25.7.11

ΣΟΝΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ: Το κλαρίνο

Στις 21 Ιουνίου τη μεγαλύτερη μέρα του χρόνου, στις 21 Ιουνίου που βραδιάζει πιο αργά από κάθε άλλη φορά μες στο χρόνο, γιορτάζει σε όλον τον κόσμο η ΜΟΥΣΙΚΗ. Με αφορμή, λοιπόν, τη γιορτή της: Μαθήματα εθνικής μουσικής αυτογνωσίας μέσα από τη λογοτεχνία και την ιστορία της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής


Σκλαβωμένη Καστοριά, 1903


    «(…) Το πλήθος πυκνό στο Ντολτσό. Η οικογένεια του Θεόδωρου χαρούμενη, βλέποντας τα γελαστά πρόσωπα, νιώθοντας τις ανάσες του πλήθους, που απόπνεαν στον αέρα μαυροδάφνη και κόκκινο κρασί. Μπροστά ο Θεόδωρος, πίσω η κυρα-Ευθαλία, η Χρυσή, ο Μανουήλ και η Θάλεια, χαιρετώντας δεξιά κι αριστερά, έφτασαν στην εξέδρα των μουσικών. Τους υποδέχτηκαν εκεί ο παπάς, ο πρόεδρος του ισναφιού των γουναράδων, ο Νικόλας ο Νάκος, η δημογεροντία, και ο Νάκος έκανε νόημα στην ορχήστρα να ξεκινήσει.
    Φύσηξε ο Γκώγκος στο κλαρίνο, και πήρε ο ήχος του και ανέβαινε αργά λυπητερά πονεμένα και γύριζε επικίνδυνα σε άλλα ύψη και κρατούσε την ανάσα του στην κορφή (από κοντά και συμμαζεμένα οι τρομπέτες, οι τζουράδες και οι νταϊρέδες, να μην μποδίσουν τα τσαλίμια του κλαρινίστα) και το πλήθος πήρε και σίγαζε ν’ ακούσει και στη συνέχεια να χυθεί η ψυχή του με τον ήχο, να σταλάξει ο καημός στον αέρα, να λυτρωθεί. Και σιγά σιγά να τα βροντήξει όλα κάτω, προβλήματα, φτώχεια, ακόμα και τη σκλαβιά, έτσι είναι η ζωή, έτσι είναι η δική τους ζωή, τέτοια τους έλαχε, και να χυθεί με σώμα και ψυχή στο ρυθμό, να χορέψει μέχρι αφανισμού, να ξεχάσει! «Αχ, βρε ζωή», βογκούσαν οι ντόπιοι, «άδικη είσαι!», «Αχ, Βελιγράδι, Βουκουρέστι, Βιέννη!» αναμασούσαν οι ξενιτεμένοι, «μας έφαγες τη ζωή!» -και χύνονταν στον διπλό χορό, έναν για τους άντρες, άλλον για τις γυναίκες, χειροκρατούμενοι ή κρεμάμενοι απ’ τ’ άσπρο μαντίλι, έφερναν τους κύκλους αλλοπαρμένοι-, όταν ο Γκώγκος βαρέθηκε τα ύψη και το γύρισε. Χαμογελούσαν και τα μουστάκια του, που τους έφερε εκεί που ήθελε, φυσούσε το κλαρίνο χωρίς σταματημό, δε νοιαζόταν για τα πνευμόνια του που φούσκωσαν επικίνδυνα, ούτε για το σάλιο του που έσταζε στις πλάκες, μήτε για το δάκρυ που τρεμόπαιζε στα βλέφαρά του. (…)».

Από το βιβλίο της Σοφίας Δαγκλή-Παναγιωτίδου
«Οι στρατιώτες του νερού», η υπόθεση του οποίου εκτυλίσσεται στην Καστοριά των ταραγμένων χρόνων πριν από την απελευθέρωση του 1912. (εκδ. Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2010)
  
  ***

«Η παρουσία του λαϊκού κλαρίνου στο χώρο της δημοτικής μουσικής είναι ένα πολύ ενδιαφέρον δείγμα του πώς ένα όργανο «ξένο» (δυτικό, που όμως το έφεραν οι γύφτοι από την Τουρκία, μόλις στα μέσα του περασμένου αιώνα) μπόρεσε ν’ αναδειχτεί μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα σε όργανο «εθνικό», επειδή ακριβώς πέρασαν σ’ αυτό οι τεχνικές του ζουρνά και της φλογέρας και προσαρμόστηκε έτσι μ’ επιτυχία στο ύφος και το ήθος της ντόπιας μουσικής παράδοσης.»

Λάμπρος Λιάβας, Εθνομουσικολόγος, Επ. Καθηγητής Παν/μίου Αθηνών, Διευθυντής του Μουσείου Λαϊκών Μουσικών Οργάνων και ψυχή των σημαντικότερων αφιερωμάτων στη μουσικοχορευτική παράδοση της Πατρίδας μας. (εφ. Καθημερινή, 18/1/1998)




***

 «Το κλαρίνο, αν και προέρχεται από τη Δύση, ως λαϊκό μουσικό όργανο μπαίνει στην Ελλάδα από την Τουρκία γύρω στα μέσα του 19ου αι.
Από την Ήπειρο και τη Δυτ. Μακεδονία διαδίδεται στην υπόλοιπη χώρα και μαζί με το βιολί, το λαγούτο και το ντέφι (κι αργότερα με το σαντούρι) αποτελούν την κομπανία, το κατ’ εξοχήν λαϊκό συγκρότημα της στεριανής Ελλάδας, που αντικαθιστά σιγά σιγά την πατροπαράδοτη ζυγιά ζουρνάς-νταούλι. Στο λαϊκό κλαρίνο περνούν τα «πιασίματα» της φλογέρας και του ζουρνά, πετυχαίνοντας έτσι, με μιαν ιδιότυπη τεχνική, σ’ ένα δυτικό μουσικό όργανο τα μη συγκερασμένα διαστήματα των παραδοσιακών ελληνικών κλιμάκων. Από την εποχή του μεσοπολέμου παίρνει την πρώτη θέση ανάμεσα στα μελωδικά όργανα, αναγνωρίζεται ως όργανο «εθνικό» και οδηγεί την οργανική μουσική σε μια νέα, λαμπερή περίοδο, μέσα από την επεξεργασία των παλιών μελωδιών στα χέρια άξιων δεξιοτεχνών.»

Λάμπρος Λιάβας, Εθνομουσικολόγος, Επ. Καθηγητής Παν/μίου Αθηνών, Διευθυντής του Μουσείου Λαϊκών Μουσικών Οργάνων και ψυχή των σημαντικότερων αφιερωμάτων στη μουσικοχορευτική παράδοση της Πατρίδας μας. (εφ. Καθημερινή, 18/1/1998)




***

    «(…) Όσο δε για τα ήθη και έθιμα (ενν. των Μακεδόνων), αυτά παραμένουν ίδια και κοινά και πανομοιότυπα με τους λοιπούς των Δωριέων(που είναι οι Ηπειρώτες, οι Ρουμελιώτες και οι Λάκωνες), παρά την κάποιες φορές μόνο δίγλωσση απόδοση των ίδιων και κοινών αυτών εθίμων. Αρκεί να επισημανθεί δειγματοληπτικά εδώ ότι στην Ελλάδα του σήμερα το νεόφερτο μουσικό όργανο κλαρίνο (1835-Όθωνας) υιοθετείται ως κυρίαρχο όργανο από όλους τους σημερινούς γόνους των Δωριέων στον κύριο κορμό της Πίνδου, από τη Βόρειο Ήπειρο/Νότια Αλβανία και τη Μακεδονία μέχρι και την Νότια Πελοπόννησο και τις ακραίες απολήξεις της (όχι στα νησιά, όχι στη Θράκη, όχι στη Μικρά Ασία και ούτω καθεξής), γιατί αυτό αποδίδει ιδιότυπα και ενιαία, κατά μήκος πάντα της δωρικής διαδρομής, σύνολη τη διαχρονική δωρική μουσική παράδοση και προδίδει ταυτότητα δωρικού «ήθους» μεταξύ των ορεινών πληθυσμών της απλωμένης πολυδιαυλικής Πίνδου.

Από το «Δωρικό απαύγασμα» του Αρχιμανδρίτη Γρ. Παπαθωμά (η παράγραφος προέρχεται από απόσπασμα που δημοσιεύτηκε στη Πύλη Ανάπτυξης)



 ***

«Τα παιδιά της Καστοριάς κρατούν στα χείλη τους συγκρατημένο το δημοτικό της τραγούδι κι είναι έτοιμα να σας το τραγουδήσουν. Το τραγούδι που τραγούδησεν ο παππούς μας, η γιαγιά μας, και τραγουδούν ο πατέρας, η μάνα μας, τ’ αδέρφια μας και οι συντοπίτες μας.(…) Όποιο δρόμο κι αν πάρεις στην όμορφη Καστοριά, αν τραβήξεις κι ανέβεις ψηλά στο Τσαρδάκι με τις ολοζώντανες παιδικές αναμνήσεις κάθε Καστοριανού και σταθείς για λίγο, θ’ ακούσεις καθάρια την ηχώ του βουνού της. Αν πάλι πας προσκυνητής στη Μαυριώτισσα, το γραφικό εκκλησάκι της με τις περίφημες τοιχογραφίες των βυζαντινών αγίων, που ‘κει αναβλύζουν ευτυχισμένα και τραγικά χρονικά εξόριστων ηγεμόνων της Αυτοκρατόρισσας θα περπατήσεις δίπλα, σύρριζα στη λίμνη. Αν θελήσεις και σταθείς, θ’ αφουγκραστείς τον παλμό της, θ’ ακούσεις τη βοή από το κυμάτισμά της, θ’ ακούσεις το τραγούδι της ακρογιαλιάς της, που εναρμονίζεται με το ψιθύρισμα των φύλλων από τα πολύχρονα πλατάνια και τις ασημόφυλλες λεύκες, καθώς τραγουδούν και καλωσορίζουν τον καθένα στο πέρασμά του.
    Όλα τραγουδούν στην Καστοριά. Τα παλιά ιδιόρρυθμα αρχοντικά της με τα λιακωτά και τα πεζούλια, οι πολυάριθμες εκκλησιές της, το καμπαναριό της με το ρολόι της πολιτείας, ο ποιητής Χριστόπουλος, που με το χειρόγραφο στο χέρι και τα μαρμάρινα μάτια ατενίζει από τον Αγιοθανάση στο ξάγναντο πέρα από την αθανασία, οι Ιτιές ολοτρόγυρα στη λίμνη, που ευγενικά σκύβουν σ’ αυτήν.
    Σκύβουν για να κλάψουν μήπως με τη σιωπή τους; Όχι. Σκύβουν για να παίξουν μέσα στα νερά της κι ύστερα παίρνει το κύμα το παιχνίδι τους και το φτάνει ως τα βάθια της κάτω. Ξυπνούνε τότε οι Νεράιδες και οι Ξωθιές του βυθού κι αρχίζουν να τραγουδούν.
    Ο αντίλαλος του τραγουδιού τους ανεβαίνει στον αφρό και φεύγει και φτάνει ίσα με την καρδιά κάθε Καστοριανού κι αρχίζει ανέμελα κι αυθόρμητα κι αυτός να τραγουδάει.
    Τραγουδούν όλοι οι Καστοριανοί μ’ ένα στόμα και με μια καρδιά, όπου κι αν βρίσκονται. Γιατί μια καθώς είναι, η λαϊκή ψυχή, ασύνθετη κι απέριττη, όμοια κι ομοιόμορφα χαίρεται, πάσχει και τραγουδάει.
    Τραγουδάει, λοιπόν, ο Καστοριανός την ώρα που κάθεται στο τεζιάχι και νυχτερεύει στις γούνες, στο καράβι όταν ρίχνει τον πεζόβολο στη λίμνη να ψαρέψει, στο Τσαρδάκι όταν ξαπλώνει για να δροσιστεί από το βουνίσιο αγέρι, στη βεγγέρα και στον «χαιρετισμό».
    Και ποιος δεν τραγουδάει; Κι η μάνα που νανουρίζει το παιδί της, η γυναίκα που νοσταλγεί τον άνδρα της τον ξενιτεμένο, η κόρη που προσμένει τον καλό της.
    Όλοι και όλα τραγουδούν στην Καστοριά. Τα τοπία της και οι άνθρωποι, η παράδοση κι η ιστορία, η λίμνη της που απλώνεται απέραντη και γκριζογάλανη, οι άσπροι γλάροι της που φτερουγίζουν, οι πάπιες που ορθόπλωρες ταξιδεύουν στα νερά της. Όλα στην Καστοριά ένα μουσικό φανέρωμα κι ένα τραγούδι. Το τραγούδι της Καστοριάς. Το δημοτικό καστοριανό τραγούδι. Το τραγούδι που εκφράζει τους πόθους και τη σκέψη τους, τους πόνους και τη χαρά τους.(…)»

 Από το βιβλίο της Ιφιγένειας Διδασκάλου «Καστοριά, πατρίδα μου», εκδ. Ανατολικός, 1995

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΟΔΟΣ σας ευχαριστεί για την συμμετοχή σας στον διάλογο.Το σχόλιό σας θα αποθηκευτεί προσωρινά και θα είναι ορατό στο ιστολόγιο, μετά την έγκριση της ΟΔΟΥ.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ