17.8.10

ΧΡΗΣΤΟΥ ΤΖΗΜΑ: Συλλογή

Οδηγώντας τα χαράματα πίσω από αστερίσκους πάγου στο παρμπρίζ, συλλέγει εικόνες σαν άπειρος κινηματογραφιστής, μήπως και καταφέρει να τις ενώσει, μήπως και προκύψει το όλον, σκουπίζοντας με το μανίκι του το τζάμι. Όπως στον σκοτεινό θάλαμο.

Χαμηλά μηλόδεντρα, χωμάτινες ιστορίες πέρα από τις καλαμιές. Κάτω απ' τον ναΐσκο της Μεταμόρφωσης του Κυρίου, σήμερα ξερολιθιά στο λόφο, ένα έγκλημα στη λίμνη. Την άνοιξη, μετά από το κλάδεμα, βάζουν φωτιά στα ποτήρια με τα τσίπουρα στα τραπέζια των καφενείων. Έριξε γλυφό νερό τον σκληρό μήνα. Κάψα στον μεγάλο γύρο, μικρός με το ποδήλατο. Μια σακούλα κλεμμένα ροδάκινα, ελευθερία, τα πρώτα του ταξίδια. Χρόνια μετά, ένα χωριό στην ακρολιμνιά, κτίσιμο, φωτιά, λίγο παρακάτω. Κάτω από τα ψηλά λευκάδια έμαθε οδήγηση. Ο πατέρας τον επαινεί, τον διορθώνει. Δέκα τεσσάρων ετών. Βόλτα με το καινούριο αμάξι, φόβος. Είκοσι οκτώ χιλιόμετρα. Φθινόπωρο η σοδειά, έμποροι, φορτηγά, υπολογισμοί, ο ιδρώτας με το κιλό. Κόκκινος ουρανός, στην ακτή γερμένο το παλιό καράβι, μικροί τσιγγάνοι σπάζουνε τα ξύλα για τη φωτιά.



Πηγαίνει προς την πόλη. Φουντουκλή. Σταφύλια γαλλικά, μοσχάτα, το αμπέλι ρημαγμένο, φύλλα καρυδιάς στο βαρέλι, κέρασμα πελτές. Λιγοστές λέξεις άνυδρες. Τα χωράφια γίναν οικόπεδα, η βρύση πλατεία.
Με νοικιασμένες ορθοπεταλιές τριγυρίζει στην πλατεία Βαν Φλητ. Καφεζυθεστιατόριον "Τα κύματα". Φωτογραφία του '55, το κτήριο στα θεμέλια. Φωτογραφία του '69, παραπατώντας τριών ετών στον κυματοθραύστη. Τον Αύγουστο η παρέα παραγγέλνει γριβάδι, υποβρύχιο βανίλλια. Μετά όλα σώπασαν, η ξυλόσομπα στη μέση έσβησε, οι σερβιτόροι επέστρεψαν στο χωριό. Από το άγαλμα του μητροπολίτη, Κυριακή απόγευμα, παρακολουθεί την μπάντα. Πρέβεζα. Περίπατος ως τον Ναυτικό όμιλο. Παγωτά, τακούνια, καφετέριες. Τον χειμώνα που τα νερά ανέβηκαν στα δέντρα, πάγωσαν απ' τον αγέρα, γλυπτά κεφάλια, βέλη, σχήματα αλλόκοτα, κρεμάστηκαν απ 'τα κλαδιά. Ζουρνάδες και τρομπέτες αντιλάλησαν πάνω τους. Ταραρά τάραρα, ταραρά τάραρα. Τον χειμώνα που η λίμνη, λευκή έρημος, τσάκιζε τον βοριά στους γιακάδες. Ένας άνδρας μ' ένα παιδί στη γέφυρα ταΐζουν τα πουλιά πετώντας ψηλά κομμάτια ξερό ψωμί. Κάτω απ' το γκρι τ' ουρανού, ξύλα μπηγμένα στο χιόνι.

Στο νεοκλασικό της οδού Χριστοπούλου με το γραμμόφωνο και τον μεγάλο κήπο, κοντοστέκεται. Σαλτσούνια, ντολμάς, ισλί, σάλιαροι, ταβάς. Τρομάζει στο κρύο σκοτάδι του Αϊ-Στέφανου. Ποδόσφαιρο στον περίβολο των Αγίων Αναργύρων, τα δάχτυλα ψαύουν τα βήσσαλα. Στο Απόζαρι η στάθμη έπεσε, τα νερά τραβήχθηκαν.

Ως την καμμένη εκκλησιά του Αϊ-Σωτήρα, όπου ανεβαίνουν τα σκαλιά για το βουνό. Σχολική εκδρομή. Ολιγομίλητος, με γιο στο Παρίσι, ο ηλικιωμένος φροντίζει τις τριανταφυλλιές, μαλώνει τα παιδιά. Στο σπίτι του χαραγμένα τα αρχικά στο μαρμάρινο κατώφλι. Του Αϊ-Δημήτρη έστηνε τη σημαία, βρέθηκε νεκρός στα βράχια. Οι κακαβιές ξεράθηκαν. Μαθητές με φυσοκάλαμα. Πεύκα, κυκλάμινα, σκοτεινά αυτοκίνητα. Στα παγκάκια ξυμένες καρδιές, καφέ βελόνες.
Παίρνει τον νέο δρόμο από τον Αϊ-Θανάση για την παραλία.
Ξυπόλητοι στην καυτή άσφαλτο τρέχουν για αναψυκτικό στο εξοχικό κέντρο. Βουτιές με τα εσώρουχα, πέτρες, νεροφίδες. Μια μέρα ανοίχτηκαν στη μεσάδα με καράβι, κρυφά. Δέρματα στον ήλιο, ανάμεσα στα πλατάνια. Κομμένη πετονιά, δυο νεκρά ψάρια. Τα φύλλα τσακίζονται τον Νοέμβριο στα βήματα του συνταξιούχου καθηγητή. Κρατς. Χρρατς. Κρατς. Τα ρουθούνια παγώνουν, το παράθυρο αλλάζει χρώματα στις βραδινές ειδήσεις. Οι καμινάδες χάσκουν, μυρωδιά καμμένου ξύλου στις ούλτσες. Κάστανα, καρύδια, κυδώνια, μηλόπιττες. Στα σπίτια της παλιάς πόλης ξεροκαταπίνει, παλιό θυμάρι στον ουρανίσκο.

Παρά την αναστάτωσή του, οι εικόνες γυρίζουν σφυριά, τα πρόσωπα, η ομίχλη. Θέλοντας να σταματήσει, παρασύρεται. Παραμονή Χριστουγέννων το πρώτο χιόνι. Αναδύεται εν χαρά.
Μετράει τις φορές που πέρασε τους δρόμους, ο Ντίνος, ο Γιώργος, ο Γιάννης. Παίζουν μπάσκετ στις κούνιες τα εφηβικά καλοκαίρια. Καθισμένοι στα σκαλιά με κιθάρες, γλάροι στροβιλίζονται. Στα Πετσιά ο παφλασμός του νερού. Φλάαφ. Φλαφ. Φλάαφ. Λίγες λέξεις ακούγονται ακόμη στις αυλές. Βούζια, σαλούδια, μπουράνια, πυρόγια. Στη μύτη νοτισμένος πλάτανος, ερείπιο, παλιό χώμα. Κράζουν. Ώχρα, πράσινο, λευκό. Νύχτα γαλήνια, ημέρα βουβή. Η βροχή καθάρια.
Περπατώντας αναπαύεται. Γενέθλια γη μνημών. Ξεμακραίνει κι επιστρέφει.

Ανεβαίνοντας σκυθρωπός προς την οδό Μητροπόλεως. Ζαχαροπλαστείο Τζήλλα. Γάμοι, γενέθλια, βαφτίσια. Η πόλη στον δείκτη του αγάλματος. Του έρχεται μπροστά στα μάτια η τελευταία επίσκεψη στον Γράμμο. Μια θάλασσα από κόκκινα φύλλα. Δρυς, δρυς, μάρμαρο, πεύκο, πέτρα. Δικαστικό μέγαρο, μουρμουρητά, φασαρία. Εκδικάζεται φόνος από άλλη πολιτεία. Κατάστημα παιδικών παιχνιδιών. Όπλα, αυτοκίνητα, κούκλες, συναρμολογούμενες φρεγάτες και αεροπλάνα. Σ' ένα χάρτινο κουτί τα πηλίκια, οι κίονες του γυμνασίου, η ασπρόμαυρη νιότη, το τείχος με τα βρύα. Γκαζοτενεκές στο Τζαμί. Οι φωνές της μητέρας μόλις έπεφτε η νύχτα.

Στο Τσαρσί σχολάει ο απογευματινός κύκλος. Βιβλία, ρούχα γαλάζια, τετράδια με σκόνη απ' την Κουμπελίδικη. Το κύπελλο της ομάδας στο οβελιστήριο. Σαργκάνης, Τσιρώνης, Δίντσικος. Από το στενό της Αγίας Παρασκευής ξεστρατίζει προς το ψηλότερο σημείο της πόλης. Ξενία. Τρέχουν με ρετσινωμένα ρούχα. Η ησυχία της γειτονιάς που τον ανάθρεψε, ο κωπηλάτης που χάθηκε στη χειμωνιάτικη λίμνη. Στην λέσχη αξιωματικών βεγγέρα με τους γονείς, ο υπάλληλος με το παλιό μηχανάκι ανεβαίνει προς τη δεξαμενή νερού με βουητό. Φωτογραφία του '80 στην κυκλική νησίδα, όρθιοι οι μεγάλοι, καθιστοί οι μικροί. Ακούγεται το κλείστρο. Σε μια σοφίτα της Ομόνοιας οι πρώτες φωτογραφίες, τα πρώτα θραύσματα. Γύρω από την πλατεία, Μεγάλη Παρασκευή, ροδοπέταλα, κεριά, Ένωση Γουνοποιών, μουσικοφιλολογικός σύλλογος, ω, γλυκύ μου έαρ. Προς την Μητρόπολη, απ' το καμπαναριό, στην οδό Εβραΐδος. Ημιυπόγειο, σίδερα στα παράθυρα. Οι μηχανές γουναρικής κι οι ποδιές στα άσπρα φώτα. Ρρρρ. Ρρρρρρρρρρ. Ρρρρ. Αρχοντικό που έγινε ξενώνας, κατήφορος.
Κινούμενος συνδέει τα χρόνια με τα γεγονότα, τα πρόσωπα με τις γειτονιές. Πριν, μετά, τότε.

Δυο σκαλιά κάτω και κάθεται δίπλα στις βάρκες. Στην νέα παραλία πλέον οι εορταστικές παρελάσεις. Με στολή στην οδό Γράμμου. Έλεγχος βαθμολογίας, επίσκεψη γονέων και κηδεμόνων στο σχολείο. Ο Αϊ-Μηνάς, το δασάκι και ο γύρος. Καρέκλες, τραπέζια, περίπατοι. Ο τάδε χώρισε, η ανηψιά πήρε το πτυχίο της, ο δείνα έφυγε για την Αμερική. Στο τέρμα το διοικητικό μέγαρο, γρήγορα βήματα, γραβάτες, φάκελοι, υποθέσεις. Σταθμός υπεραστικών λεωφορείων. Από το χνοτισμένο τζάμι παρακολουθεί αποχαιρετισμούς, κατευόδια. Λεωφόρος Κύκνων. Δακρύων έξοδος, δακρύων είσοδος. Θεσσαλονίκη, Έδεσσα, στάσεις, βροχές, επιθυμίες.
Απομακρυνόμενος, από τη θέση Πέτρα διακρίνει τον Σταυρό.

Τα Φώτα, λάμπει ανάμεσα στους πάγους. Ακίνητη ίριδα, υψωμένα χέρια έξω από το νερό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ