξήγηση, την παρανόηση και την χαλάρωση του κοινωνικού ιστού, την απώλεια κάθε στόχου και προορισμού για το μέλλον.
H Ελλάδα είναι για μένα ένα βιβλίο που η ομορφιά του έχει ξεθωριάσει γιατί μας το διάβασαν σε μια ηλικία όπου δεν μπορούσαμε να το καταλάβουμε.
Λαμαρτίνος
Βλέπαμε με αδιαφορία τη βιασμένη γη από το τέρας της στρεβλής τουριστικής ανάπτυξης, της άμετρης εγωπάθειας και της επιδεικτικής μανίας του νεοπλουτισμού χωρίς κανένα σεβασμό σε Κοινωνία Πολιτών, νόμους, καθεστώς αρμονικής συνύπαρξης με τον άλλον. Η μη αναγνωρίσιμη πλέον πατρώα γη πώς ν' αγαπηθεί τώρα; Και που να επιδειχθεί;
Τους «εξω» Έλληνες συνηθίζουμε να επικαλούμαστε σε κάθε δεινή ανάγκη λες και ανήκουν στο πυροσβεστικό σώμα, ή σαν να πρόκειται για καλά εκπαιδευμένους ναυαγοσώστες. Πότε όμως τους φυλάξαμε σαν αγαπημένα (και ολάνθιστα) κλωνάρια του εθνικού κορμού;
Σκέφτομαι, αν στη μεταπολιτευτική περίοδο, αντί για κείνες τις αλήστου μνήμης αντιαισθητικές και κακόηχες θερινές «πολιτιστικές εκδηλώσεις» των κενόδοξων δημαρχαίων και του ανεγκέφαλου (στις πλείστες των περιπτώσεων) Υπουργείου Πολιτισμού είχε επιλεγεί φερ΄ ειπείν «η γιορτή των Αποδήμων»... όπου θα καλούνταν για φιλοξενία στις πόλεις και στα χωριά τους στον τόπο καταγωγής κάθε καλοκαίρι τα Ελληνόπουλα όλης της γης. Να έρχονται σε επαφή με συγγενείς και φίλους των δικών τους, να μυούνται τα παιδιά αυτά στην ανεπιτήδευτη και απείραχτη ελληνικότητα, ν΄ ακουμπήσουν στην ανοιχτή καρδιά του ελληνικού θέρους... Και να εκπαιδεύονται σε ταχύρρυθμα σχολεία γλώσσας, όπου οι αιωνίως αδιόριστοι και εις τα αζήτητα του εκπαιδευτικού συστήματος παραμένοντες καθηγητές της ελληνικής γλώσσας (βλέπε της ελληνικής φιλολογίας) θα προσέφεραν τις υπηρεσίες τους. Εθελοντές -ή έστω «επιδοτούμενοι» συγγενείς, φίλοι, ξενοδόχοι - θα πρόσφεραν στέγη και φιλοξενία στα Ελληνόπουλα της διασποράς, κρατώντας τους δεσμούς ισχυρούς και τη μνήμη σύμμαχο πλέον για κάθε περίπτωση... Το Υπουργείο του Αποδήμου Ελληνισμού θα έπρεπε να ανήκει στην πρώτη δεκάδα των σημαντικών υπουργείων. Όμως όλ΄ αυτά ανήκουν πλέον στα όνειρα θερινής νυκτός. («Στερνή μου γνώση...»)
Όσο για τους σιωπηλούς πνευματικούς άνδρες τους κατέχοντες ακαδημαϊκές θέσεις στα ξένα. Είναι γνωστό τοις πάσι ότι πολλούς τους έχουμε διώξει με σκληρό τρόπο. Όσοι αριστεύουν σε πανεπιστήμια του εξωτερικού και καταλαμβάνουν επαξίως ζηλευτές θέσεις είναι οι ίδιοι που το σύστημα εδώ δεν άντεξε και δεν ανέχτηκε ποτέ. Κι αφού «Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος» τους κλείσαμε πονηρά το μάτι. Και κλείσαμε για πάντα την πόρτα...
Εμείς επιδοθήκαμε σ΄ όλες τις επιδόσεις των καπάτσων και των επιτηδείων. Σε αλλόφρονες επιδείξεις προϊόντων ζωώδους πλουτισμού. Οι νομιμοηθικές πρακτικές (σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης) δεν άφησαν κανέναν νεοέλληνα αδιάφορο. Παραβιάζοντας κάθε κώδικα ηθικής, κάθε κανόνα κοινωνικής συμβίωσης, μέσα στα πλαίσια μιας καθολικής ηθικής κατάπτωσης και καταναλωτικής μέθης ιδρύσαμε «το νεοελληνικό όνειρο». Φτάσαμε στο ναδίρ πτωχεύοντας τη χώρα, ενώ οι παχυλές καταθέσεις στις τράπεζες ομολογούν μια αδικαιολόγητη ευμάρεια.
Τα καμένα δάση στενάζουν κτισμένα με ανακτορικά κατασκευάσματα -βίλες και μεζονέτες: αυτές οι απίστευτες Βερσαλλίες του νεοέλληνα- και τα σπίτια δίπλα στο κύμα για το καλοκαίρι με τις αδήλωτες πισίνες, και τα τερατώδη τετράτροχα στους εθνικούς δρόμους ομιλούν και βοούν για τους απίστευτα πλούσιους πολίτες μιας σχεδόν... πτωχευμένης χώρας.
Η άρρωστη κοινωνία μας "έχει χάσει και τ' αυγά και τα πασχάλια".
Γιατί πως αλλιώς να εξηγηθεί η περίεργη παρανόηση -ή σκόπιμη διασύνδεση- του αρχαίου κλέους με το σύγχρονο κατάντημα;
Στην ανακοίνωση των («νομίμως» -φυσικά- κρατικοδίαιτων και παχυλώς -φαντάζομαι- αμοιβομένων) συνδικαλιστών του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου απέναντι στην πρόσφατη πρόταση της Τράπεζας Πειραιώς για εξαγορά με «εξευτελιστικό τίμημα» της εργασιακής των παστάδος ενώ ευλόγως αποσιωπάται ο ρόλος του (ελεγχόμενου από το ελληνικό κράτος) Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου κατά την περυσινή καλοκαιρινή του, πανθομολογούμενη και λίαν προσοδοφόρα για την σημερινή κεφαλαιακή του αποτίμηση, επίδοση στην αγορά CDS (ήτοι των ομολόγων-προγνωστικών υπέρ πτωχεύσεως... του Ελληνικού Κράτους) προβάλλεται αυτό σαν κληρονομιά του ένδοξου παρελθόντος με την φράση: «Ο Παρθενώνας δεν πωλείται!».
Μωρέ τι μας λένε! «Παρθενώνας» είναι η ψυχρή οικονομική πολιτική μια μικρής τράπεζας, το κομματικό αλισβερίσι, το φαγοπότι και η εργασιακή ύβρις;
Αναζητούνται λοιπόν και πάλι οι Φιλέλληνες. Εντός και εκτός Ελλάδος. Το «Πίρι Ρέϊς» και το «Τσεσμέ» αλωνίζοντας κατακαλόκαιρο ολόκληρο το Αιγαίο συνιστούν μια ακόμα (σιωπηρή) προκαταβολή μας στα διεθνή δάνεια και την εγκαθίδρυση της Νέας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της οποίας τα ήθη ως κοινωνικό σώμα ποτέ δεν πάψαμε να υπηρετούμε.
Απομένει η δίκαιη ενσωμάτωση, ή η επανεμφάνιση των Φιλελλήνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.