22.7.11

ΟΔΟΣ: Αγανακτέω-ώ

Το κίνημα των «αγανακτισμένων» που τις τελευταίες ημέρες σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, όλες τις μεγάλες αλλά και σε μικρότερες πόλεις της χώρας -στις οποίες κοινός παρονομαστής είναι ο αστικός πληθυσμός- αποτελεί φαινόμενο νεότατο στην Ελλάδα, μιας και αποκλείονται τα κόμματα απ’ αυτό. Εκδηλώνεται όμως εντελώς και αδικαιολόγητα καθυστερημένα. Για τον λόγο αυτό και για να καλυφθεί το κενό της καθυστέρησης, εκδηλώνονται και μερικές υπερβολές.

Στην Αθήνα, όπως συνέβη σε πρωτεύουσες του ευρωπαϊκού νότου που παρουσιάζουν κοινά κοινωνικά χαρακτηριστικά (διάβαζε Μαδρίτη), θα έπρεπε να είχε εκδηλωθεί το αργότερο, αμέσως μετά τις οργανωμένες από κόμματα και συνδικαλιστικούς φορείς περσινές διαδηλώσεις «διαμαρτυρίας». Που είχαν σαν αποτέλεσμα τον εμπρησμό κτηρίου τράπεζας στη καρδιά της Αθήνας και τον τραγικό θάνατο -για δολοφονία επρόκειτο- αθώων εργαζόμενων.

Μόνο που σε μια τέτοια περίπτωση, οι διαδηλώσεις θα έπρεπε να στρέφονται κατά του κυνισμού των κομμάτων διαμαρτυρίας και των εργατοπατέρων. Για την παγερή αδιαφορία τους μετά από εγκληματικά επεισόδια, στα οποία ήταν οι ίδιοι ηθικοί αυτουργοί. Όπως συμβαίνει δεκάδες χρόνια στα επεισόδια που συνοδεύονται από εκτεταμένες καταστροφές και λεηλασίες στα κέντρα των μεγάλων πόλεων και ειδικά της Αθήνας με αφορμή τις κομματικές και παραταξιακές διαδηλώσεις που παραλύουν την χώρα. Διότι κάπως έτσι θα αντιδρούσε ο απλός λαός στην Ισπανία, όπως αντίστοιχα έπραξε με τις μαζικές διαμαρτυρίες του απλού κόσμου που ενώθηκε  απέναντι στα χτυπήματα διαφόρων τρομοκρατικών οργανώσεων που έδρασαν στην Ιβηρική.

‘Ομως, εδώ είναι Ελλάδα, και ακόμη χειρότερα Βαλκάνια και κυριαρχεί το ραχάτι. Με αποτέλεσμα αυτού του είδους οι αντιδράσεις να θεωρούνται χαμένος χρόνος. Μάλιστα κατά περίεργο τρόπο, σχολιαστές του πολιτικού και εκδοτικού κατεστημένου, με πρόσχημα τα περιστατικά ύβρεων και χειρονομιών, εκφράζουν την υποστήριξή τους, στον πολιτικό κόσμο. Και όχι στους διαδηλωτές. Περίεργα πράγματα για να είναι τυχαία.

Έτσι, στο ίδιο μοτίβο και για αντίστοιχους λόγους, δεν φάνηκε να επιστέφεται με επιτυχία, ούτε πολύ περισσότερο να καθιερώνεται κίνημα αγανακτισμένων στην Καστοριά. Γεγονός είναι ότι μερικές δεκάδες κυρίως νέων στην ηλικία συμπολιτών τις πρώτες ημέρες, αποπειράθηκαν αυθόρμητα να εμπνεύσουν ένα αντίστοιχο ρεύμα στην Καστοριά, αλλά γρήγορα το κίνημα αυτό εκτονώθηκε.

Στην περίπτωση της Καστοριάς, η εξέλιξη δεν προκαλεί και τόση έκπληξη. Κυρίως, ο κόσμος εδώ διακρίνεται για την παθητικότητά του, σε βαθμό που ούτε τα δύο μεγάλα κόμματα είναι σε θέση να κινητοποιήσουν μαζικές εκδηλώσεις, ακόμη και σε προεκλογικές περιόδους. Άλλωστε παραδοσιακά ο συντελεστής κοινωνικότητας κυμαίνεται σε δραματικά χαμηλά επίπεδα στον τόπο. Κάτι που επιβεβαιώνεται με κάθε αφορμή και αποτελεί την αιτία πολλών δεινών της Καστοριάς.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι εκδηλώσεις συσπείρωσης γύρω από ένα γνήσια ακομμάτιστο κίνημα διαμαρτυρίας και έκφρασης της πόλης της Καστοριάς, απέτυχαν. Όχι μόνο επειδή στην ομάδα που σχηματίσθηκε διείσδυσαν στοιχεία που υπηρετούν με αφοσίωση νεοφωτίστου τις ιδεολογικές ντιρεκτίβες κομμάτων με αμφιλεγόμενη στάση, με μία τάση να επηρεάσουν την κίνηση. Αλλά και διότι η ίδια τακτική - καπελώματος εν τέλει αυτής της κίνησης πολιτών- είχε σαν αποτέλεσμα, αντί να συνεχιστούν οι εκδηλώσεις σε κοινόχρηστο χώρο, στο λειτουργικό κέντρο της Καστοριάς, ώστε να προσελκύσουν περισσότερο κόσμο, μετακόμισαν έστω προσωρινά με το πρόσχημα της  βροχής, στο χαρακτηριστικό ξύλινο σπίτι επί της λεωφόρου των Κύκνων.

Το οποίο για πολλούς στην Καστοριά, είναι στοιχείο του κατεστημένου, άρα και της κρίσης. Κι’ αν δεν αποτελεί μέρος του προβλήματος διαπλοκής με την εκάστοτε δημοτική εξουσία (που με την σειρά της συνιστά ένα από τα γρανάζια του ελληνικού προβλήματος) αν μη τι άλλο, περιβάλλεται από μυστήριο για την αινιγματική στα όρια του… αποκρυφισμού δημιουργία και δράση του. Η οποία σε ό,τι αφορά τουλάχιστον την προστασία του περιβάλλοντος της Καστοριάς, έχει χαμηλές επιδόσεις. Τουλάχιστον στον κόσμο των απλών αισθήσεων.

Η μετακίνηση των «αγανακτισμένων» για να προστατευθούν από τις ψιχάλες της βροχής, μετά από προτροπή τοπικού σωματείου, θα έμοιαζε πιο φυσιολογική, αν είχε αποφασισθεί να γίνει στο κτήριο της Δ.Ο.Υ. ή στο Ενυδρείο. Καθ’ όσον θα έμοιαζε κάπως σαν «κατάληψη». Διότι τα κτήρια σύμβολα του ελληνικού προβλήματος, δεν διαφέρουν σε πολλά ουσιαστικά πράγματα από το ξύλινο κτίσμα της λεωφόρου των Κύκνων.  

Πάλι καλά που η προηγούμενη δημοτική αρχή, (με πρόεδρο της πολιτιστικής επιχείρησης τον τότε σύμβουλο κ. Ν. Μπαλιάκα) πήρε την απόφαση διακοπής της λειτουργίας του ΚεΒυΤ*. Μιας και αν συνέχιζε να χρυσοπληρώνεται η λειτουργία του, στους “αγανακτισμένους” της Καστοριάς, θα είχαν συσπειρωθεί και άλλοι «χρυσωμένοι», ή απλοί αργόμισθοι του καστοριανού συστήματος, που θα παρίσταναν κι αυτοί τους αγανακτισμένους.

Από την άλλη πλευρά, το τοπίο της αποκαμωμένης από χρόνια κοινωνίας της Καστοριάς, που δεν διεγείρεται ούτε εξεγείρεται με τίποτε απολύτως, εξηγείται από τους ίδιους λόγους που προκαλούν το πρόβλημα: Την αποτυχημένη, αν όχι ανίκανη να αντιστρέψει την κατάσταση και την τοπική κρίση, πολιτική του εκπροσώπηση.

Το γεγονός ότι σχεδόν σύμπασα η κοινή γνώμη, στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις, αμφισβητεί πρόσωπα, πράξεις και παραλείψεις, αλλά δημοσίως η Καστοριά τρέμει τον ίσκιο της μπροστά σε πολιτικές αυθεντίες και τρανταχτά αξιώματα όπως του βουλευτή κ. Φιλίππου Πετσάλνικου, στον οποίο, στην αρχή τουλάχιστον της επανεκλογής του μοίραζε τρόπαια και διακρίσεις, για το υψηλό αξίωμα που απολαμβάνει ως πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων χάρη στην στενή του σχέση με τον πρωθυπουργό, είναι αποδεικτικά στοιχεία της τραγελαφικής κατάστασης. Κι’ όμως ο κ. Φ. Πετσάλνικος, εκτός από το αγνοούμενο φιλόπτωχο ταμείο της Βουλής και την απειλή... σωφρονισμού της Γερμανίας στα πρώτα στάδια εκδήλωσης της κρίσης, πρακτικά για την Καστοριά, εξακολουθεί να αποδεικνύεται απών.

Μιας Καστοριάς, που ενώ έχει παραλύσει πολύ πριν η κρίση τινάξει στον αέρα ολόκληρη την Ελλάδα, εξ αιτίας των ιδιαιτεροτήτων του ελληνικού πολιτικού συστήματος, που προϋποθέτει συναλλαγή και διαπλοκή, και σε κάθε περίπτωση αναποτελεσματικότητα, εκλέγει και επανεκλέγει διαρκώς τον ίδιο και τον ίδιο. Αλλά ακόμη και τώρα, δύο περίπου χρόνια μετά την μεγάλη εκλογική νίκη του ΠαΣοΚ, κανείς δεν τολμά να του ασκήσει κριτική, για την κεντρική πολιτική του ευθύνη, στην κατάσταση κατάρρευσης που οδηγήθηκε η χώρα.

Ούτε καν βεβαίως ο κ. Ζήσης Τζηκαλάγιας, από τον οποίο όχι μόνο οι οπαδοί της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα της Καστοριάς, θα περίμεναν να αξιοποιήσει προσεκτικά και πρωτίστως δημιουργικά τις ευκαιρίες πολιτικής «αναδιάρθρωσης» της Καστοριάς, Αντ’ αυτών, και ο ίδιος μοιάζει ανησυχητικά απών από τα δημόσια πράγματα, και η εικόνα του, μέχρις στιγμής τουλάχιστον, μόνο αυτοπεποίθηση δεν εμπνέει.

Κατά την άποψη της ΟΔΟΥ, εξ αιτίας της εικόνας διάλυσης που εμφανίζει τις τελευταίες εβδομάδες η Ελλάδα, και του σαφούς προαισθήματος ότι ενδέχεται κάτι χειρότερο να συμβεί -αίσθημα που μόνο εκλογές μπορούν να αποσοβήσουν- οι ευθύνες των βουλευτών της Καστοριάς, που προέρχονται από τα δύο μεγάλα κόμματα, που υποτίθεται ότι υπηρετούν τους ίδιους βασικούς προσανατολισμούς της χώρας, είναι σημαντικές και ιστορικές. Καθ’ ότι η απραξία τους, στέλνει κόσμο στα άκρα του πολιτικού φάσματος, με αποτέλεσμα να είναι ορατός ο κίνδυνος διασάλευσης.

Εν όψει όλων αυτών, η διαπίστωση ότι το κίνημα των «αγανακτισμένων» δεν κατόρθωσε να ενσαρκωθεί ή να διατηρηθεί στην Καστοριά, είναι εξέλιξη, διπλά ανησυχητική. Εμποδίζει τον κόσμο να αναζητήσει λύσεις, μέσα από τις αξίες της ίδιας της κοινωνίας και της δημοκρατίας. Ταυτόχρονα επιτρέπει στις ακραίες φωνές να τροφοδοτούν το σαράκι της απόγνωσης, ενισχύοντας αποκλειστικά και μόνο τα άκρα. Και σ’ όλα αυτά, κάποιοι προτίμησαν να βάλουν το καπέλο τους. Για να μην χάσουν και να μην τους ξεχάσουν τα κορόϊδα της υπόθεσης.


(*) ΚεΒυΤ: Κέντρο Βυζαντινών Τεχνών, η  γνωστή Σχολή Μουσικών Οργάνων του Δήμου Καστοριάς, όπου ο μηνιαίως μισθός του εκπαιδευτή ήταν 3.288,00 ευρώ, της γραμματέας 2.440,00 και του γ. διευθυντή 1.610,00, εκτός φυσικά τα λειτουργικά έξοδα και τα υλικά κατασκευής. Κατά τα άλλα, υπήρχαν ρομαντικοί, αφελείς ή και συνένοχοι, σε όλο το φάσμα του δημόσιου λόγου της Καστοριάς (από δημοτικούς συμβούλους μέχρι και ΜΜΕ), που υποστήριζαν ότι έπρεπε πάση θυσία να συνεχίσει η σχολή την λειτουργία της, και ο λαός της Καστοριάς να πληρώνει τα μυθικά ποσά στους αργόσχολους, για να παίζουν το μπαγλαμαδάκι τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ